Καμπανάκι για επίσπευση των μεταρρυθμίσεων και των ιδιωτικοποιήσεις, βελτίωση της ποιότητας των ανεξάρτητων θεσμών, αντιμετώπιση των κόκκινων δανείων, υιοθέτηση φιλικότερης στην ανάπτυξη δημοσιονομικής πολιτικής, σταδιακή άρση των capital controls και τέλος αντιμετώπιση του πολύ υψηλού δημόσιου χρέους, κρούει ο διοικητής της ΤτΕ. Ο Γ. Στουρνάρας εκτιμά ότι μόνο μέσα απ’ αυτό το δρόμο, όπως τον παρουσίασε σήμερα αναλυτικά στην εκδήλωση της Ένωσης Ελληνων Εφοπλιστών, η ελληνική οικονομία μπορεί να αλλάξει σελίδα,

Ο διοικητής της ΤτΕ είχε και μία προτροπή προς την ελληνική κυβέρνηση αλλά και τους εταίρους: οι ελληνικές αρχές πρέπει να ολοκληρώσουν εγκαίρως και την τέταρτη (και τελευταία) αξιολόγηση, ούτως ώστε να βελτιωθεί σημαντικά η πιστοληπτική ικανότητας της χώρας «για να μπορέσει η Ελλάδα να αντλήσει χρηματοδότηση από τις χρηματοπιστωτικές αγορές με διατηρήσιμους όρους μετά τη λήξη του τρέχοντος προγράμματος τον Αύγουστο του 2018». Επίσης «οι Ευρωπαίοι εταίροι μας, πέρα από την εξειδίκευση των μεσοπρόθεσμων μέτρων αναδιάρθρωσης του χρέους, η οποία θα επιτρέψει την αναχρηματοδότηση του δημόσιου χρέους από τις αγορές με όρους βιωσιμότητας, θα πρέπει, σε συνεργασία με τις ελληνικές αρχές, να αποσαφηνίσουν τη μορφή της στήριξης της ελληνικής οικονομίας μετά την ολοκλήρωση του τρέχοντος προγράμματος».

Όπως σημειώνει ο κ. Στουρνάρας «όλες οι παραπάνω ενέργειες θα βελτιώσουν το επενδυτικό κλίμα, θα προσελκύσουν εγχώριες και ξένες άμεσες επενδύσεις και θα διευκολύνουν την επιστροφή στη χρηματοπιστωτική κανονικότητα και σε θετικούς ρυθμούς οικονομικής ανάπτυξης μετά από επτά χρόνια θυσιών, ύφεσης και στασιμότητας, που έχουν επιδράσει αρνητικά στην οικονομική και κοινωνική συνοχή».

Ακολουθεί το κείμενο της ομιλίας του διοικητή της ΤτΕ:

Κυρίες και κύριοι,

Χαίρομαι ιδιαίτερα που βρίσκομαι μαζί σας σήμερα, καθώς μάλιστα η φετινή χρονιά έχει ανακηρυχθεί ως «Έτος Ναυτιλίας» για την Ευρωπαϊκή Ένωση και σηματοδοτεί επίσης το πέρασμα της Ένωσης Ελλήνων Εφοπλιστών (ΕΕΕ) στη δεύτερή της εκατονταετία, αφού πέρυσι εορτάστηκαν τα 100 χρόνια της.

Στην παρέμβασή μου αρχικά θα αναφερθώ στις διεθνείς οικονομικές εξελίξεις. Κατόπιν θα περιγράψω τις πρόσφατες εξελίξεις και θα αναλύσω τις προοπτικές της ελληνικής οικονομίας. Στη συνέχεια, θα αναφερθώ στη σημασία της ελληνικής ναυτιλίας και τις προκλήσεις που καλείται να αντιμετωπίσει. Κλείνοντας, θα επισημάνω τις προϋποθέσεις για να παραμείνει η οικονομία σε διατηρήσιμη ανάκαμψη.

1. Το διεθνές περιβάλλον

Η παγκόσμια οικονομία βρίσκεται σε σταθερή ανοδική τροχιά. Οι δείκτες εμπιστοσύνης των επιχειρήσεων και των καταναλωτών υποδηλώνουν ότι το κλίμα παραμένει θετικό, ενώ οι χρηματοπιστωτικές συνθήκες στις προηγμένες οικονομίες παραμένουν υποστηρικτικές, υποβοηθούμενες από διευκολυντικές νομισματικές πολιτικές. Οι χρηματοπιστωτικές αγορές στις αναδυόμενες οικονομίες παραμένουν ανθεκτικές και οι εισροές κεφαλαίων προς αυτές τις οικονομίες είναι ισχυρές. Η ανάκαμψη της οικονομικής δραστηριότητας είναι ευρεία, τόσο γεωγραφικά μεταξύ ανεπτυγμένων και αναδυόμενων οικονομιών όσο και σε όρους σύνθεσης του ΑΕΠ. Το 2017 εκτιμάται ότι θα είναι το πρώτο έτος από το 2010 κατά το οποίο θα παρατηρηθεί συγχρονισμένη ανάπτυξη σε όλες τις μεγάλες οικονομίες. Υπάρχουν επίσης αυξανόμενες ενδείξεις ανάκαμψης των επενδύσεων παγκοσμίως.

