Ξεκάθαρός ότι όσο «πρέπει να υπάρχουν κάποια πλεονάσματα, το βάρος θα συνεχίσει να υφίσταται, είτε με τη μορφή φόρων, είτε μέσω της μείωσης των δημοσίων δαπανών» είναι ο υπουργός Οικονομίας Γιώργος Σταθάκης σε συνέντευξή του στο Αθηναϊκό Πρακτορείο Ειδήσεων.
Ο κ. Σταθάκης υποστηρίζει ακόμα ότι ο ΣΥΡΙΖΑ διατηρεί την επαφή με την κοινωνία και ότι τα κοινωνικά στρώματα παρά το γεγονός ότι «έχουν εισπράξει απογοητεύσεις συνεχίζουν να πιστεύουν στην προσπάθεια που κάνουμε και να στηρίζουν τις μεταρρυθμίσεις που προωθούμε».
Ο κ. Σταθάκης υπογραμμίζει ότι «πλέον, η οικονομία εισέρχεται σε φάση ανάκαμψης και αυτό θα αρχίσει να γίνεται όλο και περισσότερο αισθητό στην καθημερινότητα», για να σημειώσει ότι «καθώς θα βαδίζουμε αυτόν τον δρόμο μέχρι την ολοκλήρωση της 4ετίας, η δυναμική θα είναι με το μέρος μας». Παραθέτει, δε, τα στοιχεία για την πορεία της οικονομίας που δείχνουν ότι ο στόχος αυτής της κυβέρνησης για «δίκαιη ανάπτυξη» είναι εφικτός.
Όσον αφορά τη δεύτερη αξιολόγηση λέει ότι «όλοι επιθυμούμε να κλείσει γρήγορα» και επισημαίνει ότι τις επόμενες εβδομάδες θα ολοκληρωθεί η αξιολόγηση του ΔΝΤ σχετικά με τη βιωσιμότητα του χρέους, για να τονίσει ότι «στη βάση αυτή θα συζητηθεί το μέγεθος και το περιεχόμενο των μεσοπρόθεσμων παρεμβάσεων που απαιτούνται και θα πρέπει να συμφωνηθούν άμεσα, μέχρι τα Χριστούγεννα».
Ενόψει του 2ου Συνεδρίου του ΣΥΡΙΖΑ, ο κ. Σταθάκης τονίζει μεταξύ άλλων ότι “σήμερα οφείλουμε, βήμα-βήμα, να αναζωογονήσουμε δοκιμαζόμενους θεσμούς εκπροσώπησης του κόσμου της εργασίας, και ταυτόχρονα να δημιουργήσουμε σχέσεις εκπροσώπησης ομάδων όπως οι άνεργοι και οι επισφαλώς εργαζόμενοι, που το σημερινό πολιτικό σύστημα αδυνατεί να εκφράσει”. “Προκύπτουν γενικότερα ζητήματα, όπως ο προσδιορισμός του ρόλου της Αριστεράς σε ευρωπαϊκό επίπεδο, από θέσεις ευθύνης σε ένα διαμορφωμένο, πλην δυναμικό, πλαίσιο πολιτικών συσχετισμών. Υπάρχουν και ειδικότερα ζητήματα, που ανέκυψαν από την κυβερνητική εμπειρία, ενώ παράλληλα απαιτείται μια συγκροτημένη πολιτική συζήτηση για τις σχέσεις του κόμματος με την κυβέρνηση”, αναφέρει.
