«Μπούμερανγκ» για τα κρατικά έσοδα αλλά και συνολικά για την εθνική Οικονομία, μπορεί να αποδειχθούν οι προτάσεις για επιβολή νέων φόρων που έρχονται στο προσκήνιο, λίγο πριν τις εκλογές. Ακόμα και αν οι εμπνευστές τους ορμώνται από ιδεολογικές αναφορές ή ιδεοληψίες, δεν φαίνεται πώς μπορεί η χρηματοδότηση ενός προγράμματος παροχών να στηρίζεται στην αύξηση των φόρων στα μερίσματα και στις γονικές παροχές.
Ειδικά η εντύπωση πως «λεφτά υπάρχουν» από την αύξηση του συντελεστή στα κέρδη που διανέμουν οι ΑΕ, ΕΠΕ, ΙΚΕ, αλλά και ομόρρυθμες και ετερόρρυθμες εταιρείες, ενδέχεται να εξελιχθεί σε «ναυάγιο», ανάλογο με εκείνα άλλων εποχών.
Επί της ουσίας:
· επί ΣΥΡΙΖΑ το 2016 με τον νόμο 4387 (κατά σύμπτωση πρόκειται για τον περίφημο «νόμο Κατρούγκαλου») ο φόρος στα μερίσματα είχε αυξηθεί στο 15% (άρθρο 114). Αποτέλεσμα ήταν μεγάλες επιχειρήσεις να σταματήσουν να δίνουν μέρισμα, ενώ άλλες κατέφυγαν μαζικά σε … “επιστροφή κεφαλαίων”, που ήταν 100% αφορολόγητη. Πρακτικά, το κράτος δεν κέρδισε το έσοδα που ανέμενε.
· αντιθέτως το 2019 με τον νόμο 4646 η κυβέρνηση ΝΔ μείωσε τον συντελεστή από 10% σε 5%. Επειδή την προηγούμενη χρονιά είχαν εισπραχθεί και δηλωθεί μερίσματα 1,5 δισ. ευρώ, η Έκθεση του Γενικού Λογιστηρίου προϋπολόγισε ότι αντί 150 εκατ. ευρώ το κράτος θα χάσει έσοδα 75 εκατομμυρίων. Αντί να εισπράξει όμως 75 εκατομμύρια, τη χρονιά εκείνη εισέπραξε… πάνω από 200 εκατομμύρια ευρώ! Και ο λόγος ήταν ότι δηλώθηκαν τελικά μερίσματα ύψους 5 δισ. ευρώ! Κέρδισε δηλαδή και 50 εκατομμύρια παραπάνω από όσα όταν ο φόρος ήταν διπλάσιος.
Στην πράξη, οι επιχειρήσεις έχουν πάντα την επιλογή να διανείμουν ή όχι μέρισμα στους μετόχους. Και πράγματι, η Ελλάδα έχει σήμερα το χαμηλότερο φόρο μερισμάτων στην ΕΕ. Πέραν όμως από τον φόρο 5% η Ελλάδα φορολογεί τα κέρδη των επιχειρήσεων με 22%. Συνεπώς η φορολογία για τα ίδια κέρδη φτάνει ήδη στο 27%. Για λόγους προσέλκυσης επενδύσεων, το 2019 η χώρα επέλεξε να κρατήσει χαμηλά το φόρο, για να μην επιλέγουν άλλους προορισμούς ή off shore οι επιχειρήσεις.
Στην εξαγγελία του το ΠΑΣΟΚ φαίνεται να προεξοφλεί ότι από μερίσματα 2 και πλέον δισ. ετησίως, μπορεί σήμερα να προσδοκά περί τα 200 εκατ. ευρώ. Πρακτικά όμως, ακόμα και αν εφαρμοστεί 15% φορολογία, τα μερίσματα θα μειωθούν και το όφελος θα είναι πολύ πιο λίγο, μικρότερο ίσως και από 70 ή 100 εκατ. ευρώ τελικά.
Σε ανάρτησή του μάλιστα, ο πρώην υφυπουργός Οικονομικών Γιώργος Μαυραγάνης σχολιάζει πως «όσοι πιστεύουν ότι η φορολογία μερισμάτων είναι χαμηλή τώρα, σκόπιμα ή από άγνοια δεν λαμβάνουν υπόψη τους ότι επιστημονικά η σχετική φορολογία συνυπολογίζεται με τη φορολογία των εταιριών για να προκύψει η τελική επιβάρυνση του επενδυτή. Δηλαδή στις 100 μονάδες κέρδους, 22 είναι η φορολογία εταιριών και 11,7 ( 100-22 Χ 15%) θα είναι η φορολογία μερίσματος δηλαδή συνολική επιβάρυνση 33,7 για τον επενδυτή, γεγονός που θα μειώσει την επενδυτική μας ανταγωνιστικότητα σοβαρά. Φαίνεται ότι κάποιοι εζήλωσαν την δόξα του Κατρούγκαλου!» τονίζει ο κύριος Μαυραγάνης.
Υπερ-κοστολογημένο φαντάζει όμως και το μέτρο της φορολόγησης στις γονικές παροχές. Μέχρι πρόπερσι που ο φόρος στη γονική παροχή μηδενίστηκε, απέφερε στο κράτος 25- 26 εκατ. ευρώ όλα και όλα. Ακόμα και αν το αφορολόγητο όριο περιουσίας μειωθεί, από 800 χιλιάδες σήμερα, σε 300-400 χιλιάδες ευρώ ενδεχομένως, το μέτρο δεν φαίνεται που να μπορεί να αποφέρει πάνω από 10 ή 12 εκατ. ευρώ το πολύ. Αν τεθεί υψηλότερα, το όφελος θα είναι μικρότερο. Και πάντως, θα πλήξει περισσότερο όσους έχουν μεσαίες περιουσίες (πχ 2 ή 3 ακίνητα αξίας 200-300 χιλιάδων ευρώ) παρά εκείνους που έχουν τεράστιες και ήδη πληρώνουν φόρο.
Εδώ υπεισέρχεται και ένας άλλος κίνδυνος –αν και “ιδεολογικός” ενδεχομένως: αν πρέπει ένα παιδί να πληρώνει ξανά φόρο για ένα ακίνητο που του δίνει ο γονιός του, για το οποίο έχει ήδη πληρώσει φόρους για να το αποκτήσεις, αλλά και ΕΝΦΙΑ ή φόρους για τεκμαρτά εισοδήματα κάθε χρόνο μετά για να το συντηρήσει. Αυτό εμπόδιζε επί μια δεκαετία τα ακίνητα να αλλάζουν χέρια (καθώς θεωρείτο “κατάρα” ένα σπίτι) με αποτέλεσμα τα περισσότερα να μεταβιβαστούν ήδη την τελευταία διετία μαζικά. Αυτό μπορεί να ξανασυμβεί όμως, με αποτέλεσμα και το δημόσιο να μην εισπράττει έσοδα από φόρους που θα ανέμεναν οι εμπνευστές του μέτρου, αλλά ούτε και οι νέοι να αξιοποιούν και να εκμεταλλεύονται ακίνητα ή περιουσίες που θα περιέλθουν σε αυτά όταν θα φτάσουν σε μεγάλη ηλικία, όταν φύγουν οι γονείς τους από τη ζωή.
Διαβάστε περισσότερα στο protothema