Τα προσεχή έτη η παγκόσμια οικονομική δραστηριότητα αναμένεται να παρουσιάσει συγκρατημένη επιτάχυνση. Στη βελτίωση της οικονομικής δραστηριότητας στις προηγμένες οικονομίες συμβάλλουν οι ασκούμενες νομισματικές και δημοσιονομικές πολιτικές. Μεταξύ των αναδυόμενων οικονομιών, η ανάπτυξη αναμένεται να παραμείνει ανθεκτική στις χώρες που εισάγουν βασικά εμπορεύματα, όπως η Κίνα, ενώ στις οικονομίες που είναι εξαγωγείς βασικών εμπορευμάτων η καθοδική πορεία της οικονομικής δραστηριότητας θα ανακοπεί, μετά τη βαθιά ύφεση που παρατηρήθηκε στις χώρες αυτές τα δύο προηγούμενα χρόνια. Το παγκόσμιο εμπόριο ανακάμπτει και μεσοπρόθεσμα προβλέπεται να επεκταθεί, παράλληλα με την άνοδο της παγκόσμιας οικονομικής δραστηριότητας. Σημαντική ώθηση στο διεθνές εμπόριο μπορούν να δώσουν και οι πρόσφατες πολυμερείς ή διμερείς εμπορικές συμφωνίες, όπως η Συμφωνία Διευκόλυνσης του Εμπορίου του Παγκόσμιου Οργανισμού Εμπορίου, καθώς και εκείνη της Ευρωπαϊκής Ένωσης με τον Καναδά.

Ωστόσο, υπάρχουν κίνδυνοι που περιβάλλουν τις βραχυπρόθεσμες προβλέψεις για την παγκόσμια οικονομία, το διεθνές εμπόριο και – συνεπώς – τις μεταφορές διά θαλάσσης. Ειδικότερα, πέρα από τους γεωπολιτικούς παράγοντες, οι υφιστάμενοι κίνδυνοι σχετίζονται με την τάση εμπορικού προστατευτισμού, την επίδραση της σταδιακής ομαλοποίησης της νομισματικής πολιτικής στις διεθνείς χρηματοπιστωτικές συνθήκες, την ενδεχόμενη απότομη διόρθωση των τιμών των περιουσιακών στοιχειών και δη των μετοχών, τη διατηρησιμότητα του ρυθμού ανάπτυξης των αναδυόμενων αγορών (κυρίως της Κίνας) και τις συνέπειες στο εμπόριο από το Brexit. 

 Στη ζώνη του ευρώ η οικονομική μεγέθυνση συνεχίζεται και γίνεται ολοένα πιο ανθεκτική. Η οικονομία της ζώνης του ευρώ καταγράφει θετικούς ρυθμούς ανάπτυξης επί 18 συναπτά τρίμηνα και με βάση τα τελευταία στοιχεία αυτή η δυναμική εκτιμάται ότι θα συνεχιστεί και την προσεχή περίοδο. Η διευκολυντική κατεύθυνση της νομισματικής πολιτικής στηρίζει την εγχώρια ζήτηση. Η αύξηση της απασχόλησης και η ελαφρά αύξηση των αμοιβών των μισθωτών στηρίζουν το διαθέσιμο εισόδημα των νοικοκυριών. Τα παραπάνω, σε συνδυασμό με την προοδευτική αύξηση του πλούτου των νοικοκυριών, ασκούν ευνοϊκή επίδραση στην ιδιωτική κατανάλωση. Η ανάκαμψη των επενδύσεων υποβοηθείται από τη βελτίωση της κερδοφορίας των επιχειρήσεων και από τις πολύ ευνοϊκές συνθήκες χρηματοδότησης. Η εύρωστη εξωτερική ζήτηση στηρίζει τις εξαγωγές της ζώνης του ευρώ, αν και η πρόσφατη ανατίμηση του ευρώ αποτελεί πηγή αβεβαιότητας για τη συνολική συμβολή του εμπορικού ισοζυγίου στην οικονομική ανάπτυξη. 

Ο πληθωρισμός αναμένεται να υποχωρήσει βραχυπρόθεσμα, κυρίως λόγω των επιδράσεων βάσης στις τιμές της ενέργειας. Την προσεχή διετία ο πληθωρισμός αναμένεται να παραμείνει σαφώς κάτω από ένα επίπεδο συμβατό με το στόχο της ΕΚΤ για τον πληθωρισμό. Επιπλέον, οι εξελίξεις του πυρήνα του πληθωρισμού εξακολουθούν να μην παρουσιάζουν πειστικές ενδείξεις μιας διατηρήσιμης ανοδικής τάσης. Για το λόγο αυτό, το Διοικητικό Συμβούλιο της ΕΚΤ, με τον πρόσφατο επανασχεδιασμό και την επέκταση της χρονικής διάρκειας του προγράμματος αγοράς τίτλων ως το Σεπτέμβριο του 2018 ή και μετά, αν κριθεί απαραίτητο, επιβεβαίωσε την ανάγκη διατήρησης της διευκολυντικής κατεύθυνσης της νομισματικής πολιτικής προκειμένου να εξασφαλιστεί διατηρήσιμη επάνοδος των ρυθμών πληθωρισμού σε επίπεδα κάτω αλλά πλησίον του 2%.

2. Εξελίξεις και προοπτικές της ελληνικής οικονομίας

Από την αρχή της κρίσης χρέους, το 2010, η Ελλάδα εφάρμοσε ένα πρόγραμμα οικονομικής προσαρμογής, που οδήγησε στην εξάλειψη του δημοσιονομικού ελλείμματος και του ελλείμματος του εξωτερικού ισοζυγίου, καθώς και στη βελτίωση της διεθνούς ανταγωνιστικότητας ειδικά ως προς το κόστος εργασίας.

