Μπορεί η Ελλάδα να επηρεαστεί και πόσο από την οικονομική και πολιτική περιδίνηση, στην οποία έχουν εισέλθει οι δυο μεγαλύτερες δυνάμεις της Ευρωζώνης, Γερμανία και Γαλλία; Ποιες συνέπειες ενδέχεται να υπάρξουν στις διμερείς οικονομικές και εμπορικές σχέσεις; Υπάρχει ευρύτερος κίνδυνος αναταραχής στη ζώνη του ευρώ, που θα επηρεάσει και τη χώρα μας; Πόσο θωρακισμένη είναι η ελληνική οικονομία απέναντι σε τέτοιες εξελίξεις, την ώρα μάλιστα που επίκειται η έλευση Τραμπ στο Λευκό Οίκο και το μήνυμα του κραδαίνει της απειλής επιβολής αυξημένων δασμών, πυροδοτώντας έτσι έναν νέο εμπορικό πόλεμο;
Ερωτήματα με σύνθετες απαντήσεις, σε ένα κλίμα που ασφαλώς και δεν δικαιολογεί κανέναν πανικό ούτε όμως και εφησυχασμό. Η αλήθεια είναι ότι η χώρα δείχνει να βρίσκεται στο καλύτερο οικονομικό, αλλά και γεωπολιτικό σημείο των τελευταίων 15 ετών, από την εποχή δηλαδή της έναρξης της μεγάλης κρίσης το 2009.
Η ελληνική οικονομία εξακολουθεί να υπεραποδίδει έναντι των περισσοτέρων χωρών-μελών της Ευρωζώνης, επιβεβαιώνοντας την θεαματική της ανάκαμψη μετά την πανδημία και κλείνοντας σταδιακά το χάσμα που τη χώριζε από τις πιο ανεπτυγμένες. Το ΔΝΤ επιβεβαιώνει πως ο ελληνικός ρυθμός ανάπτυξης θα κλείσει για το 2024 σε σχεδόν τριπλάσιο ποσοστό σε σχέση με την Ευρωζώνη, στο 2,3% έναντι 0,8 % μέσου όρου και θα συνεχίζει με παρόμοια δυναμική και φέτος, στο 2,5% έναντι 1,2% το 2025, υπερδιπλάσιος κατά τι από τον μέσο ευρωπαϊκό όρο. Το χρέος μειώθηκε πέρυσι κατά 10 μονάδες, στο 154% του ΑΕΠ και φέτος αναμένεται να συρρικνωθεί περαιτέρω, στο 147,5%. Το δημοσιονομικό έλλειμμα αναμένεται κάτω του 1% του ΑΕΠ, το πλεόνασμα είναι το 4ο υψηλότερο στην ΕΕ και οι επενδύσεις θα αυξηθούν κατά 8,4%. Η απόσταση από το πάλαι ποτέ θηριώδες επενδυτικό κενό, των 100 δισ. ευρώ σε βάθος δεκαετίας, σύμφωνα με τους υπολογισμούς του ΣΕΒ, έχει αρχίσει να καλύπτεται.
Ωστόσο, Μέγαρο Μαξίμου, οικονομικό επιτελείο και Τράπεζα της Ελλάδος παρακολουθούν με αυξημένο ενδιαφέρον τις εκτός χώρας εξελίξεις, που επηρεάζουν άμεσα ή έμμεσα την οικονομική προοπτική της χώρας. Κι αυτό γιατί, παρά τα εύσημα που έχουν αποδώσει οι κορυφαίοι διεθνείς οργανισμοί (Κομισιόν, ΔΝΤ, ΕΚΤ, ΟΟΣΑ), οίκοι αξιολόγησης και μεγάλες επενδυτικές τράπεζες στην ελληνική οικονομία για τις επιτυχίες της τελευταίας πενταετίας και παρότι η οικονομία δείχνει θωρακισμένη παρά ποτέ οι κίνδυνοι, ιδίως «εξωτερικής» προέλευσης, δεν εκλείπουν.
Κυρίως, καθώς οι γεωπολιτικές εξελίξεις και ανατροπές των τελευταίων εβδομάδων είναι πυκνές. Σημείο καμπής οι αμερικανικές εκλογές και η νίκη Τραμπ. «Αφετηρία» για τον επαναπροσδιορισμό της στάσης και της στρατηγικής των μεγάλων «παικτών» στο διεθνές σκηνικό, πρωτίστως σε ό,τι αφορά τις οικονομικές και εμπορικές σχέσεις, αλλά και στον ενεργειακό χάρτη που αναμένεται να αναδιαμορφωθεί ξανά, μετά τις νέες ανακατατάξεις στη Μέση Ανατολή και στο ουκρανικό «μέτωπο».
Την ίδια ώρα, η Ευρωζώνη κυριαρχείται από την διπλή κρίση, οικονομική, αλλά και πολιτική, που βιώνουν οι δυο μεγαλύτερες χώρες/οικονομίες της, Γερμανία και Γαλλία. Κρίση με ισχυρό βάθος χρόνου, καθώς ούτε στο Βερολίνο ούτε στο Παρίσι αναμένεται το πολιτικό σκηνικό να σταθεροποιηθεί σύντομα. Στη Γερμανία, μετά την κατάρρευσή της τριμερούς κυβέρνησης Σολτς, οι πρόωρες εκλογές έχουν προσδιοριστεί για τις 23 Φεβρουαρίου. Με βάση τα δημοσκοπικά δεδομένα, τις πρόνοιες του εκλογικού συστήματος και τα πολιτικά έθιμα της χώρας, δεν αναμένεται νέα κυβέρνηση, λογικά του «μεγάλου συνασπισμού» (CDU/CSU, SPD) υπό τον Χριστιανοδημοκράτη ηγέτη Φρίντριχ Μερτς, πριν τον Μάιο. Παράλληλα, η κυβέρνηση Μπαϊρού θα δίνει στο Παρίσι συνεχώς «μάχη επιβίωσης». Με σχεδόν βέβαιη την πτώση της, όταν συμπληρωθεί το 12μηνο από τη διενέργεια των προηγούμενων (πρόωρων) βουλευτικών εκλογών (7 Ιουλίου).
Σε τέσσερα επίπεδα
Η γερμανική και η γαλλική κρίση μπορούν δυνητικά να επηρεάσουν την ελληνική οικονομία σε τέσσερα επίπεδα: τουρισμός, ελληνικές εξαγωγές, επενδύσεις, πρόκληση ευρύτερης αναταραχής στην Ευρωζώνη. Πλην της τελευταίας περίπτωσης, όπου υπεισέρχονται πολλοί και αστάθμητοι παράγοντες, στα άλλα τρία επίπεδα εκτιμάται πως οι όποιες συνέπειες μπορούν να ελεγχθούν. Ήδη ελέγχονται. «Παρακολουθούμε την κατάσταση», ανέφερε πρόσφατα ο υπουργός Οικονομικών Κωστής Χατζηδάκης για τη Γαλλία, σημειώνοντας ότι με την αναταραχή στις ευρωπαϊκές οικονομίες ενδέχεται να επηρεαστούν οι εξαγωγές μας, αλλά και ο τουρισμός. Ενώ ο διοικητής της Τραπέζης της Ελλάδος Γιάννης Στουρνάρας, ελπίζει ότι θα παρθούν τα κατάλληλα δημοσιονομικά μέτρα στη Γαλλία, που συνιστά το πιο σημαντικό σημερινό πρόβλημα της.
Ο γαλλογερμανικός άξονας κλυδωνίζεται, όμως Γερμανία και Γαλλία δεν βιώνουν την ίδια κρίση. Για τη γερμανική οικονομία οι «τίτλοι» της είναι εγκλωβισμός σε τέλμα, αποβιομηχάνιση, εμμονή στην ανελαστική δημοσιονομική «ορθοδοξία», έλλειμμα μεταρρυθμίσεων, γραφειοκρατικός εγκλωβισμός, όπως και υψηλή φορολογία, άρα μη φιλικό επιχειρηματικό περιβάλλον, υστέρηση σε επενδύσεις. Για τη γαλλική οι αντίστοιχες «επικεφαλίδες» αφορούν περισσότερο δημοσιονομική εκτράχυνση, αύξηση χρέους και ελλειμμάτων, αλλά και τη μειωμένη ανταγωνιστικότητα των επιχειρήσεων.
Τα αρνητικά σημάδια είχαν εμφανιστεί προ πολλού για τη γερμανική οικονομία. Εδώ και 6 χρόνια αναπτύσσεται με τον μικρότερο ρυθμό μεταξύ των χωρών της G7. Η πανδημία και ο πόλεμος στην Ουκρανία, με τις επάλληλες κρίσεις που ακολούθησαν, ενεργειακή, πληθωριστική, επιτοκιακή, επιδείνωσαν μια ήδη θολή εικόνα για το γερμανικό αναπτυξιακό μοντέλο. Με σημαντική μείωση των εξαγωγών και τον μεταποιητικό τομέα να έχει καθηλωθεί σε ύφεση από τριετίας. Όλα αυτά στο φόντο της παραμέλησης των υποδομών και της υστέρησης στην καινοτομία που επέφερε η πολύχρονη εμμονή με τα μηδενικά ελλείμματα (και άρα η δραματική συρρίκνωση των δημοσίων επενδύσεων) και το «φρένο χρέους».
Έτσι η γερμανική οικονομία αναμένεται να συρρικνωθεί κατά 0,1%-0,2% το 2024, για δεύτερη συνεχή χρονιά, ενώ η γαλλική διατηρείται οριακά «στον αφρό». Η Γαλλία θα έχει φέτος ανάπτυξη γύρω στο 1%, όμως το δημόσιο χρέος της ανέρχεται στα 3,2 τρισ. ευρώ, από τα υψηλότερα παγκοσμίως. Το δημοσιονομικό έλλειμμα εκτιμάται στο 6,1% του ΑΕΠ, έναντι 4% της αρχικής πρόβλεψης, ξεπερνώντας το επιτρεπτό όριο του 3% που θέτει η ΕΕ. Η απόρριψη του προϋπολογισμού μεγεθύνει τον κίνδυνο αύξησής του στο 7%. Το κόστος δανεισμού της σε σχέση με την Γερμανία που αποτελεί ακόμη την οικονομία αναφοράς της Ευρώπης, έχει αυξηθεί σημαντικά από τον Απρίλιο. Το spread «σκαρφάλωσε» πριν την πτώση της κυβέρνησης Μπαρνιέ στις 90 μονάδες βάσης. Τούτο, καθιστά τη Γαλλία ολοένα και λιγότερο ανταγωνιστική. Επιπλέον, έχει κι αυτή υψηλούς φορολογικούς συντελεστές για τις επιχειρήσεις, ενώ το κόστος παραγωγής έχει αυξηθεί κατά 25% από το 2019.
Ο τουρισμός
Στο κεφάλαιο του τουρισμού, τα στοιχεία είναι χαρακτηριστικά. Η οικονομική στενότητα στις δυο χώρες, όπως και σε όλη την Ευρώπη, δεν επηρεάζει τη διάθεση των πολιτών για ταξίδια, αλλά τους υποχρεώνει να περιορίσουν τα έξοδά τους. Περισσότεροι τουρίστες/επισκέψεις, αλλά με λιγότερες δαπάνες. Σύμφωνα με το ΙΝΣΕΤΕ, παρά το διετές τέλμα στο οποίο έχει περιπέσει η γερμανική οικονομία, οι αφίξεις Γερμανών τουριστών στην Ελλάδα στο δεκάμηνο του 2024 (Ιανουάριος-Οκτώβριος) αυξήθηκαν εκ νέου εντυπωσιακά, κατά 14,9%, στις 5,219 εκατ., έναντι 4,543 εκατ. στο ίδιο διάστημα πέρυσι. Περίπου 700.000 επισκέπτες παραπάνω. Ενώ τα έσοδα από τους Γερμανούς τουρίστες, έφτασαν στο δεκάμηνο στα 3,609 δισ. ευρώ, έναντι 3,472 δισ. πέρυσι (+3,9%). Η διαφορά αποδίδεται, πολύ απλά, στο ότι οι Γερμανοί επισκέπτες μπορεί να ήταν αισθητά περισσότεροι φέτος, αλλά περιέκοψαν σημαντικά τα έξοδά τους. Ανά άφιξη/επισκέπτη, ξόδεψαν φέτος 691,51 ευρώ έναντι 764,47 ευρώ πέρυσι, δηλαδή 73 ευρώ λιγότερα. Υπόψη ότι η γερμανική τουριστική “δεξαμενή” διατηρεί την πρωτιά τόσο σε αφίξεις (με μερίδιο 14,9% επί του συνόλου) όσο και σε δαπάνες στην Ελλάδα, με 2η τη βρετανική.
