Εντός των επόμενων ημερών αναμένεται να ανοίξει, εκτός απροόπτου, ο κύκλος της εκδοτικής δραστηριότητας του Ελληνικού Δημοσίου για το 2020, εάν όλα πάνε καλά, με 15ετές ομόλογο ή 10ετές, σε περίπτωση που χρειαστεί να επιλεγούν πιο συντηρητικές κινήσεις.
Η επιτυχής έκδοση κρατικού τίτλου με λήξη το 2035 θα έδειχνε πως οι αγορές θεωρούν το ελληνικό χρέος βιώσιμο και μετά το 2032, που αποτελεί ορόσημο επειδή η συμφωνία ελάφρυνσης του ελληνικού χρέους στο Eurogroup του Ιουνίου του 2018 όριζε ότι τότε θα επανεξεταστεί η βιωσιμότητα του χρέους και, εάν χρειαστεί, θα ληφθούν πρόσθετα μέτρα.
Στόχος του Οργανισμού Διαχείρισης Δημόσιου Χρέους είναι η άντληση 2 – 2,5 δισ. ευρώ, με την απόδοση να εκτιμάται κοντά στο 2%.
Πιθανή αναβάθμιση της ελληνικής οικονομίας από τον οίκο Fitch μεθαύριο Παρασκευή, τουλάχιστον σε επίπεδο προοπτικών (από σταθερές σε θετικές), εκτιμάται ότι θα δώσει πρόσθετη ώθηση στην επιλογή του 15ετούς ομολόγου.
Η επιτυχής ολοκλήρωση της 5ης αξιολόγησης θεωρείται επίσης προϋπόθεση, για να προχωρήσουν οι διαβουλεύσεις για την αξιοποίηση των ANFAs και SMPs σε επενδύσεις, καθώς και για τη δυνατότητα μεταφοράς των υπερπλεονασμάτων σε επόμενα χρόνια.
Αξιολόγηση με ιδιαίτερη βαρύτητα
Στο μεταξύ, στον τραπεζικό τομέα πέφτει το βάρος της 5ης μεταμνημονιακής αξιολόγησης, η οποία ξεκίνησε χθες στο επίπεδο των υψηλόβαθμων τεχνοκρατών των θεσμών με συνάντηση με τους επικεφαλής των τεσσάρων συστημικών τραπεζών και θα συνεχιστεί έως την Παρασκευή με διαβουλεύσεις με το οικονομικό επιτελείο και άλλα μέλη της κυβέρνησης. Το νέο ενιαίο πτωχευτικό πλαίσιο για τους ιδιώτες, η επιτάχυνση των πλειστηριασμών, η εφαρμογή του «Ηρακλή» και η ταχύτερη αντιμετώπιση της κατάπτωσης των εγγυήσεων τις οποίες είχε δώσει το Δημόσιο για τη δανειοδότηση νοικοκυριών και επιχειρήσεων από τις τράπεζες βρίσκονται στην κορυφή της ατζέντας των θεσμών.
Μολονότι η αξιολόγηση αυτή δεν συνδέεται με νέα επιστροφή κερδών από τα ελληνικά ομόλογα (ANFAs, SMPs), η βαρύτητά της είναι αυξημένη, καθώς αποτελεί το εισιτήριο, προκειμένου να ανοίξει επισήμως η αυλαία των διαπραγματεύσεων για τη μείωση των πρωτογενών πλεονασμάτων από το 3,5% του ΑΕΠ στο 2%-2,5%, όπως επιδιώκει η κυβέρνηση. Τα στελέχη των θεσμών θα συλλέξουν έως μεθαύριο στην Αθήνα στοιχεία, για να επικαιροποιήσουν την ανάλυση βιωσιμότητας χρέους που είχαν κάνει πριν από δύο μήνες. Η ελληνική πλευρά επιμένει ότι οι εκτιμήσεις τους είναι αδικαιολόγητα απαισιόδοξες, ενώ ο Οργανισμός Διαχείρισης Δημοσίου Χρέους (ΟΔΔΗΧ) «ζεσταίνει τις μηχανές» για την πρώτη φετινή έξοδο στις αγορές την ερχόμενη ή τη μεθεπόμενη εβδομάδα, ποντάροντας σε περαιτέρω μείωση του κόστους δανεισμού.
