«Παράθυρο» για αυξήσεις μισθών παρά την ανησυχία αύξησης του πληθωρισμού ανοίγει και η Τράπεζα της Ελλάδος. Σε μια κρίσιμη για την πορεία των τιμών συγκυρία, την στιγμή που εντείνεται η συζήτηση για την οικονομική αβεβαιότητα, για τα μέτρα πολιτικής που θα απαιτηθούν, αλλά και τις αποφάσεις για αύξηση των μισθών των εργαζομένων τον Απρίλιο, ο διοικητής της ΤτΕ Γιάννης Στουρνάρας αποσυνδέει τις μισθολογικές αυξήσεις από το πρόβλημα της ακρίβειας, αποδίδοντάς το στις έκτακτες συνθήκες που επικρατούν στην παγκόσμια οικονομία.
Σε χθεσινή ομιλία του στο Σεμινάριο Υψηλού Επιπέδου EUROFI 2022 με τίτλο «Η ομαλοποίηση της νομισματικής πολιτικής στη ζώνη του ευρώ», ο κ .Στουρνάρας τόνισε ότι:
· παρά τα τόσα χρόνια ποσοτικής χαλάρωσης, οι μεσοπρόθεσμες προσδοκίες για τον πληθωρισμό στα επόμενα 2-3 χρόνια διατηρούνται στο 2% ή χαμηλότερα, ενώ ταυτόχρονα
· οι μισθολογικές συμφωνίες για αυξήσεις στη ζώνη του ευρώ θεωρούνται συνεπείς και συμβατές με τον στόχο για πληθωρισμό 2%, λαμβάνοντας υπόψη και την αύξηση της παραγωγικότητας που έχει συντελεστεί.
Ο κ. Στουρνάρας ενισχύει εμμέσως και ο ίδιος την εκτίμηση των ευρωπαϊκών θεσμών ότι, λόγω των πρωτοφανών συνθηκών στην παγκόσμια οικονομία και παρά την αύξηση του πληθωρισμού, είναι από τις σπάνιες περιπτώσεις όπου μια γενναία αύξηση μισθών δεν θεωρείται ότι απειλεί με φαύλο κύκλο ανατιμήσεων την οικονομία. Αντιθέτως μπορεί και να θεραπεύσει στρεβλώσεις που προκάλεσε το πληθωριστικό κύμα μετά την πανδημία, να διασώσει την κατανάλωση και την οικονομική ανάκαμψη.
Σύμφωνα με τον κ.Στουρνάρα, η έκρηξη ακρίβειας οφείλεται κυρίως σε «διαταραχή από την πλευράς της προσφοράς», δηλαδή σε ελλείψεις ή ανησυχίες που παρατηρούνται στην τροφοδοσία των αγορών μετά την απότομη ύφεση. Και, στο πλαίσιο αυτό, τα έκτακτα μέτρα στήριξης των κυβερνήσεων έχουν οδηγήσει σε μία αναντίστοιχα υψηλή ζήτηση, για την οποία δεν ενοχοποιούνται την φορά αυτήν οι αυξήσεις των μισθών.
Συγκεκριμένα, όπως ο ίδιος τόνισε επί λέξει:
· η επιτάχυνση του πληθωρισμού αντανακλά διαταραχές από την πλευρά της προσφοράς. Στην πραγματικότητα, είχαμε μια σειρά από πανδημικές διαταραχές, στη συνέχεια μια ενεργειακή κρίση και, τέλος, έχουμε την εισβολή της Ρωσίας στην Ουκρανία, η οποία, όσον αφορά τις οικονομικές της επιπτώσεις, είναι επίσης μια διαταραχή από την πλευρά της προσφοράς.
· αυτές οι δυσλειτουργίες και διαταραχές από την πλευρά της προσφοράς, σε συνδυασμό με τις υποστηρικτικές νομισματικές και δημοσιονομικές πολιτικές, έχουν διαμορφώσει συνθήκες υπερβάλλουσας ζήτησης σε σχέση με την προσφορά.
· όσο πλησιάζουμε στο τέλος της πανδημίας, τα προβλήματα στις αλυσίδες εφοδιασμού θα μειώνονται – μια διαδικασία που έχει ήδη ξεκινήσει. Σε συνδυασμό με τη σταδιακή εξάλειψη της πλεονάζουσας ζήτησης, η ενεργειακή κρίση αναμένεται να αποκλιμακωθεί (παρότι) η ουκρανική κρίση και η επίλυσή της είναι πιθανόν να καθυστερήσουν αυτή την εξέλιξη.
· λαμβάνοντας υπόψη αυτή την κατάσταση, οι μακροοικονομικές προβολές της ΕΚΤ και οι προβλέψεις όλων των μεγάλων χρηματοπιστωτικών οργανισμών, δείχνουν ότι ο πληθωρισμός των τιμών καταναλωτή θα συγκλίνει προς το 2% τα δύο επόμενα χρόνια.
Και τέλος, όπως διαπιστώνει ο ίδιος, «δεν υπάρχουν μέχρι στιγμής ενδείξεις για σημαντικές δευτερογενείς επιπτώσεις στην αγορά εργασίας», θεωρώντας δηλαδή πως οι ως τώρα αυξήσεις μισθών δεν έχουν φτάσει ή ξεπεράσει κανένα όριο ανησυχίας για το μέλλον των τιμών και την πορεία της ανταγωνιστικότητος της οικονομίας.
Αντιθέτως μάλιστα, ενώ ο κύριος Στουρνάρας διαβεβαιώνει πως η ΕΚΤ «θα κάνει ό,τι χρειαστεί» για να συγκρατήσει τις τιμές κοντά στον μεσοπρόθεσμο στόχο 2%, τονίζει ότι «δεν θέλουμε να επαναλάβουμε τα λάθη του παρελθόντος και να προβούμε σε πρόωρη συσταλτική μεταβολή της νομισματικής πολιτικής» που θα ανέκοπτε την ανάκαμψη, «ιδίως όταν βρισκόμαστε αντιμέτωποι με μια τόσο σοβαρή διαταραχή της προσφοράς όπως αυτή που προκάλεσε η ουκρανική κρίση».
Επιπλέον, παρίτι η αύξηση της προσφοράς χρήματος έχει άμεση σχέση με τον πληθωρισμό, ο κ. Στουρνάρας τονίζει πως «αυτή η σχέση δεν είναι σταθερή, έχει ανατραπεί στο παρελθόν (…και…) παρά την πολύ υψηλή αύξηση της προσφοράς χρήματος πρόσφατα, οι προσδοκίες για τον πληθωρισμό παραμένουν σταθεροποιημένες σε επίπεδα κάτω του 2%».
Και ο κύριος Στουρνάρας καταλήγει στο συμπέρασμα ότι «υπό ορισμένες συνθήκες, η ποσότητα χρήματος δεν έχει σημασία, με την έννοια ότι δεν μπορεί να επηρεάσει τις οικονομικές μεταβλητές».
Διαβάστε ακόμα:
Ένα βήμα μπρος κι ένα πίσω για την αξιοποίηση των εκτάσεων στην Αφάντου