Αυτό που δεν κατάφεραν τα μνημόνια το πέτυχε η ελληνική οικονομία και μάλιστα από μόνη της. Παρά την πανδημία και την ενεργειακή κρίση, κατάφερε να χαλαρώσει τον βράχνα του δημόσιου χρέους με την αναπτυξιακή δυναμική της.
Το χρέος της Γενικής Κυβέρνησης εκτιμάται ότι θα διαμορφωθεί στα 355 δισ. ευρώ ή 169,1% ως ποσοστό του ΑΕΠ στο τέλος του 2022, έναντι 353,3 δισ. ευρώ ή 193,3% ως ποσοστό του ΑΕΠ το 2021, παρουσιάζοντας μείωση κατά 24,2 ποσοστιαίες μονάδες έναντι του 2021.
Το 2023, το χρέος της Γενικής Κυβέρνησης προβλέπεται ότι θα διαμορφωθεί στα 357 δισ. ευρώ ή 161,6% ως ποσοστό του ΑΕΠ, παρουσιάζοντας περαιτέρω μείωση κατά 7,5 ποσοστιαίες μονάδες του ΑΕΠ έναντι του 2021.
Πώς έγινε αυτό; Όχι με αυστηρά μέτρα λιτότητας, αλλά μέσα από την ενίσχυση του ΑΕΠ. Συγκεκριμένα, η ελληνική οικονομία κατάφερε να μεγεθυνθεί σωρευτικά τους τελευταίους 33 μήνες το ΑΕΠ κατά 5%.
Σύμφωνα με το προσχέδιο του προϋπολογισμού του 2023, το ΑΕΠ εκτιμάται ότι θα φτάσει τα 210 δισ. ευρώ το 2022. από 183 δισ. ευρώ το 2019. Την ίδια περίοδο η ευρωζώνη παρουσιάζει υποδιπλάσιο ρυθμό ανάπτυξης, η δε Γερμανία σχεδόν μηδενικό.
Σήμερα το ελληνικό χρέος θεωρείται περισσότερο βιώσιμο από το ιταλικό, το ισπανικό και το πορτογαλικό, καθώς:
- Το κόστος εξυπηρέτησής του είναι χαμηλό. Είναι χαρακτηριστικό ότι στο τέλος του χρόνου οι τόκοι που καταβάλλονται ανέρχονται σε περίπου 5,5 δισ. ευρώ, από 15,7 δισ. ευρώ το 2010.
- Ο μέσος χρόνος μέχρι και την αποπληρωμή του χρέους είναι τα 21 χρόνια, έναντι 10-15 έτη που είναι ο μέσος χρόνος σε ευρωπαϊκό επίπεδο. Ο χρόνος αυτός δίνει άνεση στις ελληνικές αρχές να σχεδιάζουν τις νέες εκδόσεις χωρίς την πίεση που ασκούν οι συνεχείς λήξεις ομολόγων και έτσι να πετυχαίνουν και καλύτερα επιτόκια δανεισμού.
- Από τα 355 δισ. του χρέους, τα 242 δισ. αφορούν τον λεγόμενο «επίσημο τομέα». Μετά την εξόφληση του δανείου του ΔΝΤ, το χρέος προς τον επίσημο τομέα αναλύεται σε 52,3 δισ. ευρώ στις χώρες της ευρωζώνης (το πρώτο δάνειο πήρε η Ελλάδα πριν μπει σε μνημόνιο), 115 δισ. ευρώ στο Ευρωπαϊκό Ταμείο Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας (EFSF) από το δεύτερο μνημόνιο και 75 δισ. ευρώ που δανειστήκαμε στο τρίτο μνημόνιο. Με εξαίρεση το διμερές δάνειο που πήραμε το 2010, τα δάνεια του EFSF έχουν ακόμη περίοδο χάριτος 10 χρόνια και θα αποπληρωθούν σε 20 χρόνια και του ESM έχουν διάρκεια 30 χρόνια. Τα δάνεια αυτά είναι «κλειδωμένα» μέχρι τη λήξη τους σε επιτόκια κοντά στο 1,2%, και άρα προστατευμένα από τις διακυμάνσεις των επιτοκίων.
Παράλληλα, τα ταμειακά διαθέσιμα του Δημοσίου ανέρχονται σε περίπου 38 δισ. ευρώ. Το ποσό αυτό σε συνδυασμό και με τις χαμηλές χρηματοδοτικές ανάγκες, δίνει τη δυνατότητα στο Δημόσιο να επιλέγει τον χρόνο και το ποσό που θα δανειστεί από τις αγορές αποφεύγοντας τον ακριβό δανεισμό.
Διαβάστε ακόμη: