Η συμφωνία του Eurogroup χθες το βράδυ, ύστερα από τη μαραθώνια τηλεδιάσκεψη που απλώθηκε σε τρεις ημέρες, χαιρετίστηκε ως επιτυχία από τους υπουργούς Οικονομικών, αλλά στην ουσία το μεγαλύτερο επίτευγμα είναι ότι αποφεύχθηκε το ναυάγιο.

Το πρώτο συμπέρασμα είναι ότι τα κορωνο-ομόλογα τέθηκαν εκτός συζήτησης. Το θρίλερ με την Ολλανδία που έλεγε «όχι σε όλα» οδήγησε σε κορύφωση της αγωνίας για πιθανό ναυάγιο των διαπραγματεύσεων, με αποτέλεσμα το πακέτο που ανακοινώθηκε να αποτελεί μια ανακούφιση.

Η συμφωνία προβλέπει κινητοποίηση περίπου 550 δισ. ευρώ, με συνδυασμό κονδυλίων 100 δισ. ευρώ για ενίσχυση της απασχόλησης, 200 δισ. ευρώ για δάνεια σε επιχειρήσεις και περίπου 240 δισ. ευρώ από τον ESM για δάνεια που θα δοθούν στα κράτη για δαπάνες που σχετίζονται με την θεραπεία, την πρόληψη και την περίθαλψη για τον κορωνοϊό.

Ανοίγει επίσης και μια συζήτηση για ένα Ταμείο Ανάκαμψης το οποίο θα χρηματοδοτήσει την επόμενη μέρα για να ανακάμψει η οικονομία. Το κεφάλαιο αυτό, που ίσως αποδειχθεί και το σημαντικότερο, αποτελεί προς το παρόν «άγνωστο χ» αφού ουδέν συμφωνήθηκε επ’ αυτού, πέραν του ότι θα είναι «προσωρινό», όπως ήθελαν οι χώρες του Βορρά.

Η μορφή του Ταμείου αυτού θα είναι και η δύσκολη συζήτηση, γιατί εκεί θα κριθεί εάν οι χώρες μέλη θα συμφωνήσουν να φτιάξουν ένα μηχανισμό κοινής χρηματοδότησης που θα ανήκει στον προϋπολογισμό της Ε.Ε. και άρα δεν θα επιβαρύνει το χρέος της κάθε χώρας που θα χρηματοδοτείται. Κάτι τέτοιο -που μοιάζει κάπως με ευρωομόλογο- θέλει η Κομισιόν και οι χώρες του Νότου, ενώ οι Βόρειοι ζητούν να ενταχθεί και αυτό σε κανόνες δανεισμού με τη στήριξη του ESM.

Είναι σαφές, λοιπόν, ότι η ουσιαστική διαπραγμάτευση δεν τελείωσε, απλώς παραπέμφθηκε να γίνει σε δεύτερη φάση.

Αντίθετα, τα χρήματα του ESM επιβαρύνουν το δημόσιο χρέος και, μπορεί μεν να μην υπάρχουν ειδικοί κανόνες «μνημονιακού» τύπου, πέραν της υποχρέωσης να πάνε στα συστήματα υγείας, αλλά θα υπάρχει η δημοσιονομική παρακολούθηση που προβλέπει το Σύμφωνο Σταθερότητας, το οποίο θέτει από μόνο του αρκετούς περιορισμούς.

Ένα μέτρο σύγκρισης για να αξιολογηθεί η απόφαση είναι ότι μόλις προχθές η πρόεδρος της ΕΚΤ Κριστίν Λαγκάρντ έλεγε, σύμφωνα με το Reuters ότι χρειαζόταν ένα «πακέτο» τουλάχιστον 1,5 τρισ. ευρώ από τις κυβερνήσεις για να αντιμετωπιστεί η πρωτοφανής ύφεσης που έρχεται.

Η ΕΚΤ πράγματι έχει λάβει δραστικά έκτακτα μέτρα για την αντιμετώπιση της κρίσης, διευρύνοντας το πρόγραμμα αγοράς ομολόγων (τύπωμα χρήματος) αλλά και αλλάζοντας τους κανόνες έτσι ώστε να μπορεί να αγοράζει και να δέχεται ως εγγύηση «ό,τι χαρτί κυκλοφορεί» για να παράσχει ρευστότητα στις τράπεζες.

Εάν επιβεβαιωθούν οι εκτιμήσεις της κυρίας Λαγκάρντ ότι φέτος η ύφεση στην Ευρωζώνη θα φτάσει το 10% στην ευρωζώνη φέτος κατανοητό γιατί αναφέρθηκε σε τέτοια νούμερα.

Άλλωστε από την άλλη πλευρά του Ατλαντικού, τα δάνεια που θα δοθούν σε μικρομεσαίες επιχειρήσεις για την αντιμετώπιση της κρίσης που προκαλεί η πανδημία, με χρηματοδότηση από την ομοσπονδιακή τράπεζες (FED) ανέρχονται σε 600 δισ. δολάρια -τριπλάσια από εκείνα της ΕΤΕπ- και μάλιστα εντάσσονται σε ένα ευρύτερο πακέτο χορήγησης ρευστότητας που φτάνει συνολικά τα 2,3 δισ. δολάρια.