Παράλληλα, εφαρμόστηκε ένα  απαιτητικό πρόγραμμα μεταρρυθμίσεων στο Ασφαλιστικό, στην Υγεία, στις αγορές εργασίας και προϊόντων, στο επιχειρηματικό περιβάλλον, στη δημόσια διοίκηση, στο φορολογικό σύστημα και στο δημοσιονομικό πλαίσιο. Η υλοποίησή του, παράλληλα με το πρόγραμμα ιδιωτικοποιήσεων και αξιοποίησης της δημόσιας περιουσίας, βρίσκεται σε εξέλιξη. Σύμφωνα με πρόσφατη έκθεση του Συμβουλίου της Λισσαβώνας (EuroPlus Monitor, September 2017 Update), η Ελλάδα κατατάσσεται στην πρώτη θέση μεταξύ των 28 χωρών της Ευρωπαϊκής Ένωσης με βάση το Δείκτη Προώθησης Μεταρρυθμίσεων (Adjustment Progress Indicator). Επιπλέον, σύμφωνα με το δείκτη «ευχέρειας του επιχειρείν», που καταρτίζει η Παγκόσμια Τράπεζα, σχετικά με τους όρους ίδρυσης μιας επιχείρησης, η θέση της Ελλάδας έχει βελτιωθεί σημαντικά μεταξύ 2011 και 2017 (από 148η το 2011 σε 37η το 2017), αλλά υπάρχουν ακόμη μεγάλα περιθώρια βελτίωσης.

Ως αποτέλεσμα αυτών των προσπαθειών, έχει αυξηθεί σημαντικά η εξωστρέφεια της οικονομίας και έχει ήδη αρχίσει η αναδιάρθρωσή της υπέρ κλάδων παραγωγής εμπορεύσιμων αγαθών και υπηρεσιών με εξαγωγικό προσανατολισμό.

Ειδικότερα, το μερίδιο των συνολικών εξαγωγών στο ΑΕΠ αυξήθηκε από 19,0% το 2009 σε 30,2% το 2016, ενώ, μεταξύ 2010 και 2016, οι σχετικές τιμές των εμπορεύσιμων αγαθών και υπηρεσιών έναντι των μη εμπορεύσιμων αυξήθηκαν κατά περίπου 9%. Ως εκ τούτου, το σχετικό μέγεθος του τομέα των εμπορεύσιμων, μετρούμενο βάσει της ακαθάριστης προστιθέμενης αξίας του συνόλου της οικονομίας, αυξήθηκε κατά περίπου 11% σε σταθερές τιμές και κατά περίπου 21% σε τρέχουσες τιμές, ενώ σε όρους απασχόλησης αυξήθηκε κατά περίπου 7%.

Παράλληλα, παρά τις όποιες αστοχίες και τα αντιφατικά μηνύματα, υπάρχουν ενθαρρυντικές ενδείξεις και όσον αφορά τις ξένες άμεσες επενδύσεις. Οι εισροές ξένων άμεσων επενδύσεων έφθασαν περίπου τα 2,8 δισεκ. ευρώ το 2016 (1,6% του ΑΕΠ). Πρόκειται για την υψηλότερη εισροή ξένων άμεσων επενδύσεων που καταγράφεται από το 2010 και κατευθύνθηκε κυρίως στους τομείς των υπηρεσιών (π.χ. ξενοδοχεία και εστιατόρια, μεταφορές, χρηματοπιστωτική διαμεσολάβηση και υπηρεσίες σχετικές με ακίνητα). Την περίοδο Ιανουαρίου-Σεπτεμβρίου 2017 η συνολική εισροή ανέρχεται ήδη σε 3,0 δισεκ. ευρώ. Το μεγαλύτερο μέρος των εισροών ξένων άμεσων επενδύσεων συνέχισε να κατευθύνεται κυρίως, όπως και το 2016, στους τομείς των υπηρεσιών. Οι αυξημένες εισροές ξένων άμεσων επενδύσεων δείχνουν ότι μεγάλοι ξένοι επενδυτές διαβλέπουν θετικές προοπτικές για την ελληνική οικονομία.

Επιπλέον, χάρη στη σημαντική ανακεφαλαιοποίηση που πραγματοποιήθηκε μετά από αυστηρές ασκήσεις προσομοίωσης ακραίων καταστάσεων και εις βάθος αξιολογήσεις της ποιότητας των στοιχείων ενεργητικού των τραπεζών, οι ελληνικές τράπεζες κατατάσσονται στις πρώτες θέσεις της Ευρώπης όσον αφορά την κεφαλαιακή τους επάρκεια. Το γεγονός αυτό, σε συνδυασμό με το δείκτη κάλυψης των μη εξυπηρετούμενων ανοιγμάτων από προβλέψεις που ανέρχεται σε 47% και με τη σχετικά υψηλή ποιότητα των εξασφαλίσεων που διαθέτουν, θα βοηθήσει σημαντικά τις τράπεζες να αντιμετωπίσουν το πιεστικό ζήτημα του υψηλού αποθέματος μη εξυπηρετούμενων δανείων. Επιπλέον, έχουν θεσπιστεί ή δρομολογηθεί σημαντικές θεσμικές μεταρρυθμίσεις, όπως η δημιουργία δευτερογενούς αγοράς για τα μη εξυπηρετούμενα δάνεια, ο εξωδικαστικός μηχανισμός και οι ηλεκτρονικοί πλειστηριασμοί, με στόχο οι τράπεζες να διαθέτουν μια ποικιλία εργαλείων για τη μείωση των μη εξυπηρετούμενων δανείων. Σύμφωνα με τα εισερχόμενα στοιχεία, από την αρχή του έτους σημειώθηκε πρόοδος στον τομέα των μη εξυπηρετούμενων ανοιγμάτων (ΜΕΑ) των τραπεζών. Στο τέλος Ιουνίου του 2017, το απόθεμα των ΜΕΑ (συμπεριλαμβανομένων των στοιχείων εκτός ισολογισμού) ήταν κατά 3,2% χαμηλότερο από ό,τι στο τέλος Δεκεμβρίου του 2016.