Ο κ. Σταθάκης αναφέρεται στο “κενό πολιτικής που διακατέχει” τη ΝΔ και εκτιμά την επιλογή του προέδρου της ΝΔ να ζητά επανειλημμένα εκλογές ως μια στρατηγική που απαντά σε εσωτερικά προβλήματα του κόμματος και προσπάθεια συντήρησης της ιδέας της “αριστερής παρένθεσης” που “απέτυχε παταγωδώς τον τελευταίο χρόνο”. Ο υπουργός Οικονομίας υπογραμμίζει τις διαφορές ανάμεσα στην πολιτική του ΣΥΡΙΖΑ και της ΝΔ σε κρίσιμα μέτωπα: “Η ΝΔ, συχνά λόγω ιδεολογικών αγκυλώσεων, προτείνει νέα κύματα περικοπών και απολύσεων. Εμείς έχουμε ως προτεραιότητα την αντιμετώπιση της ζημιάς που έγινε τα προηγούμενα χρόνια στο κοινωνικό κράτος”.
Ακολουθεί το πλήρες κείμενο της συνέντευξης του Γιώργου Σταθάκη, στον Νίκο Λιονάκη, για το Αθηναϊκό Μακεδονικό Πρακτορείο Ειδήσεων:
Ερ. Το επικείμενο Συνέδριο του ΣΥΡΙΖΑ διεξάγεται σε μια κρίσιμη περίοδο. Τι πρέπει να σηματοδοτήσει για το κόμμα και την κυβέρνηση;
Απ. Το 1ο Συνέδριο ήταν ιδρυτικό και ο ΣΥΡΙΖΑ βρισκόταν στη θέση της αξιωματικής αντιπολίτευσης. Τώρα, προχωράμε σε ένα Συνέδριο εμβάθυνσης του εγχειρήματος, με τον ΣΥΡΙΖΑ να βρίσκεται ήδη στην κυβέρνηση για περίπου 2 χρόνια. Καλούμαστε να συζητήσουμε και να αφομοιώσουμε την πορεία αυτή, ένα κόμμα της Αριστεράς που ανέλαβε καθήκοντα διακυβέρνησης, για να βγάλει τη χώρα από τη βαθύτερη οικονομική κρίση μεταπολεμικά.
Προκύπτουν λοιπόν γενικότερα ζητήματα, όπως ο προσδιορισμός του ρόλου της Αριστεράς σε ευρωπαϊκό επίπεδο, από θέσεις ευθύνης σε ένα διαμορφωμένο, πλην δυναμικό, πλαίσιο πολιτικών συσχετισμών. Υπάρχουν και ειδικότερα ζητήματα, που ανέκυψαν από την κυβερνητική εμπειρία, ενώ παράλληλα απαιτείται μια συγκροτημένη πολιτική συζήτηση για τις σχέσεις του κόμματος με την κυβέρνηση.
Ερ. Σημαντικός στόχος όλο αυτό το διάστημα ήταν και η αντιστοίχηση του εκλογικού και κοινωνικού ΣΥΡΙΖΑ με τον κομματικό. Ποιο μπορεί να είναι το “κλειδί” ώστε να επιτύχει η μαζικοποίηση του κόμματος;
Απ. Νομίζω σε όλη την Ευρώπη οι παραδοσιακοί θεσμοί εκπροσώπησης βρίσκονται σε βαθιά κρίση. Αυτό ισχύει και για τα «κόμματα εξουσίας». Καταρχήν, είναι εκλογικοί μηχανισμοί, που όμως λειτουργούν περισσότερο εργαλειακά και λιγότερο ως φορείς χάραξης πολιτικής – δουλειά που όλο και περισσότερο εμπλέκουν επικοινωνιολόγους. Η στρατηγική και το φάσμα των πολιτικών επιλογών προκύπτει από ένα εκτεταμένο πλέγμα think tank, ακαδημαϊκών Ινστιτούτων και ποικίλλων Οργανισμών, με τους οποίους τα κόμματα συνδέονται. Από εκεί αντλούν και στελέχη για θέσεις υψηλής τεχνοκρατικής εξειδίκευσης, τα οποία αξιοποιούν όταν βρίσκονται στην εξουσία. Παράλληλα, διατηρούν κοινωνικά δίκτυα σε συνδικάτα, τοπικούς θεσμούς και κινήματα, που τους επιτρέπει να συντηρούν μονιμότερες σχέσεις κοινωνικής εμπέδωσης και επιρροής.