Γαλλική… υποχώρηση
Αντιθέτως, από τη γαλλική τουριστική αγορά υπάρχει ζημιά. Γιατί στο δεκάμηνο μπορεί να ήρθαν κατά 7,3% περισσότεροι Γάλλοι τουρίστες στη χώρα μας, -διόλου ευκαταφρόνητη αύξηση- συγκεκριμένα 1,912 εκατομμύρια έναντι 1,782 εκατ. στο αντίστοιχο διάστημα πέρυσι., όμως ξόδεψαν 10,0% λιγότερα χρήματα. Από 1,4 δισ. ευρώ πέρυσι, 1,261 δισ. φέτος, δηλαδή 150 εκατ. λιγότερα. Η μέση δαπάνη ανά Γάλλο τουρίστα μειώθηκε έτσι από 785,63 ευρώ πέρυσι στα 659,51 ευρώ φέτος, δηλαδή 126 ευρώ λιγότερα. Έτσι, η Γαλλία υποχωρεί προσώρας φέτος στην 4η θέση (από την 3η) όσον αφορά τις τουριστικές δαπάνες στην Ελλάδα. Την ξεπέρασαν αισθητά οι ΗΠΑ (+10,1%, 1,416 δισ. ευρώ), ενώ και η Ιταλία (+15,7%, 1,204 δισ. ευρώ) ακολουθεί σε απόσταση αναπνοής.
Άρα η αρνητική επίπτωση είναι δεδομένη στην περίπτωση της Γαλλίας. Οι οικονομικές δυσκολίες των πολιτών στις δυο χώρες (όπως και σε άλλες) μείωσαν το διαθέσιμο για διακοπές εισόδημα, παρότι η τάση στις αφίξεις παρέμεινε ανοδική. Εντυπωσιακό στοιχείο και το ότι οι αφίξεις και εισπράξεις «φρέναραν» στο πιο απαιτητικό διάστημα της χρονιάς (Ιούλιος-Αύγουστος).
«Αντίδοτο» φυσικά, στη ζημιά μπορούν να αποτελέσουν τα αυξημένα έσοδα από άλλες τουριστικές αγορές. Δεσπόζουσα θέση εδώ, έχουν οι ΗΠΑ. Από τον Ιανουάριο μέχρι και τον Οκτώβριο φέτος, οι 1,416 εκατομμύρια Αμερικανοί τουρίστες που επισκέφθηκαν την Ελλάδα δαπάνησαν 1,369 δισ. ευρώ. Κατά μέσο όρο δηλαδή, από 966,80 ευρώ έκαστος. Οι πλέον «γαλαντόμοι». Η δαπάνη ανήλθε σε 275 ευρώ παραπάνω από τον αντίστοιχο Γερμανό και 307 ευρώ από τον Γάλλο. Εντυπωσιακές διαφορές. Μεγέθη που εμφανίστηκαν μάλιστα αυξανόμενα σε σχέση με πέρυσι και στο επίμαχο διάστημα, Ιουλίου-Αυγούστου.
Οι εξαγωγές
Η κρίση στις δυο κορυφαίες ευρωπαϊκές οικονομίες ενδεχομένως να επηρεάσει τις ελληνικές εξαγωγές. Η Γερμανία είναι η τρίτη μεγαλύτερη αγορά για τα ελληνικά προϊόντα, μετά τις Ιταλία και Βουλγαρία. Το 2023 οι εξαγωγές ελληνικών προϊόντων στη Γερμανία έφτασαν τα 3,3 δισ. ευρώ (6,6% των συνολικών εξαγωγών), αυξημένες κατά 5,3% έναντι του 2022. Όμως, τίποτα δεν είναι δεδομένο για το μέλλον. Με βάση τα προσωρινά στοιχεία της Ομοσπονδιακής Στατιστικής Υπηρεσίας (Destatis), οι γενικότερες εισαγωγές της Γερμανίας Ιανουαρίου-Ιουλίου μειώθηκαν κατά 5,1% σε σχέση με το αντίστοιχο περυσινό διάστημα.