2.1 Οι προοπτικές της ελληνικής οικονομίας

Η οικονομική ανάκαμψη συνεχίζεται και η ανάπτυξη επιταχύνεται μετά την ολοκλήρωση της δεύτερης αξιολόγησης και τις θετικές επιδράσεις που είχε στην εμπιστοσύνη και τη ρευστότητα. Η δε επίτευξη τεχνικής συμφωνίας (Staff Level Agreement) για την τρίτη αξιολόγηση το προηγούμενο Σάββατο αναμένεται να έχει περαιτέρω θετικές επιδράσεις. H θετική πορεία της οικονομίας αντικατοπτρίζεται όχι μόνο στα στοιχεία του ΑΕΠ, αλλά και σε μια σειρά από σημαντικούς δείκτες οικονομικής δραστηριότητας, όπως η βιομηχανική παραγωγή, οι λιανικές πωλήσεις, οι ροές εξαρτημένης απασχόλησης στον ιδιωτικό τομέα, οι εξαγωγές αγαθών και υπηρεσιών, καθώς και σε δείκτες προσδοκιών όπως ο δείκτης PMI στη βιομηχανία και ο δείκτης οικονομικού κλίματος. Ειδικά όσον αφορά τις εξαγωγές, την περίοδο Ιανουαρίου – Σεπτεμβρίου 2017:

– οι εξαγωγές αγαθών σε πραγματικούς όρους αυξήθηκαν κατά 3,5% σε ετήσια βάση, ενώ

– οι εισπράξεις από τον τουρισμό και τη ναυτιλία αυξήθηκαν σε ονομαστικούς όρους κατά 10,3% και 22,1%, αντίστοιχα.

Οι βελτιωμένες προοπτικές για την οικονομία ενίσχυσαν το οικονομικό κλίμα, οδήγησαν σε αύξηση των τραπεζικών καταθέσεων, σε επιβράδυνση του αρνητικού ρυθμού μεταβολής της τραπεζικής χρηματοδότησης προς τον μη-χρηματοπιστωτικό ιδιωτικό τομέα, σε αναβάθμιση της πιστοληπτικής ικανότητας της Ελλάδας και σε διαδοχικές μειώσεις της εξάρτησης των τραπεζών από τη χρηματοδότηση από την κεντρική τράπεζα. Το ανώτατο όριο χρηματοδότησης μέσω του μηχανισμού έκτακτης ενίσχυσης σε ρευστότητα προς τις ελληνικές τράπεζες (ELA) ανέρχεται σήμερα στα 25,8 δισεκ. ευρώ, από 90 δισεκ. ευρώ τον Ιούλιο του 2015. Επιπλέον, οι αποδόσεις των ομολόγων του Ελληνικού Δημοσίου μειώθηκαν στα επίπεδα του τέλους του 2009, γεγονός που επέτρεψε στο Ελληνικό Δημόσιο να επιστρέψει στις διεθνείς αγορές, μετά από μία τριετία, στις 25 Ιουλίου 2017.

Επίσης, ο ΟΔΔΗΧ διενήργησε ανταλλαγή των είκοσι ομολόγων που είχαν εκδοθεί στο πλαίσιο του PSI, λήξης από το 2023 έως το 2042, ύψους 29,7 δισεκ. ευρώ με πέντε νέα ομόλογα σταθερού κουπονιού που λήγουν σε 5 έως και 25 έτη, με στόχο την υψηλότερη εμπορευσιμότητα και ομαλοποίηση της καμπύλης επιτοκίων, προκειμένου να διευκολυνθεί η νέα έξοδος της χώρας στις διεθνείς αγορές.

Παράλληλα, η κλίση της καμπύλης αποδόσεων αυξήθηκε, γεγονός που αποτυπώνει τις βελτιωμένες εκτιμήσεις των επενδυτών για τις προοπτικές της ελληνικής οικονομίας. Οι αποδόσεις των εταιρικών ομολόγων έχουν επίσης μειωθεί σε ιστορικώς χαμηλά επίπεδα, ενώ και οι ελληνικές τράπεζες επέστρεψαν στις διεθνείς χρηματοπιστωτικές αγορές, πραγματοποιώντας εκδόσεις καλυμμένων ομολογιών.

Τα παραπάνω στοιχεία συντείνουν στην εκτίμηση ότι η ανάκαμψη θα επιταχυνθεί τους ερχόμενους μήνες. Συνολικά για το 2017 αναμένεται η επιστροφή της οικονομίας σε θετικούς, αν και σχετικά χαμηλούς, ρυθμούς ανάπτυξης. Η ανάκαμψη της οικονομίας αποδίδεται κατά κύριο λόγο στις εξαγωγές αγαθών και υπηρεσιών, καθώς και στη συνεχιζόμενη άνοδο της βιομηχανικής παραγωγής, λόγω της εξωτερικής ζήτησης, που συμβάλλει στη δημιουργία νέων θέσεων απασχόλησης.

Οι εξαγωγές αγαθών βρίσκονται σε ισχυρή ανοδική τάση από το 2014, ως αποτέλεσμα της βελτίωσης της διεθνούς ανταγωνιστικότητας της οικονομίας.

Σε ότι αφορά τις εξαγωγές υπηρεσιών, η αύξησή τους για το 2017 αποδίδεται στην άνοδο των τουριστικών εισπράξεων, αλλά και στην αύξηση των εσόδων από τη ναυτιλία, ως αποτέλεσμα τόσο της ανάκαμψης του εμπορίου και των διεθνών ναυτιλιακών μεταφορών όσο και του γεγονότος ότι οι επιπτώσεις από τους κεφαλαιακούς περιορισμούς έχουν σταθεροποιηθεί.

Ο ρυθμός ανάπτυξης αναμένεται να επιταχυνθεί το 2018 και το 2019, με τη συμβολή της ιδιωτικής κατανάλωσης και των επενδύσεων να είναι καθοριστική.