Λήξη της προστασίας της Α΄ κατοικίας και πλειστηριασμοί
Η διαμόρφωση του νέου πτωχευτικού πλαισίου, που θα ενοποιήσει διάσπαρτες διατάξεις και 8 διαφορετικά σχήματα ρύθμισης χρεών των ιδιωτών μετά τη λήξη της προστασίας της Α΄ κατοικίας στις 30 Απριλίου, αποτελεί το δυσκολότερο και πιο ευαίσθητο θέμα της 5ης αξιολόγησης αλλά και της επόμενης. Το οριστικό τέλος της προστασίας της Α΄ κατοικίας αποτελεί δείγμα επιστροφής στην κανονικότητα για τους θεσμούς, αλλά ταυτοχρόνως είναι καυτό κοινωνικό και πολιτικό ζήτημα. Στόχος είναι το νέο πλαίσιο να επιτρέπει τη διευθέτηση κάθε οφειλής των ιδιωτών με αντικειμενικά κριτήρια μέσω ενιαίας ηλεκτρονικής πλατφόρμας και με μέριμνα για την προστασία των οικονομικά ασθενών.
Η ελληνική πλευρά καλείται να παρουσιάσει πρόοδο στον σχεδιασμό του καινούργιου πλαισίου, η τελική μορφή του οποίου και η εφαρμογή του θα αποτιμηθούν στην 6η αξιολόγηση. Όπως ανέφεραν στο ΝΜ κυβερνητικές πηγές, «η προστασία της Α΄ κατοικίας είναι δεδομένο ότι δεν θα παραταθεί μετά τις 30 Απριλίου, αλλά αυτό δεν σημαίνει ότι δεν θα υπάρξει μέριμνα για τους πραγματικά αδύναμους».
Οι εκπρόσωποι των θεσμών θα επιμείνουν, εξάλλου, για άλλη μια φορά στην επιτάχυνση των πλειστηριασμών και θα εκφράσουν τον προβληματισμό τους για το γεγονός ότι πολλά ακίνητα που βγαίνουν στο σφυρί από τις τράπεζες τελικά καταλήγουν στα χαρτοφυλάκια των τραπεζών. Το πρόβλημα για την ελληνική πλευρά είναι πως όσο θα εντείνονται οι πλειστηριασμοί τόσο η περίμετρός τους θα διευρύνεται πέρα από τα όρια των πολυτελών ακινήτων.
Τα καλά νέα για τον «Ηρακλή»
Όσον αφορά στο σχέδιο «Ηρακλής», τα καλά νέα είναι ότι, σύμφωνα με πληροφορίες, στο χθεσινό ραντεβού των εκπροσώπων των θεσμών με τους επικεφαλής των συστημικών τραπεζών επιβεβαιώθηκε η πρόθεση που είχε διαφανεί τις προηγούμενες ημέρες να βρεθεί λύση στο πρόβλημα των πρόσθετων εγγυήσεων.
Επειδή η Ελλάδα δεν βρίσκεται σε επενδυτική βαθμίδα, ο Ενιαίος Εποπτικός Μηχανισμός των τραπεζών της ευρωζώνης (SSM) είχε ζητήσει από το Ελληνικό Δημόσιο επιπλέον εγγυήσεις με τη μορφή είτε νέων ομολόγων είτε μετρητών, προκειμένου οι τίτλοι υψηλής διαβάθμισης (senior notes) που θα εκδώσουν οι ελληνικές τράπεζες στο πλαίσιο του «Ηρακλή» να θεωρηθούν μηδενικού ρίσκου και έτσι οι τράπεζες να μην εγγράψουν πρόσθετες ζημίες από τις τιτλοποιήσεις μη εξυπηρετούμενων δανείων. Η ελληνική πλευρά απέρριψε εξαρχής και τις δύο επιλογές, καθώς θα προκαλούσαν σημαντικές επιπλοκές στο χρέος.
Οι διαβουλεύσεις του οικονομικού επιτελείου με τους τεχνοκράτες των θεσμών για τα κόκκινα δάνεια αναμένεται να επικεντρωθούν πλέον στα επόμενα βήματα που απαιτούνται, προκειμένου οι τράπεζες να μπορέσουν να προχωρήσουν στις πρώτες τιτλοποιήσεις μη εξυπηρετούμενων δανείων μέσω του «Ηρακλή» σε 6-7 μήνες από σήμερα.
Η διπλή απειλή των δανείων με εγγύηση του Δημοσίου που «σκάνε»
Σημαντικό και σύνθετο «αγκάθι» που επίσης αφορά στον τραπεζικό τομέα, αλλά επηρεάζει άμεσα και τον κρατικό προϋπολογισμό και άρα την επίτευξη των στόχων για τα πρωτογενή πλεονάσματα, είναι τα δάνεια νοικοκυριών και επιχειρήσεων που έχει εγγυηθεί το Δημόσιο.