Σύμφωνα με τους ελληνικούς εξαγωγικούς φορείς, τα προϊόντα μας βρίσκονται στα ράφια των γερμανικών αλυσίδων, σε μεγαλύτερο βαθμό από κάθε άλλη χώρα της ΕΕ. Αλλά δεν υπάρχει αυτή την ώρα κάποια ασφαλής πρόβλεψη για το αν και κατά πόσο μια παράταση της κρίσης της γερμανικής οικονομίας θα βλάψει τις ελληνικές εξαγωγές και σε τι βαθμό.
Αντίστοιχα, το 3,59% των ελληνικών εξαγωγών (1,776 δισ. ευρώ) κατευθύνεται στη Γαλλία, με το διμερές εμπόριο να φτάνει τα 5,27 δισ. ευρώ πέρυσι, σημειώνοντας αύξηση 6,7% σε σχέση με το 2022. Η Γαλλία ήταν ο 10ος σημαντικότερος αποδέκτης των ελληνικών προϊόντων. Ωστόσο, αρκετά ελληνικά προϊόντα παρουσιάζουν ακόμη σχετικά μικρή διείσδυση στην γαλλική αγορά, λόγω του έντονου ανταγωνισμού που αντιμετωπίζουν.
Οι επενδύσεις
Η επιβράδυνση των δυο οικονομιών επηρεάζει τα επενδυτικά σχέδια των εξωστρεφών επιχειρήσεων τους. Προς το παρόν, επιπτώσεις για την Ελλάδα δεν έχουν γίνει αντιληπτές. Στη χώρα μας δραστηριοποιούνται πλήθος θυγατρικών εταιρειών γερμανικών και γαλλικών ομίλων και επιχειρήσεων, μικτές επιχειρήσεις ή κοινοπραξίες με αντίστοιχες ελληνικές, με δραστηριοποίηση κυρίως σε βιομηχανία, ενέργεια, δημόσια έργα, μεταφορές, ασφαλιστικές υπηρεσίες, τουρισμό, δίκτυα διανομής κ.α.
Βάσει στοιχείων από τη Γερμανική Ομοσπονδιακή Κεντρική Τράπεζα, στην Ελλάδα δραστηριοποιούνται πάνω από 120 μεγάλες γερμανικές επιχειρήσεις. Η λίστα με τους ισχυρότερους επιχειρηματικούς ομίλους της Γερμανίας περιλαμβάνει, μεταξύ άλλων, τις Deutsche Telekom -βασικό μέτοχο του ΟΤΕ-, Siemens, Boehringer Ingelheim, Robert Bosch, Allianz, Lidl, εταιρείες οι οποίες συνεχίζουν την επενδυτική τους παρουσία στη χώρα μας και θα επιμείνουν ανάλογα τα επόμενα χρόνια. Μένει βεβαίως να επιβεβαιωθεί.
Οι γερμανικές άμεσες ξένες επενδύσεις (ΑΞΕ) στην χώρα μας σύμφωνα με το ΙΟΒΕ, έφτασαν συνολικά στα 7,7 δισ. ευρώ το 2022 (το 16,2% του συνόλου) και στην 2η θέση πίσω από το Λουξεμβούργο. Οι δε επιχειρήσεις-μέλη του Ελληνογερμανικού Εμπορικού και Βιομηχανικού Επιμελητηρίου συνεισέφεραν το 2022 στο ελληνικό ΑΕΠ 7,8 δισ. ευρώ (3,8% του ΑΕΠ).
Η Γαλλία συγκαταλέγεται παραδοσιακά μεταξύ των χωρών που επιδεικνύουν έντονο επενδυτικό ενδιαφέρον για την ελληνική αγορά. Σύμφωνα με τα στοιχεία της Τραπέζης της Ελλάδος, το 2022 το απόθεμα γαλλικών ΑΞΕ ανήλθε σε 1,071 δισ. ευρώ, αυξημένο 16% και καταλαμβάνοντας την 4η θέση πίσω από Ολλανδία, Γερμανία και Λουξεμβούργο, με μερίδιο 8,06% επί του συνόλου των ΑΞΕ στη χώρα μας. Σύμφωνα με τα πλέον πρόσφατα διαθέσιμα στοιχεία του γαλλικού Υπουργείου Οικονομικών, η Γαλλία αποτελεί τον 9ο μεγαλύτερο επενδυτή στην Ελλάδα. Σε μια μεγάλη γκάμα τομέων εταιρείες-κολοσσοί όπως Vinci, Alstom, Nexans, Lafarge, Sanofi-Aventis, Danone, Akuo SA, EDF, Total κ.α. επενδύουν στην Ελλάδα. Ωστόσο, μία στις δύο γαλλικές επιχειρήσεις προτίθενται να παγώσουν τα επενδυτικά τους σχέδια, καθώς ανησυχούν για ενδεχόμενες φορολογικές αλλαγές.
