Στην εκτίμηση ότι το υψηλό πρωτογενές πλεόνασμα ενισχύει την αξιοπιστία στη χώρα μας λίγο πριν την ολοκλήρωση του τρίτου προγράμματος, προβαίνει σε έκθεση της η Διεύθυνση Οικονομικής Ανάλυσης της Εθνικής Τράπεζας. Οι αναλυτές της τράπεζας μάλιστα εκτιμούν πως με δεδομένο το υπερπλεόνασμα που επιτεύχθηκε πέρυσι (4,2% του ΑΕΠ), «η δημοσιονομική πολιτική πλέον δεν θα είναι συσταλτική στην οικονομική δραστηριότητα».
Ακολουθεί η περίληψη της ανάλυσης:
«Η νέα υπέρβαση του στόχου για πρωτογενές πλεόνασμα που ανήλθε το 2017 στο 4,2% του ΑΕΠ – υπερδιπλάσιο του στόχου του προγράμματος για το συγκεκριμένο έτος – από 3,8% του ΑΕΠ το 2016 και 0,6% του ΑΕΠ το 2015, υπογραμμίζει τη συνεπή πρόοδο στη δημοσιονομική προσαρμογή.
Θα πρέπει να υπογραμμισθεί ότι για δεύτερη χρονιά το διευρυμένο πλεόνασμα στο σύστημα κοινωνικής ασφάλισης αποτέλεσε το βασικό θεμέλιο της υπεραπόδοσης, σημειώνοντας πλεόνασμα 1,7% του ΑΕΠ σε σύγκριση με 1,2% του ΑΕΠ το 2016 (έναντι αρχικών εκτιμήσεων για έλλειμμα) και έλλειμμα 0,3% του ΑΕΠ το 2015. Ομολογουμένως, η βελτίωση αυτή αντανακλά τόσο τις θετικές τάσεις στο σκέλος των εσόδων των φορέων κοινωνικής ασφάλισης (ετήσια αύξηση 0,3% του ΑΕΠ, εξαιρουμένων των μεταβιβάσεων από την κεντρική κυβέρνηση) όσο και τη μείωση δαπανών κατά 0,2% του ΑΕΠ σε σχέση με το 2016 (εξαιρουμένης της δαπάνης από την ενσωμάτωση δημοσίων υπαλλήλων στον ΕΦΚΑ). Οι ανωτέρω τάσεις εκτιμάται ότι θα διατηρηθούν τη διετία 2018-19.
Στη θετική πορεία των εσόδων εκτιμάται ότι συνεισέφερε και η ανάκαμψη της απασχόλησης, η οποία μεταφράστηκε σε αυξημένες εισφορές εργοδοτών και εργαζομένων (0,15% του ΑΕΠ), κυρίως από μισθωτή εργασία, ενώ σε επίπεδο ελεύθερων επαγγελματιών τα έσοδα από τη σημαντική αύξηση των εισφορών για μεσαία και υψηλότερα εισοδήματα αντισταθμίστηκαν από τη μείωση των καταβολών για μικρά εισοδήματα, που αντιστοιχούν και στο μεγαλύτερο ποσοστό των ελεύθερων επαγγελματιών. Σημαντική αύξηση σημείωσαν και τα έσοδα από ρυθμίσεις οφειλών προηγούμενων ετών, όπως και από κατασχέσεις έναντι οφειλών (εκτιμώμενη ετήσια αύξηση 0,17% του ΑΕΠ συνολικά). Οι ανωτέρω παράγοντες αναμένεται να συνεχίσουν να στηρίζουν τα έσοδα τη διετία 2018-19, αλλά η κρίσιμη παράμετρος για τη διατήρηση της θετικής δυναμικής στο σκέλος των εσόδων από εισφορές τα επόμενα χρόνια θα είναι η συνεχιζόμενη βελτίωση των συνθηκών στην αγορά εργασίας, σε συνδυασμό με τη σταδιακή αύξηση των μισθών που αναμένεται να ξεκινήσει το 2018.