Η κατανάλωση αναμένεται να ανακάμψει, ωθούμενη κυρίως από την αύξηση του πραγματικού διαθέσιμου εισοδήματος των νοικοκυριών λόγω της ανόδου της απασχόλησης.

Η συμβολή των επενδύσεων αναμένεται θετική, κυρίως λόγω της αύξησης των επιχειρηματικών επενδύσεων, η οποία αντανακλά τη σταδιακή αποκατάσταση της εμπιστοσύνης και της ρευστότητας του χρηματοπιστωτικού συστήματος και την επιτάχυνση των ιδιωτικοποιήσεων.

Οι εξαγωγές αναμένεται να διατηρήσουν τη δυναμική τους, αντανακλώντας την άνοδο της εξωτερικής ζήτησης και την αποκατάσταση της διεθνούς ανταγωνιστικότητας της χώρας.

Η απασχόληση αναμένεται να αυξηθεί, συμβαδίζοντας με την πορεία της οικονομικής δραστηριότητας. Οι ευνοϊκές προοπτικές για την απασχόληση, και ιδιαίτερα για τη μισθωτή απασχόληση, υποστηρίζονται κυρίως από τη θετική πορεία της μεταποίησης και του τουριστικού κλάδου, το χαμηλό μισθολογικό κόστος, και την ευελιξία που παρέχει το θεσμικό πλαίσιο ως προς τις μορφές απασχόλησης.

Οι προβλέψεις αυτές βασίζονται στην παραδοχή ότι το πρόγραμμα μεταρρυθμίσεων και αποκρατικοποιήσεων θα υλοποιηθεί ομαλά και σύμφωνα με το καθορισμένο χρονοδιάγραμμα.

2.2. Κίνδυνοι και προκλήσεις

Ωστόσο, παρά τις θετικές προβλέψεις για τη μελλοντική πορεία της οικονομίας εξακολουθούν να υπάρχουν κίνδυνοι που θα πρέπει να αντιμετωπιστούν. Οι βασικότεροι εσωτερικοί κίνδυνοι είναι:

– τυχόν καθυστερήσεις στην υλοποίηση των μέτρων που μόλις συμφωνήθηκαν στο πλαίσιο της τρίτης αξιολόγησης,

– τυχόν καθυστερήσεις στην τέταρτη (και τελευταία) αξιολόγηση που σηματοδοτεί το τέλος του Προγράμματος,

– η μεγαλύτερη του αναμενομένου αρνητική επίδραση των υψηλών φορολογικών συντελεστών στην οικονομική δραστηριότητα, καθώς και

– η αβεβαιότητα σχετικά με τις συνθήκες χρηματοδότησης του Ελληνικού Δημοσίου μετά τη λήξη του προγράμματος.

Υπάρχουν όμως και εξωτερικοί κίνδυνοι  που συνδέονται με τις εξελίξεις στις παγκόσμιες χρηματοπιστωτικές αγορές και με γεωπολιτικούς παράγοντες, όπως, για παράδειγμα, το μεταναστευτικό πρόβλημα.

Παράλληλα, η μακρόχρονη οικονομική κρίση έχει αναδείξει ορισμένες προκλήσεις που θα πρέπει να αντιμετωπιστούν σε μεσοπρόθεσμο ορίζοντα, προκειμένου η ελληνική οικονομία να επιστρέψει σε διατηρήσιμη ανάπτυξη. Οι προκλήσεις αυτές είναι:

– Η υψηλή και επίμονη μακροχρόνια ανεργία 

– Το υψηλό απόθεμα μη εξυπηρετούμενων δανείων

– Η υστέρηση των επενδύσεων

– Το πολύ υψηλό δημόσιο χρέος.

Οι προκλήσεις αυτές πρέπει να αντιμετωπιστούν προκειμένου να διασφαλιστεί η κοινωνική συνοχή, να διατηρηθεί το υψηλό επίπεδο του ανθρώπινου δυναμικού της χώρας, να διευκολυνθούν η χρηματοδότηση της ελληνικής οικονομίας, η επιχειρηματικότητα και η προσέλκυση ξένων άμεσων επενδύσεων καθώς και να ενισχυθεί ο μεσομακροπρόθεσμος δυνητικός ρυθμός ανάπτυξης της ελληνικής οικονομίας.

3. Η σημασία της ναυτιλίας στην ελληνική οικονομία

Η ελληνική ναυτιλία, η οποία είναι μια κατ’ εξοχήν εξωστρεφής δραστηριότητα, παραδοσιακά αποτελούσε και εξακολουθεί να αποτελεί κυρίαρχη δύναμη στην ελληνική οικονομία, παρά τις προκλήσεις που αντιμετώπισε τόσο σε διεθνές όσο και σε εθνικό επίπεδο.

Οι ναυτιλιακές εισπράξεις ήταν και είναι απαραίτητες για την κάλυψη ενός μεγάλου μέρους των εξωτερικών χρηματοδοτικών αναγκών της χώρας. Τα έσοδα από τις ναυτιλιακές υπηρεσίες κατά την περίοδο 2002-2014 ανήλθαν κατά μέσο όρο σε σχεδόν 44% των συνολικών εισπράξεων από υπηρεσίες και αντιστάθμισαν το 43% περίπου του εμπορικού ελλείμματος της χώρας.