Ο ΣΥΡΙΖΑ αποδεδειγμένα μπορεί να κινητοποιηθεί ως εκλογικός μηχανισμός. Το πλήθος των αναγκών, που προέκυψαν με την ανάληψη των κυβερνητικών καθηκόντων, είχε ως αποτέλεσμα να χρησιμοποιηθεί το μεγαλύτερο μέρος των επιστημονικών και πολιτικών δικτυώσεων, οι οποίες μάλιστα ήταν ήδη περιορισμένες, δεδομένου του σύντομου χρόνου εντός του οποίου μετασχηματίστηκε από μικρό σε κυβερνητικό κόμμα. Εντούτοις, η πηγή της ξέφρενης αυτής δυναμικής εδραζόταν στα δίκτυα και τις κινηματικές πρωτοβουλίες που είχε καταφέρει να δημιουργήσει ο ΣΥΡΙΖΑ με την κοινωνία. Αυτό δέχθηκε πλήγμα, με την αποστασιοποίηση μέρους των πιο κινηματικών τμημάτων του κόμματος και της νεολαίας. Σήμερα οφείλουμε, βήμα-βήμα, να αναζωογονήσουμε δοκιμαζόμενους θεσμούς εκπροσώπησης του κόσμου της εργασίας, και ταυτόχρονα να δημιουργήσουμε σχέσεις εκπροσώπησης ομάδων όπως οι άνεργοι και οι επισφαλώς εργαζόμενοι, που το σημερινό πολιτικό σύστημα αδυνατεί να εκφράσει.
Ερ. Οι δημοσκοπήσεις το τελευταίο διάστημα παρουσιάζουν μια εικόνα απόστασης της κοινωνίας με την κυβέρνηση. Η κριτική της κυβέρνησης αναφορικά με τέτοιες μετρήσεις έχει στοιχειοθετηθεί στη βάση σημαντικών αστοχιών που παρουσίασαν σε όλες τις εκλογικές αναμετρήσεις των τελευταίων δύο χρόνων, όπου ο ΣΥΡΙΖΑ τελικά επικράτησε και με ευρείες νίκες, συμπεριλαμβανομένου του δημοψηφίσματος. Εσείς αντιλαμβάνεστε μια τέτοια “φωτογραφία” της τρέχουσας περιόδου, όπως την αποτυπώνουν οι μετρήσεις; Ποια είναι τα μηνύματα που λαμβάνετε από την κοινωνία και πώς μπορούν τα αρνητικά να ανατραπούν;
Απ. Οι δημοσκοπήσεις έχουν κλονιστεί υπερβολικά στα χρόνια της κρίσης. Έχουν αποτύχει σε διαδοχικές φάσεις να συλλάβουν έστω τη στιγμιαία φωτογράφηση των τάσεων της ελληνικής κοινωνίας. Επιπρόσθετα η αξιοπιστία αρκετών εταιρειών και αναλυτών βρίσκεται στα βάραθρα. Οι λόγοι εν πολλοίς είναι επιστημονικοί και μεθοδολογικοί. Οι δημοσκοπήσεις δούλευαν με σταθερά δείγματα με κοινωνική, πολιτική και χωρική διαστρωμάτωση. Οι βάσεις αυτές των δεδομένων διαλύθηκαν μέσα στην κρίση. Έμειναν μόνο στιγμιαίες δημοσκοπήσεις, περιορισμένης αξιοπιστίας και επιδεκτικές παρορμητικών διατυπώσεων. Συνεπώς έχουν απωλέσει τη δυνατότητα τους να επηρεάζουν τη στρατηγική των κομμάτων. Στον αντίποδα, υπάρχει φυσικά η διαρκής και ουσιαστική επικοινωνία των κομμάτων με την κοινωνία. Πιστεύω, ότι ο ΣΥΡΙΖΑ αυτήν την επαφή τη διατηρεί.
