Των Κ. Πλάντζου, Μ. Λαμπαδίτη, Στ. Μορφίδη, Ι. Αντύπα
Το πολιτικό «παζάρι», για το πόσο να κόψει και τι να αφήσει, ξεκινά πλέον στη διαπραγμάτευση για την αξιολόγηση η κυβέρνηση.
Σύμφωνα με κυβερνητικές πηγές, στο Euroworking Group επιβεβαιώθηκε η σημαντική πρόοδος η οποία έχει καταγραφεί από την ελληνική πλευρά, ως προς την ολοκλήρωση της δεύτερης αξιολόγησης, ενώ έγινε αναφορά και στα θετικά μέτρα που έχουν συμφωνήσει οι δύο πλευρές.
Στόχος όλων αποτελεί η όσο το δυνατόν ταχύτερη επίτευξη μιας συμφωνίας σε τεχνικό επίπεδο (Staff Level Agreement) και οι εργασίες θα συνεχιστούν προς αυτή την κατεύθυνση και την επόμενη εβδομάδα, μέσω προγραμματισμένων τηλεδιασκέψεων σε τεχνικό επίπεδο αλλά και σε επίπεδο επικεφαλής τεχνοκρατών, πριν από το Eurogroup της 20ης Μαρτίου.
Ούτε τότε ακόμα όμως θα υπάρχει συμφωνία. Συνεργάτες του υπουργού Οικονομικών έλεγαν χθες σε συνομιλητές τους μετά την τελική σύσκεψη με τους θεσμούς πως «στο Eurogroup θα παρουσιάσουμε μεγαλύτερη πρόοδο» και, άρα όλα τα μεγάλα ανοικτά θέματα μετατίθενται για Απρίλιο.
Την ερχόμενη Δευτέρα ή Τρίτη πάντως θα ξεκαθαρίσει τελικά το ύψος των πρόσθετων μέτρων που θα απαιτηθούν, αν και ειδικά για το 2018 συνεργάτες του υπουργού Οικονομικών έλεγαν πως «θα είναι μικρό και δεν απασχολεί κανέναν». Οι ίδιες πηγές υποστήριζαν πως το μεγαλύτερο μέρος του «κενού» για το 2018 καλύφθηκε από περικοπές δαπανών και επιδομάτων, με βάση και την υπερείσπραξη εσόδων του 2016.
«Ιδεοληψίες» του ΔΝΤ
Όλα τα νέα μέτρα για συντάξεις και αφορολόγητο μπήκαν ήδη στο τραπέζι και οι διαφωνίες με τους δανειστές αφορούν πλέον στο πόσο βαθιά και πότε (για το 2019 ή 2020 λένε στην κυβέρνηση) θα μπει το «μαχαίρι». Ως και την τελευταία στιγμή πριν από την αναχώρησή τους, οι δανειστές αξίωναν την «ακαριαία» αφαίμαξη της προσωπικής διαφοράς το 2019 ή 2020.
Στα εργασιακά οι Ευρωπαίοι έχουν αφήσει το ΔΝΤ και «κάνει παιχνίδι» πιέζοντας για την απελευθέρωση των απολύσεων στον ιδιωτικό τομέα και το δικαίωμα ανταπεργίας εκ μέρους των εργοδοτών.
«Είναι οι γνωστές ιδεοληψίες του ΔΝΤ» έλεγε στέλεχος της κυβέρνησης που μετείχε στις χθεσινές συνομιλίες με τους θεσμούς. «Κόκκινο πανί» θεωρείται για το Ταμείο και το σχέδιο επαναφοράς των συλλογικών διαπραγματεύσεων.
Πώληση μονάδων της ΔΕΗ
Τεχνική εμπλοκή εκδηλώθηκε την τελευταία στιγμή πάντως στα Ενεργειακά, λόγω παρέμβασης της Ευρωπαϊκής Επιτροπής Ανταγωνισμού που αλλάζει τα δεδομένα. Οι πιστωτές δεν κάνουν πίσω στις πιέσεις τους για πώληση λιγνιτικών και υδροηλεκτρικών μονάδων της ΔΕΗ και πλέον η κυβέρνηση φέρεται να το συζητά επιχειρώντας ιδίως καθώς αναγνωρίζει και η ίδια την αδυναμία επίτευξης των δεσμευτικών στόχων για τη μείωση των μεριδίων της ΔΕΗ μέσω των ΝΟΜΕ. Αυτό όμως το οποίο μεθοδεύει είναι η αξιολόγηση των ΝΟΜΕ να μεταφερθεί για Δεκέμβριο, και όχι Ιούνιο, ώστε η διαδικασία πώλησης των μονάδων να μεταφερθεί για το 2018.
Εξωδικαστικός συμβιμβασμός
Συμφωνία καταγράφεται στο μεγαλύτερο μέρος του εξωδικαστικού συμβιβασμού, με τη βάση εκκίνησης για ένταξη στη ρύθμιση να ξεκινά από τα 20.000 ευρώ οφειλής. Επίσης τα δύο μέρη φαίνεται ότι συμφώνησαν να εξαιρεθούν από το «κούρεμα» μόνο οι ασφαλιστικές εισφορές και οι φόροι υπέρ τρίτων. Περιλαμβάνονται όμως στο «κούρεμα» ο ΦΠΑ και ο Φόρος Μισθωτών Υπηρεσιών.