Ευρωπαϊκή αναστάτωση
Το ενδεχόμενο γενικότερης αναστάτωσης στην Ευρωζώνη με έμμεσες επιπτώσεις στις χώρες-μέλη της, στην περίπτωση που η κρίση σε Γερμανία και Γαλλία οξυνθεί και παραταθεί χρονικά, δεν μπορεί να αποκλειστεί, αν και προσώρας είναι ακραίο σενάριο. Ούτως ή άλλως, συνολικά η Ευρωζώνη κινείται σε χλιαρούς ρυθμούς ανάπτυξης και μειωμένης ανταγωνιστικότητας στο παγκόσμιο τερέν, αλλά και χωρίς επεξεργασμένο σχέδιο αντίδρασης, άρα ακόμα πιο ευάλωτη, στην αναμενόμενη, -άγνωστης έκτασης και έντασης-, επέλαση της νέας πολιτικής Τραμπ.
Οι οιωνοί για την νέα χρονιά είναι αμφίσημοι. Η Ευρωζώνη ακόμη ψάχνει βηματισμό και απαντήσεις μπροστά στο σκηνικό που αναμένεται να διαμορφωθεί μετά τις 20 Ιανουαρίου και με τον γαλλογερμανικό άξονα αποδυναμωμένο. Η ΕΚΤ προειδοποιεί για πολλαπλούς κινδύνους αστάθειας ενόψει του 2025 με αυξημένα τρωτά σημεία χρηματοπιστωτικής σταθερότητας, και τις προοπτικές να θολώνουν από την αυξημένη μακροοικονομική, γεωπολιτική και εμπορική αβεβαιότητα.
Ενώ η ευρωπαϊκή επιχειρηματικότητα αντιδρά σπασμωδικά. Με την ανακοίνωση προληπτικών απολύσεων, πάγωμα επενδύσεων, συγκέντρωση ρευστότητας/κεφαλαίων και σε αρκετές περιπτώσεις με αλλαγή έδρας. Εκρηκτικό καρέ, ενεργοποιώντας το ντόμινο ανεργίας, τη μείωση ζήτησης/παραγωγής, την περιοριστική εισοδηματική τακτική, τη συρρίκνωση του κοινωνικού κράτους και πολλών άλλων, που αναμφίβολα έχουν έντονο κοινωνικό αποτύπωμα.
Σε ό,τι αφορά την Ελλάδα, αν και μικρή συγκριτικά οικονομία, θα επηρεαστεί από μια ευρύτερη αναταραχή στην Ευρωζώνη. Είναι βέβαιο πως τα «απόνερα» από το κατέβασμα του μοχλού σε επιχειρήσεις εντάσεως εργασίας θα φτάσουν και στην περιφέρεια της Ευρώπης. Αλλά και μόνο τυχαίο δεν είναι, για το επίπεδο θωράκισης της χώρας μας, το ότι οι Financial Times την χαρακτήρισαν πρόσφατα ως παράδειγμα προς μίμηση για τις Γαλλία και Γερμανία, Ιδίως αναφορικά με τις σημαντικές μεταρρυθμίσεις που υλοποιεί στην οικονομία. Ενώ συγχρόνως, συνεχή είναι και τα αισιόδοξα επενδυτικά μηνύματα για τη χώρα μας από τις ΗΠΑ.
Διαβάστε ακόμη
Πλειστηριασμοί: Έρχονται σφυριά με… άρωμα θάλασσας και πλούσια ιστορία (pics)
Μισθοί: Ποιοι περιμένουν αύξηση αποδοχών το 2025
Για όλες τις υπόλοιπες ειδήσεις της επικαιρότητας μπορείτε να επισκεφτείτε το Πρώτο Θέμα