Αυτό που εισπράττουμε είναι μια έντονη κόπωση, μετά την επταετή ύφεση που προηγήθηκε. Τα κοινωνικά στρώματα που εκφράζουμε έχουν εισπράξει απογοητεύσεις αλλά συνεχίζουν να πιστεύουν στην προσπάθεια που κάνουμε και να στηρίζουν τις μεταρρυθμίσεις που προωθούμε. Λογικό είναι να υπάρξει κάποια περίοδος χάριτος μέχρι οι παρεμβάσεις να αποδώσουν και νομίζω ότι την έχουμε. Πλέον, η οικονομία εισέρχεται σε φάση ανάκαμψης και αυτό θα αρχίσει να γίνεται όλο και περισσότερο αισθητό στην καθημερινότητα. Καθώς θα βαδίζουμε αυτόν τον δρόμο μέχρι την ολοκλήρωση της 4ετίας, η δυναμική θα είναι με το μέρος μας.
Ερ. Οι διαπραγματεύσεις για το κλείσιμο της δεύτερης αξιολόγησης βρίσκονται σε εξέλιξη. Αισιοδοξείτε ότι μπορεί να ολοκληρωθεί έως το τέλος του Οκτωβρίου;
Απ. Με τους εκπροσώπους των δανειστών βρισκόμαστε σε διαρκή επικοινωνία, προετοιμάζοντας την έναρξη των διαπραγματεύσεων, λίγο μετά τα μέσα Οκτωβρίου. Υπενθυμίζω ότι η πρώτη αξιολόγηση περιλάμβανε περίπου τα δύο τρίτα όσων συμφωνήθηκαν πέρσι το καλοκαίρι. ‘Αρα, εφεξής το έργο είναι σαφώς ευκολότερο. Όλοι επιθυμούμε η δεύτερη αξιολόγηση να κλείσει γρήγορα περιλαμβάνοντας τα θέματα που είναι πολύ ευαίσθητα, όπως τα εργασιακά.
Ερ. Η συζήτηση για τη ρύθμιση του ελληνικού χρέους διεξάγεται πλέον ανοικτά σε πανευρωπαϊκό και διεθνές πεδίο, με ορισμένες μάλιστα ηχηρές παρεμβάσεις υπέρ της Ελλάδας. Κατά τις δικές σας επαφές, στο πλαίσιο των διαπραγματεύσεων και ευρύτερα στο εξωτερικό, εισπράττετε σημάδια για συγκεκριμενοποίηση των μέτρων για ρύθμιση του ελληνικού χρέους σύντομα;
Απ. Σε αντίθεση με αποφάσεις σε προηγούμενα Eurogroup, όπου υπήρχαν γενικές και αόριστες αναφορές στην ανάγκη παρεμβάσεων στο χρέος, στο Eurogroup του Μαΐου πετύχαμε να υπάρξει δέσμευση σε μια συγκεκριμένη διαδικασία, που θα εξελιχθεί σε τρία στάδια, το βραχυπρόθεσμο, το μεσοπρόθεσμο και το μακροπρόθεσμο. Ήδη, βρίσκονται σε εξέλιξη αναλυτικές συζητήσεις σε τεχνικό επίπεδο, σχετικά με το ακριβές περιεχόμενο των βραχυπρόθεσμων παρεμβάσεων. Για τις μεσοπρόθεσμες παρεμβάσεις ιδιαίτερη σημασία έχει ο ρόλος του ΔΝΤ, που όπως όλοι γνωρίζουν πιέζει για δραστικότερες πρωτοβουλίες. Τις επόμενες εβδομάδες θα ολοκληρωθεί η αξιολόγηση του Οργανισμού σχετικά με τη βιωσιμότητα του χρέους. Στη βάση αυτή θα συζητηθεί το μέγεθος και το περιεχόμενο των μεσοπρόθεσμων παρεμβάσεων που απαιτούνται και θα πρέπει να συμφωνηθούν άμεσα, μέχρι τα Χριστούγεννα. Τέλος, το μακροχρόνιο μέρος έχει προσδιοριστεί ήδη με ποσοτική οροφή, το περίφημο 15% του ΑΕΠ, αφήνοντας την απόφαση για πιο συγκεκριμένα μέτρα με την ολοκλήρωση του προγράμματος.