Τα πρόστιμα «κουρεύονται» σε ποσοστό έως 95% και οι προσαυξήσεις έως 85%. Το Δημόσιο εμμένει στη θέση του να εξοφλείται το ανώτερο σε 120 δόσεις.
Ένα απ’ τα βασικά ανοικτά ζητήματα είναι κατά πόσο θα εξαιρεθούν από την ένταξη στη διαδικασία του εξωδικαστικού μηχανισμού οι επιχειρήσεις που συγκεντρώνουν το 85% των οφειλών τους σε έναν πιστωτή
Ούτε βήμα πίσω σε εργασιακό και κατάργηση της προσωπικής διαφοράς
Ως και την ύστατη ώρα πριν από την αναχώρησή τους, οι δανειστές δεν έκαναν ούτε ένα βήμα πίσω από τις αξιώσεις που είχαν προβάλλει εξ αρχής στο ασφαλιστικό και το εργασιακό.
Το εργασιακό έπεσε και πάλι σε τοίχο με όλα τα φλέγοντα θέματα του πακέτου ανοιχτά. Οι δανειστές επιμένουν στην απελευθέρωση των ομαδικών απολύσεων, την ανταπεργία, τις αλλαγές στον συνδικαλιστικό νόμο, τον καθορισμό του κατώτατου μισθού από την κυβέρνηση και στην υπερίσχυση των επιχειρησιακών συμβάσεων εργασίας έναντι των κλαδικών.
Ειδικά το ΔΝΤ έχει ιδεολογική εμμονή με τις ομαδικές απολύσεις, θεωρώντας «μη λογικό» να μη δοθεί στους επενδυτές το «εργαλείο» των ομαδικών απολύσεων τη στιγμή που παρέχονται άλλες διευκολύνσεις, όπως οι μειωμένοι μισθοί και οι ευέλικτες μορφές απασχόλησης.
Το Ταμείο αλλά και η Κομισιόν, η οποία δε διαχωρίζει ανοιχτά τη θέση της , ζητούν αύξηση του ορίου των απολύσεων στο 10 % μηνιαίως από 5% που είναι σήμερα (και μέχρι 30 απασχολούμενους) για επιχειρήσεις με πάνω από 150 εργαζομένους καθώς και κατάργηση της προέγκρισής των απολύσεων από το κράτος.
Την ίδια ώρα, έκλεισαν ερμητικά κάθε παράθυρο για την επαναφορά των συλλογικών διαπραγματεύσεων, αίτημα που αποτελούσε «σημαία» για τον κ. Κατρούγκαλο και την κ. Αχτσιόγλου.
Σε όλα τα κείμενά τους αναφέρουν ότι η Αθήνα δεν πρέπει να πάρει πίσω «μεταρρυθμίσεις» του 2012, θεωρώντας «κόκκινο πανί» την επαναφορά στο παλαιό καθεστώς των κλαδικών διαπραγματεύσεων συμβάσεων που πιστεύουν ότι είναι η γενεσιουργός αιτία πολλών δεινών.
«Ακαριαία» περικοπή των συντάξεων
Στο ασφαλιστικό, η κ. Ντέλια Βελκουλέσκου επιμένει στην αφαίμαξη της προσωπικής διαφοράς «ακαριαία» στις συντάξεις το 2019 ή το 2020 αποκρούοντας το αίτημα της ελληνικής πλευράς για εφαρμογή μεταβατικής περιόδου σε βάθος 5 ετών από το 2020 έως το 2025.
Οι Έλληνες αξιωματούχοι προσπάθησαν να πείσουν τους δανειστές να δεχτούν τη σταδιακή μείωση των συντάξεων με το επιχείρημα ότι σε καμία ευρωπαϊκή χώρα δεν εφαρμόζονται δραστικές αλλαγές στο ασφαλιστικό χωρίς μεταβατική περίοδο.
Η ελληνική πλευρά εμμένει η μεταβατική περίοδος να αρχίσει από το 2020 ώστε οι περικοπές να έρθουν σταδιακά στους συνταξιούχους , προσδοκώντας να αντισταθμισθούν από τα «θετικά» αντίμετρα.
Ωστόσο οι αντισταθμιστικές ελαφρύνσεις που πρότεινε η κυβέρνηση απορρίφθηκαν καθώς οι δανειστές θέλουν να κυριαρχεί ο αναπτυξιακός χαρακτήρας ενώ η ελληνική πλευρά πριμοδοτεί την κοινωνική χροιά των μέτρων.
Το επικρατέστερο σενάριο προβλέπει την περικοπή της «προσωπικής διαφοράς» στις κύριες συντάξεις άνω των 600-700. Αυτό σημαίνει ότι η μέση σύνταξη αυτού του επιπέδου θα μειωθεί κατά περίπου 10% ενώ η περικοπή θα αγγίξει το 30% στις συντάξεις άνω των 1000-1200 ευρώ.