Η εξέλιξη διάρθρωσης της κλαδικής απασχόλησης στην Ελλάδα την περίοδο 2008-2023 είναι το θέμα της μελέτης της Eurobank «7 ημέρες Οικονομία».
Κατά τη διάρκεια της εγχώριας δημοσιονομικής κρίσης, πέρα από την εξυγίανση των δημόσιων οικονομικών αναδείχθηκε και το θέμα της μεταβολής του αναπτυξιακού προτύπου της ελληνικής οικονομίας προς κλάδους οι οποίοι παράγουν διεθνώς εμπορεύσιμα αγαθά και υπηρεσίες, με σκοπό η ανάπτυξή της να είναι μακροχρόνια και βιώσιμη.
Για την επίτευξη του συγκεκριμένου στόχου είναι αναγκαία μεταξύ άλλων η μετατόπιση/κατεύθυνση κατάλληλα εξειδικευμένου ανθρώπινου δυναμικού προς κλάδους με παραγωγή διεθνώς εμπορεύσιμη.
Σκοπός του συγκεκριμένου σημειώματος, αναφέρουν οι αναλυτές της Eurobank, είναι να διερευνήσει κατά πόσο υπάρχουν μεταβολές στην κλαδική απασχόληση (μονοψήφιοι κλάδοι κατά ΣΤΑΚΟΔ 2008) που να δείχνουν μετατόπισή της προς κλάδους με διεθνώς εμπορεύσιμη παραγωγή, χρησιμοποιώντας δεδομένα που δημοσιεύει η ΕΛΣΤΑΤ για την περίοδο 2008-2023.
Σχετικά με το ποιοι κλάδοι έχουν διεθνώς εμπορεύσιμη παραγωγή, για τους σκοπούς του παρόντος σημειώματος ακολουθήθηκε η προσέγγιση των Αναστασάτου και Χαρδούβελη (2012) σύμφωνα με την οποία ως τέτοιοι θεωρούνται ο Πρωτογενής τομέας, και οι κλάδοι Ορυχείων-Λατομείων, Μεταποίησης, Καταλύματος-Εστίασης και Μεταφοράς-Αποθήκευσης.
Από την ανάλυση δεδομένων κλαδικής απασχόλησης για την περίοδο 2008-2023 προκύπτουν ενδείξεις ότι το αναπτυξιακό υπόδειγμα της ελληνικής οικονομίας – τουλάχιστον σε όρους απασχόλησης – μετατοπίζεται, έστω οριακά, προς κλάδους με διεθνώς εμπορεύσιμη παραγωγή. Ωστόσο, η μέχρι τώρα αύξηση του μεριδίου τους στη συνολική απασχόληση είναι αφενός μικρή και αφετέρου στηρίζεται από κλάδους παροχής διεθνώς εμπορεύσιμων υπηρεσιών.
Είναι όμως σημαντικό να ενισχυθεί καθοριστικά η απασχόληση και στους κλάδους που παράγουν διεθνώς εμπορεύσιμα προϊόντα. Η ενίσχυση της παραγωγής των συγκεκριμένων κλάδων θα έχει πολλαπλές ωφέλειες για την ελληνική οικονομία αφού θα συνεχισθεί η μείωση της ανεργίας και η δημιουργία περισσότερων και μονιμότερου χαρακτήρα θέσεων απασχόλησης συγκριτικά με κλάδους διεθνώς εμπορεύσιμων υπηρεσιών που παρουσιάζουν έντονη εποχικότητα, ενώ θα βελτιωθεί και το εξωτερικό ισοζύγιο.
Την περίοδο 2008-2023 οι κλάδοι με τα υψηλότερα μερίδια στην συνολική απασχόληση ήταν το Χονδρικό-Λιανικό εμπόριο (17,9% της συνολικής απασχόλησης, κατά μέσο όρο), ο Πρωτογενής τομέας (12,1%), η Μεταποίηση (9,9%), η Δημόσια διοίκηση και άμυνα-Υποχρεωτική κοινωνική ασφάλιση (8,8%), οι Δραστηριότητες παροχής Καταλύματος-Εστίασης (8,4%), η Εκπαίδευση (7,9%) και η Υγεία-Κοινωνική μέριμνα (6,2%). Από την άλλη πλευρά, τα χαμηλότερα ποσοστά στη συνολική απασχόληση έχουν οι κλάδοι Δραστηριοτήτων ετερόδικων οργανισμών και φορέων (0,1%), Ακίνητης περιουσίας (0,2%), Ορυχείων-Λατομείων (0,3%), Παροχής νερού-Επεξεργασίας λυμάτων-Διαχείρισης αποβλήτων-Δραστηριοτήτων εξυγίανσης (0,7%) και Παροχής ηλεκτρικού ρεύματος-Φυσικού αερίου-Ατμού-Κλιματισμού (0,8%). Επισημαίνεται πως, από τους συγκεκριμένους κλάδους αυτός της Διαχείρισης ακίνητης περιουσίας αν και απορροφά το 0,3% της απασχόλησης παρουσιάζει διαχρονικά το υψηλότερο μερίδιο στην ακαθάριστη προστιθέμενη αξία (16,7% κατά μέσο όρο). Από όσα αναφέρθηκαν πιο πάνω προκύπτει ότι την υπό εξέταση περίοδο οι κλάδοι με τα υψηλότερα μερίδια στη συνολική απασχόληση είναι κυρίως κλάδοι παροχής υπηρεσιών οι οποίοι συγκεντρώνουν τους μισούς περίπου απασχολούμενους της χώρας (49,1% κατά μέσο όρο) και συνεισφέρουν περίπου το 40% (38,6%) της ακαθάριστης προστιθέμενης αξίας της ελληνικής οικονομίας. Συνολικά, από όλους τους μονοψήφιους κλάδους της ελληνικής οικονομίας, αυτοί με διεθνώς εμπορεύσιμη παραγωγή – όπως ορίστηκαν στην αρχή του σημειώματος (δηλαδή ο Πρωτογενής τομέας, η Μεταποίηση, οι Δραστηριότητες υπηρεσιών παροχής καταλύματος και εστίασης, τα Ορυχεία-Λατομεία και η Μεταφορά-Αποθήκευση) έχουν μέσο μερίδιο στην απασχόληση και στην ακαθάριστη προστιθέμενη αξία 35,6% και 26,6%, αντίστοιχα. Κατά συνέπεια, οι κλάδοι με μη διεθνώς εμπορεύσιμη παραγωγή απορροφούν το 64,4% της απασχόλησης και συνεισφέρουν το 73,4% της ακαθάριστης προστιθέμενης αξίας.
Η σημαντικότερη, όμως, ωφέλεια που θα προκύψει για την ελληνική οικονομία θα προέλθει από τις επενδύσεις σε αναγκαίο κεφαλαιουχικό εξοπλισμό, δηλαδή σε αμιγώς παραγωγικές επενδύσεις, οι οποίες θα συμβάλουν στον περιορισμό του μεγάλου επενδυτικού κενού που παρουσιάζει η Ελλάδα συγκριτικά με το σύνολο της Ευρωζώνης.
Η μείωση του μέσω επενδύσεων, τόσο από εγχώριες όσο από άμεσες ξένες επενδύσεις θα συμβάλει στη βελτίωση της παραγωγικότητας της εργασίας, του εθνικού εισοδήματος, του βιοτικού επιπέδου των πολιτών και συνολικά στη μακροχρόνια βιωσιμότητα της ελληνικής οικονομίας.
Δείτε ΕΔΩ όλη την ανάλυση