Όπως αποκάλυψε την Κυριακή το ΘΕΜΑ, τα υψηλόβαθμα στελέχη των θεσμών θα πιέσουν, ώστε το κράτος να ικανοποιήσει ταχύτερα τα πάνω από 700.000 αιτήματα των τραπεζών για καταπτώσεις εγγυήσεων σε δάνεια ιδιωτών, συνολικού ύψους 2,1 δισ. ευρώ.
Η ελληνική πλευρά έχει καταρτίσει σχέδιο που προβλέπει τη σταδιακή αντιμετώπιση του προβλήματος σε βάθος 7ετίας, δηλαδή έως το 2026, αλλά οι Ευρωπαίοι θεωρούν πως το διάστημα θα πρέπει να περιοριστεί κάτω από την 5ετία. Το σκεπτικό τους είναι πως όσο καθυστερεί η επίλυση του ζητήματος τόσο εντείνεται το πρόβλημα για τις τράπεζες. Από την άλλη πλευρά όμως, η γρήγορη και μαζική κάλυψη των εγγυήσεων από το Ελληνικό Δημόσιο προς τα χρηματοπιστωτικά ιδρύματα θα προκαλούσε εκτροχιασμό του κρατικού προϋπολογισμού, συμπαρασύροντας την επίτευξη των στόχων για τα πρωτογενή πλεονάσματα.
Τα επίμαχα δάνεια χορηγήθηκαν με κρατική εγγύηση ακόμα και πριν από την κρίση για κοινωνικούς ή ανθρωπιστικούς λόγους (π.χ. σε πυρόπληκτους, σεισμοπαθείς κ.λπ.) ή δόθηκαν σε επαγγελματίες (π.χ. γεωργούς με εγγύηση του ΕΤΕΑΝ). Η οικονομική κατάσταση των οφειλετών επιδεινώθηκε στα χρόνια της κρίσης, με αποτέλεσμα να μην μπορούν να ανταποκριθούν στις δανειακές υποχρεώσεις τους και οι τράπεζες να καταγγείλουν τα δάνεια, χωρίς ωστόσο να καλυφθούν από το Ελληνικό Δημόσιο. Μία πρόσθετη παράμετρος που περιπλέκει το ζήτημα είναι ότι, σύμφωνα με στελέχη του υπουργείου Οικονομικών, μεγάλο μέρος ιδίως των επιχειρηματικών δανείων για τα οποία οι τράπεζες έχουν υποβάλει αίτημα κατάπτωσης των κρατικών εγγυήσεων δεν πληροί τις προϋποθέσεις αποκατάστασης από το Δημόσιο, γιατί η ευθύνη της μη είσπραξης βαρύνει τις τράπεζες.
Τα υπόλοιπα κρίσιμα θέματα
Όπως προανήγγειλε ο επικεφαλής των τεχνοκρατών της Κομισιόν για την Ελλάδα Πολ Κούτος τον Δεκέμβριο στο συνέδριο του Capital Link, θέματα-«κλειδιά» της 5ης αξιολόγησης θα είναι επίσης η πορεία των ιδιωτικοποιήσεων με έμφαση στην αγορά ενέργειας, η αποπληρωμή των ληξιπρόθεσμων οφειλών του Δημοσίου προς ιδιώτες (μειώθηκαν στα 2,258 δισ. ευρώ τον Νοέμβριο μαζί με τις εκκρεμείς επιστροφές φόρου), οι σχεδιαζόμενες αλλαγές στις αντικειμενικές αξίες των ακινήτων και στον ΕΝΦΙΑ και η ολοκλήρωση του συστήματος διαχείρισης ανθρώπινου δυναμικού στο Δημόσιο.
Στο μικροσκόπιο των θεσμών θα μπουν και τα τελευταία στοιχεία εκτέλεσης του προϋπολογισμού, ενώ θα εξεταστεί κατά πόσο είναι επιτεύξιμος ο στόχος για έσοδα 557 εκατ. ευρώ από τον περιορισμό της φοροδιαφυγής μέσω της επέκτασης των ηλεκτρονικών πληρωμών.
Στόχος της κυβέρνησης είναι να κλείσουν όλα τα θέματα εγκαίρως, ώστε η έκθεση των θεσμών στις 27 Φεβρουαρίου να είναι θετική για τη χώρα μας και το Eurogroup της 16ης Μαρτίου, που θα τη συζητήσει, να αποτελέσει την αφετηρία θετικών εξελίξεων για τα πρωτογενή πλεονάσματα, τη χρήση των κερδών των ομολόγων σε επενδύσεις και τη μεταφορά των υπερπλεονασμάτων σε επόμενα χρόνια.