Ωστόσο, σύμφωνα με τα στοιχεία της Τράπεζας της Ελλάδος για τις εισροές από τη ναυτιλία στο ισοζύγιο πληρωμών με βάση τα στοιχεία συναλλαγών του τραπεζικού συστήματος, καταγράφηκε σημαντική μείωση των εισερχόμενων ποσών από το δεύτερο εξάμηνο του 2015. Η πτώση αυτή οφείλεται πρωτίστως στους περιορισμούς στην κίνηση κεφαλαίων και συνεπώς δύναται να αναστραφεί με την οριστική άρση τους. Συγκεκριμένα, το 2016, λόγω των περιορισμών στην κίνηση κεφαλαίων και των χαμηλών ναύλων, οι εισπράξεις από υπηρεσίες θαλάσσιων μεταφορών αντιπροσώπευσαν μόνο το 23% των συνολικών εισπράξεων του ισοζυγίου υπηρεσιών, κάλυψαν δε το 35% του ελλείμματος του εμπορικού ισοζυγίου, ενώ οι καθαρές εισπράξεις (εισπράξεις µείον πληρωµές) αντιστοιχούσαν στο 29% του πλεονάσματος του ισοζυγίου υπηρεσιών. Όπως προανέφερα, σύμφωνα με τα διαθέσιμα στοιχεία για το εννεάμηνο Ιανουαρίου –Σεπτεμβρίου, το 2017 καταγράφεται ήδη μερική επάνοδος στην προ του 2015 κατάσταση. Η θετική πορεία δύναται να βελτιωθεί περαιτέρω, αφενός λόγω της αναμενόμενης χαλάρωσης των περιορισμών στην κίνηση κεφαλαίων και, αφετέρου, λόγω των υψηλότερων ναύλων στις διεθνείς ναυλαγορές, πρωτίστως στον κλάδο του ξηρού/χύδην φορτίου.

Αξίζει να επισημανθεί ότι στην προσπάθεια της ανάκαμψης της ελληνικής οικονομίας, η ελληνόκτητη ναυτιλία και ο ευρύτερος ναυτιλιακός χώρος (maritime cluster) μπορούν να διαδραματίσουν έναν από τους κεντρικούς ρόλους συμβάλλοντας στην αύξηση του ΑΕΠ με άμεσο και έμμεσο τρόπο. Σύμφωνα με μελέτη του Ιδρύματος Οικονομικών και Βιομηχανικών Ερευνών (2013), η προστιθέμενη αξία (άμεση και έμμεση) της ελληνικής ναυτιλιακής βιομηχανίας στην οικονομία εκτιμήθηκε σε πάνω από 6% του ΑΕΠ το 2009, ενώ παρείχε απασχόληση σε περίπου 200.000 άτομα. Το 2016 οι εισπράξεις από τη ναυτιλία υποχώρησαν στο 3,3% του ΑΕΠ, έναντι 6,4% το 2014, ένα έτος πριν από την επιβολή των περιορισμών στην κίνηση κεφαλαίων.

Ωστόσο, η αναμενόμενη χαλάρωση και η επακόλουθη οριστική άρση των περιορισμών στην κίνηση κεφαλαίων, σε συνδυασμό με την άνοδο της παγκόσμιας οικονομίας και του παγκόσμιου εμπορίου, θα μπορούσαν να αυξήσουν τη συμβολή της ναυτιλίας στο Ακαθάριστο Εγχώριο Προϊόν και να ενισχύσουν την εξωστρέφεια της ελληνικής οικονομίας.

4. Προκλήσεις για την ναυτιλία

Είναι ένα μοναδικό επίτευγμα για μια χώρα του μεγέθους της Ελλάδας να έχει γίνει παγκόσμιος ηγέτης στον τομέα της ναυτιλίας. Σύμφωνα με τα στοιχεία που πρόσφατα δημοσίευσαν τα Ηνωμένα Έθνη (UNCTAD), η Ελλάδα παραμένει στην κορυφή της διεθνούς ναυτιλίας σε όρους χωρητικότητας (dwt), αν και μόνο το 22% περίπου του υπό ελληνική ιδιοκτησία ή/και διαχείριση στόλου είναι στην ελληνική σημαία.

Η ελληνική ναυτιλία έχει μάθει να αντιμετωπίζει με επιτυχία τις όποιες προκλήσεις έχουν εμφανιστεί στο παρελθόν. Σήμερα, καλείται να αντιμετωπίσει μια σειρά νέων προκλήσεων:

1. Παγκόσμιο εμπόριο και ναυτιλία: Η άνοδος της παγκόσμιας οικονομίας συμβάλλει καθοριστικά στην αύξηση της ζήτησης για μεταφορά αγαθών διά θαλάσσης. Ωστόσο, η αύξηση αυτή – αν και αναμένεται να επιταχυνθεί τα επόμενα έτη – δεν επαρκεί πάντοτε, για να αντισταθμίσει την αύξηση της προσφοράς μεταφορικών υπηρεσιών λόγω της αύξησης του στόλου. Συνολικά οι ναύλοι, όπως καταγράφονται από τον ClarkSeaIndex, έχουν σημειώσει αύξηση της τάξεως του 15% μέχρι στιγμής το 2017. Η άνοδος αυτή όμως οφείλεται στη θεαματική αύξηση των ναύλων στα πλοία ξηρού φορτίου από τα ιστορικώς χαμηλά επίπεδα που καταγράφηκαν το 2016, ενώ ο κλάδος των δεξαμενοπλοίων καταγράφει αξιοσημείωτη μείωση παρά την παροδική – όπως αποδείχθηκε – ανάκαμψη στο τέλος του 2016. Στο άμεσο μέλλον, η σχέση μεταξύ των παραδόσεων νέων πλοίων συγκριτικά με τις διαλύσεις παλαιών, δεδομένης της ανοδικής τάσης του παγκόσμιου εμπορίου, θα καθορίσει τις εξελίξεις στους ναύλους. Στο μεσοπρόθεσμο διάστημα, σημαντικό ρόλο για την ενίσχυση της ζήτησης, κυρίως για τον κλάδο των πλοίων μεταφοράς ξηρού φορτίου και εμπορευματοκιβωτίων (container), αναμένεται ότι θα διαδραματίσει και η ανάπτυξη έργων υποδομής στο πλαίσιο της πρωτοβουλίας (της Κίνας) One Belt One Road.