Ερ. Ο πρόεδρος της ΝΔ ζητά διεξαγωγή εκλογών το συντομότερο δυνατό, ενώ μόλις πριν από λίγες ημέρες έκλεισε ένας χρόνος από τότε που η σημερινή κυβέρνηση πήρε λαϊκή εντολή για να συνεχίσει την προσπάθεια της για έξοδο της χώρας από την κρίση. Γιατί εκτιμάτε ότι ο κ. Μητσοτάκης έχει επιλέξει αυτή την τακτική;
Απ. Νομίζω ότι είναι μια στρατηγική που απαντά σε εσωτερικά προβλήματα της αξιωματικής αντιπολίτευσης. Ο κ. Μητσοτάκης, ως νέος ηγέτης, επιχειρεί να εδραιώσει τη θέση του και να ισορροπήσει στο εσωκομματικό σκηνικό, όπου συνυπάρχουν ισχυρά αντιφατικές φωνές στο πλειοψηφικό ρεύμα που τον εξέλεξε. Επιπρόσθετα, η επίκληση των εκλογών συντηρεί την ιδέα της «αριστερής παρένθεσης», η οποία απέτυχε παταγωδώς τον τελευταίο χρόνο. Από κοινού με τη διαρκή δαιμονοποίηση του κυβερνητικού έργου και την καταστροφολογία, η ΝΔ φαντάζει ως να θεωρεί ότι μπορεί να καλυφθεί το κενό πολιτικής που τη διακατέχει.
Ερ. Με βάση τις δημόσιες τοποθετήσεις του κ. Μητσοτάκη, θα μπορούσατε να περιγράψετε, με κάποια παραδείγματα ίσως, τι διαφορετική κατάσταση θα βίωνε ο πολίτης στην καθημερινότητα του ή και η χώρα σε ορισμένα κρίσιμα μέτωπα, όπως η αγορά εργασίας, η ανάπτυξη, η οικονομία, σε περίπτωση που αναλάμβανε η ΝΔ;
Απ. Η ΝΔ προτάσσει το θέμα μείωσης των φορολογικών βαρών, υποστηρίζοντας ότι «πνίγουν» την οικονομία. Αποσιωπά ότι αυτό που πραγματικά «βαραίνει» στην αναπτυξιακή προσπάθεια είναι η ανάγκη επίτευξης πρωτογενών πλεονασμάτων, για να αποπληρωθούν χρέη που συσσώρευσαν κυβερνήσεις της ΝΔ και του ΠΑΣΟΚ. Τουλάχιστον, σε σχέση με το παρελθόν έχει μετατοπιστεί από τη θέση ότι πλεονάσματα της τάξης του 4,5% είναι ρεαλιστικά και συμφωνεί στην ανάγκη μείωσής τους.
Στο βαθμό, όμως, που πρέπει να υπάρχουν κάποια πλεονάσματα, το βάρος θα συνεχίσει να υφίσταται, είτε με τη μορφή φόρων, είτε μέσω της μείωσης των δημοσίων δαπανών. Προφανώς, αν υπάρχουν περιπτώσεις σπατάλης πρέπει να αντιμετωπιστούν – σε αυτό δεν υπάρχει διαφωνία. Εκεί που διαφωνούμε ριζικά είναι στην περαιτέρω μείωση των δημοσίων δαπανών, πρωτίστως για τη δημόσια Υγεία και Παιδεία. Η Νέα Δημοκρατία, συχνά λόγω ιδεολογικών αγκυλώσεων, προτείνει νέα κύματα περικοπών και απολύσεων. Εμείς έχουμε ως προτεραιότητα την αντιμετώπιση της ζημιάς που έγινε τα προηγούμενα χρόνια στο κοινωνικό κράτος.