2. Φορολογικό καθεστώς: Είναι σήμερα γενικά παραδεκτό ότι ένας από τους βασικούς παράγοντες που συνέβαλαν στο επίτευγμα της ελληνικής ναυτιλίας ήταν και είναι το σταθερό φορολογικό καθεστώς. Το Δεκέμβριο του 2015 η Ευρωπαϊκή Επιτροπή κάλεσε το ελληνικό κράτος να βελτιώσει τη στόχευση του φόρου χωρητικότητας πλοίων και των λοιπών μέτρων στήριξης της ναυτιλίας, αφού ορισμένες διατάξεις του καθεστώτος φορολόγησης των πλοίων (π.χ. νόμος 27/1975) εκτιμήθηκε από την Επιτροπή ότι παραβιάζουν τους όρους που καθορίζονται στις κατευθυντήριες γραμμές της ΕΕ για τις κρατικές ενισχύσεις στις θαλάσσιες μεταφορές. Σήμερα, δύο χρόνια μετά, και ύστερα από πολλές προσπάθειες, έχει βρεθεί αμοιβαίως αποδεκτή και επωφελής λύση για τη μεγάλη πλειοψηφία των ανοικτών θεμάτων, ενώ και για τα υπόλοιπα οι διαπραγματεύσεις βαίνουν καλώς.

Στο σημείο αυτό, θα ήθελα να αναφερθώ στην οικειοθελή συνεισφορά της ναυτιλιακής κοινότητας με στόχο τη στήριξη της ελληνικής οικονομίας στα χρόνια της κρίσης, η οποία προβλέφθηκε στο άρθρο 42 του νόμου 4301/2014, με τον οποίο κυρώθηκε το σχετικό συνυποσχετικό μεταξύ Ελληνικού Δημοσίου και ΕΕΕ που συνομολογήθηκε το καλοκαίρι του 2013. Η αρχική αυτή συμφωνία είχε διάρκεια τρία έτη (2014-2016). Έκτοτε το συνυποσχετικό έχει παραταθεί δύο φορές, το καλοκαίρι του 2014 και του 2017, καθιστώντας πλέον τη διάρκειά του πενταετή (2014-2018), με τα πρόσθετα έσοδα για το 2018 να εκτιμώνται σε 107 εκατ. ευρώ.

3. Οι περιορισμοί στην ελεύθερη κίνηση κεφαλαίων: Όπως προανέφερα, μετά την επιβολή των κεφαλαιακών ελέγχων καταγράφηκε σημαντική πτώση των εισπράξεων από τη ναυτιλία, εν μέρει και λόγω του κλονισμού της εμπιστοσύνης στον εγχώριο τραπεζικό κλάδο που οδήγησε στην εκτροπή των ναυτιλιακών εισπράξεων σε ξένες τράπεζες. Ωστόσο, σήμερα, δυο χρόνια μετά, το ελληνικό τραπεζικό σύστημα είναι πλήρως ανα-κεφαλαιοποιημένο, έχουν ληφθεί μέτρα για τη μερική άρση των περιορισμών στην κίνηση κεφαλαίων, μερικά από αυτά στοχευμένα προς τον κλάδο της ναυτιλίας, και έχει δημοσιευθεί ο οδικός χάρτης για την πλήρη άρση των περιορισμών. Στη βάση αυτή, αποκαθίσταται με γοργούς ρυθμούς η εμπιστοσύνη στο ελληνικό τραπεζικό σύστημα και σταδιακά αποκαθίσταται η χρηματοπιστωτική κανονικότητα.

4. Χρηματοδότηση από το εγχώριο τραπεζικό σύστημα: Τα τελευταία έτη, η χρηματοδότηση της ποντοπόρου ναυτιλίας από το ελληνικό τραπεζικό σύστημα καταγράφει αξιοσημείωτη μείωση, με συνέπεια τα υπόλοιπα δανείων προς τη ναυτιλία να ανέρχονται πλέον σε 8,2 δισεκ. ευρώ, όταν στα μέσα του 2010 ξεπερνούσαν τα 18 δισεκ. ευρώ. Η τάση αυτή δεν παρατηρείται μόνο στην Ελλάδα, αφού και στην υπόλοιπη Ευρώπη έχουν καταγραφεί σημαντικές μειώσεις στα χαρτοφυλάκια τραπεζών που παραδοσιακά χρηματοδοτούσαν τη ναυτιλία. Μέρος αυτού του κενού κάλυψαν, με διάφορες μορφές χρηματοδότησης, χρηματοπιστωτικά ιδρύματα της Ασίας.
Επιπρόσθετα, η ελληνική ναυτιλία θα πρέπει να προσαρμοστεί στις νέες περιβαλλοντικές απαιτήσεις του διεθνούς ρυθμιστικού πλαισίου για τη ναυτιλία (π.χ. η διαχείριση θαλάσσιου έρματος, η χρήση καυσίμων χαμηλής περιεκτικότητας σε θείο, η συμμετοχή της ναυτιλίας στο σύστημα των εκπομπών ρύπων).

5. Συμπεράσματα

Τα τελευταία επτά χρόνια η Ελλάδα έχει επιτύχει σημαντική πρόοδο όσον αφορά την αντιμετώπιση των σοβαρών μακροοικονομικών ανισορροπιών της, τη μεταρρύθμιση της οικονομίας της και την αποκατάσταση της ανταγωνιστικότητάς της.  Η ελληνική οικονομία έχει πλέον τη δυνατότητα και την προοπτική να επανέλθει σε βιώσιμη ανοδική τροχιά, μέσα από ένα νέο εξωστρεφές πρότυπο ανάπτυξης.

Ωστόσο, όπως προανέφερα, εξακολουθούν να υπάρχουν κίνδυνοι και προκλήσεις για την ελληνική οικονομία και την ελληνική ναυτιλία, οι οποίοι πρέπει να αντιμετωπιστούν για να παραμείνει η οικονομία σε μια πορεία διατηρήσιμης ανάκαμψης και να ενισχυθεί η συμβολή της ναυτιλίας στο ΑΕΠ. Συνεπώς η οικονομική πολιτική από εδώ και στο εξής πρέπει να επικεντρωθεί στην:

1. Επιτάχυνση των μεταρρυθμίσεων και ιδιωτικοποιήσεων. Οι δράσεις αυτές ενισχύουν τον ανταγωνισμό στις αγορές αγαθών και υπηρεσιών, βελτιώνουν το επιχειρηματικό περιβάλλον και συμβάλλουν στην προσέλκυση εγχώριων και ξένων επενδύσεων.

2. Βελτίωση της ποιότητας και διασφάλιση της ορθής λειτουργίας και ανεξαρτησίας των θεσμών. Όσον αφορά τις ανεξάρτητες αρχές, είναι σημαντικό να ενισχυθεί η διοικητική και οικονομική αυτονομία τους και να διασφαλιστεί ο σεβασμός στην ανεξαρτησία τους παράλληλα με την αυξημένη λογοδοσία τους προς τη Βουλή. Οι αποτελεσματικοί θεσμοί βελτιώνουν τη διαρθρωτική ανταγωνιστικότητα και προάγουν την οικονομική ανάπτυξη, καθώς επηρεάζουν τα κίνητρα των ατόμων και των επιχειρήσεων, όσον αφορά τις επενδύσεις σε φυσικό και ανθρώπινο κεφάλαιο, σε τεχνολογία και στην οργάνωση της παραγωγής.

3. Αντιμετώπιση του προβλήματος των μη εξυπηρετούμενων δανείων (και των στρατηγικών κακοπληρωτών), που εμποδίζει το τραπεζικό σύστημα να χρηματοδοτήσει την οικονομική ανάπτυξη. Οι τράπεζες θα πρέπει να αξιοποιήσουν όλα τα εργαλεία που έχουν στη διάθεσή τους, προκειμένου να μειώσουν τα προβληματικά στοιχεία ενεργητικού και, ειδικότερα, να επιταχύνουν την πώληση των μη εξυπηρετούμενων δανείων.  Ιδιαίτερη έμφαση πρέπει επίσης να δοθεί στην αναδιάρθρωση των βιώσιμων επιχειρήσεων και στην εκκαθάριση των μη βιώσιμων. Με αυτό τον τρόπο, θα απελευθερωθούν πόροι που μπορούν να κατευθυνθούν σε νέες και υπάρχουσες υγιείς επενδυτικές και επιχειρηματικές πρωτοβουλίες, υποστηρίζοντας έτσι την οικονομική ανάκαμψη. 

4. Υιοθέτηση ενός μίγματος δημοσιονομικής πολιτικής που θα είναι φιλικότερο προς την ανάπτυξη.

5. Σταδιακή άρση των περιορισμών στην κίνηση κεφαλαίων σε συνάρτηση με την ενίσχυση της εμπιστοσύνης.

6. Αντιμετώπιση του πολύ υψηλού δημόσιου χρέους. Χρειάζονται αποφασιστικές και συγκεκριμένες ενέργειες, για να εξασφαλιστεί η βιωσιμότητα του ελληνικού δημόσιου χρέους στη βάση των αποφάσεων του Eurogroup του Ιουνίου 2017. Η Τράπεζα της Ελλάδος έχει καταθέσει συγκεκριμένη πρόταση ήπιας αναδιάρθρωσης του δημόσιου χρέους, η οποία συνεπάγεται αμελητέο κόστος για τους εταίρους, που προβλέπει μετάθεση της μέσης σταθμικής διάρκειας αποπληρωμής των τόκων των δανείων του Ευρωπαϊκού Ταμείου Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας (EFSF) κατά 8,5 χρόνια τουλάχιστον.  

Πέρα από τα παραπάνω, για να μπορέσει η Ελλάδα να αντλήσει χρηματοδότηση από τις χρηματοπιστωτικές αγορές με διατηρήσιμους όρους μετά τη λήξη του τρέχοντος προγράμματος τον Αύγουστο του 2018, οι ελληνικές αρχές πρέπει να ολοκληρώσουν εγκαίρως και την τέταρτη (και τελευταία) αξιολόγηση, ούτως ώστε να βελτιωθεί σημαντικά η πιστοληπτική ικανότητας της χώρας. Επίσης οι Ευρωπαίοι εταίροι μας, πέρα από την εξειδίκευση των μεσοπρόθεσμων μέτρων αναδιάρθρωσης του χρέους, η οποία θα επιτρέψει την αναχρηματοδότηση του δημόσιου χρέους από τις αγορές με όρους βιωσιμότητας, θα πρέπει, σε συνεργασία με τις ελληνικές αρχές, να αποσαφηνίσουν τη μορφή της στήριξης της ελληνικής οικονομίας μετά την ολοκλήρωση του τρέχοντος προγράμματος.

Οι παραπάνω ενέργειες θα βελτιώσουν το επενδυτικό κλίμα, θα προσελκύσουν εγχώριες και ξένες άμεσες επενδύσεις και θα διευκολύνουν την επιστροφή στη χρηματοπιστωτική κανονικότητα και σε θετικούς ρυθμούς οικονομικής ανάπτυξης μετά από επτά χρόνια θυσιών, ύφεσης και στασιμότητας, που έχουν επιδράσει αρνητικά στην οικονομική και κοινωνική συνοχή».