Διαφωνούμε, επίσης, στην αναπτυξιακή στρατηγική, με τη Νέα Δημοκρατία να επιμένει στη λογική της εσωτερικής υποτίμησης, δηλαδή της συνεχούς μείωσης του κόστους εργασίας. Εμείς τους μισθούς δεν τους αντιμετωπίζουμε ως κόστος που πρέπει να συμπιεστεί αλλά ως «καύσιμο» που τροφοδοτεί τη ζήτηση και άρα τη μηχανή της ανάπτυξης. Αναζητούμε το ανταγωνιστικό πλεονέκτημα όχι στο χαμηλό κόστος αλλά στην υψηλή ποιότητα και την αξιοποίηση του εξαιρετικά πλούσιου ανθρωπίνου κεφαλαίου που διαθέτει η χώρα.
Ερ. Ακούμε επί χρόνια ότι “η ανάπτυξη επιστρέφει”. Αυτός ήταν ο διακηρυγμένος στόχος όλων των κυβερνήσεων στα χρόνια της κρίσης. Ο στόχος αυτής της κυβέρνησης για τη “δίκαιη ανάπτυξη” είναι εφικτός;
Απ. Τα στοιχεία για την πορεία της οικονομίας δείχνουν ότι είναι. Ήδη, από τους μήνες της ‘Ανοιξης το ΑΕΠ άρχισε να αυξάνεται και υπάρχει πλήθος ενδείξεων ότι η τάση συνεχίστηκε τους καλοκαιρινούς μήνες, όπως η ανάκαμψη στη μεταποίηση (ο δείκτης «έτρεχε» με 4,4% τον Ιούλιο), η αύξηση της απασχόλησης (η ανεργία υποχώρησε τον Ιούλιο στο 23,2%, από 24,8% τον Ιούλιο 2015 και 27,9% τον Ιούλιο 2013) και των αμοιβών των εργαζομένων (ο δείκτης μισθών της ΕΛΣΤΑΤ ενισχύθηκε 4,6% το β’ τρίμηνο). Τα δύο τελευταία επιτρέπουν στην εγχώρια ζήτηση να ανακάμψει, γεγονός που ήδη καταγράφεται με την έξοδο του τιμαρίθμου από τη μακρά περίοδο αποπληθωρισμού αλλά και την εντυπωσιακή ανάκαμψη των λιανικών πωλήσεων (τον Ιούλιο ο δείκτης όγκου αυξήθηκε 9,7% σε ετήσια βάση).
Στο βαθμό που η ανάκαμψη συνεχιστεί το φθινόπωρο, το 2016 θα κλείσει οριακά θετικό και εφόσον παραμείνουμε στην ίδια πορεία, πιστεύω ότι το 2017 ο ρυθμός ανάπτυξης θα είναι πάνω από 2,5%, όπως συμφωνούν πλέον πέρα από την ελληνική κυβέρνηση, Κομισιόν και ΔΝΤ. Στη διατήρηση της αναπτυξιακής δυναμικής συμβάλλει η βελτίωση των συνθηκών χρηματοδότησης, με τη σταδιακή τόνωση της ρευστότητας στο τραπεζικό σύστημα, την αποπληρωμή ληξιπρόθεσμων οφειλών του Δημοσίου και την ενεργοποίηση πρόσθετων εργαλείων, όπως ο νέος Αναπτυξιακός Νόμος και τα προγράμματα του ΕΣΠΑ 2014-20.