Στο σκέλος της δαπάνης του συστήματος κοινωνικής ασφάλισης σημειώθηκε ετήσια μείωση 0,3% του ΑΕΠ, η οποία αποτυπώνει τις σωρευτικές εξοικονομήσεις από την πλήρη εφαρμογή των παρεμβάσεων που νομοθετήθηκαν την τελευταία οκταετία, σε συνδυασμό με την επιβράδυνση των νέων συνταξιοδοτήσεων μετά την επιτάχυνση που είχε σημειωθεί τα προηγούμενα χρόνια, ενόψει της σταδιακής εφαρμογής δυσμενέστερων όρων και παροχών συνταξιοδότησης. Ακόμη κι αν ληφθεί υπόψη το επιπρόσθετο κόστος για την πληρωμή εκκρεμών συντάξεων και τη μερική εφαρμογή αποφάσεων του Συμβουλίου της Επικρατείας, το μεγαλύτερο τμήμα της προσαρμογής στο σκέλος της δαπάνης θεωρείται διατηρήσιμο δεδομένης της εκτίμησης για μόνιμη επιβράδυνση στις νέες αιτήσεις συνταξιοδότησης, τη συρρίκνωση στα ποσοστά αναπλήρωσης στις συντάξιμες αποδοχές και της άμεσης συνάρτησης μελλοντικών αυξήσεων στις συντάξεις με το ρυθμό αύξησης του ονομαστικού ΑΕΠ.
Σε επίπεδο κεντρικής διοίκησης το πλεόνασμα διατηρήθηκε σε ύψος σχεδόν αντίστοιχο με αυτό του 2016 – 2,1% του ΑΕΠ έναντι 2,2% του ΑΕΠ το 2016 – αντανακλώντας τον αξιόπιστο έλεγχο των δαπανών.
Τα φορολογικά έσοδα παρέμειναν σχεδόν αμετάβλητα σε απόλυτους όρους (ενώ σημείωσαν οριακή υποχώρηση 0,15% του ΑΕΠ σε ετήσια βάση, εξαιρουμένων εσόδων από ρυθμίσεις οφειλών προηγούμενων ετών), καθώς η συνεχιζόμενη αύξηση των εσόδων από έμμεσους φόρους (κυρίως από το ΦΠΑ) συνοδεύτηκε από μείωση, σε ετήσια βάση, των συνολικών εσόδων από άμεσους (κυρίως από το φόρο εισοδήματος φυσικών και νομικών προσώπων). Τα έσοδα από το ΦΠΑ παραμένουν το πιο αξιόπιστο τμήμα των φορολογικών εσόδων και καταδεικνύουν μια αυξημένη ελαστικότητα στην υποκείμενη οικονομική δραστηριότητα – αύξηση 5,5% ετησίως το 2017 έναντι αύξησης της ονομαστικής εγχώριας ζήτησης κατά 3,9% – αντανακλώντας, μεταξύ άλλων, τα διατηρήσιμα οφέλη στη φορολογική συμμόρφωση που αποφέρει ο υπερ-τριπλασιασμός στην αξία των ηλεκτρονικών συναλλαγών την τελευταία διετία. Η τάση αυτή είναι ενθαρρυντική – και επιβεβαιώνεται από τα στοιχεία εκτέλεσης του προϋπολογισμού στο 3μηνο του 2018 – δεδομένου ότι ο συγκεκριμένος φόρος εκτιμάται ότι θα υπεραποδώσει, εκ νέου, στο σύνολο του 2018 (το 2017 υπερέβη κατά 0,2% του ΑΕΠ τον αντίστοιχο στόχο του προϋπολογισμού για το 2017), συνεισφέροντας στην επίτευξη του στόχου για πλεόνασμα τουλάχιστον 3,5% του ΑΕΠ το 2018.
Αξίζει, επίσης, να επισημανθεί ότι με δεδομένο το υπερπλεόνασμα το 2017 (4,2% του ΑΕΠ), η καθαρή επίδραση της δημοσιονομικής πολιτικής στην οικονομική δραστηριότητα το 2018 εκτιμάται ότι δε θα είναι πλέον συσταλτική – για πρώτη φορά την τελευταία οκταετία – εφόσον επιτευχθεί ο στόχος του προγράμματος για το πρωτογενές πλεόνασμα (3,5% του ΑΕΠ) ή ακόμη και ο υψηλότερος στόχος πλεονάσματος που περιλαμβάνει ο Κρατικός προϋπολογισμός για το 2018 (3,8% του ΑΕΠ). Η σχετική δημοσιονομική χαλάρωση και η αντίστοιχη ώθηση στην οικονομική δραστηριότητα εκτιμάται ότι θα ανέλθει σε, τουλάχιστον, 0,4-0,7% του ΑΕΠ το 2018, σε αντίθεση με την αρνητική επίδραση στην οικονομική δραστηριότητα το 2017, της τάξης του -1,2% ετησίως.
Παράλληλα, το μεγαλύτερο πλεόνασμα, ουσιαστικά, μεταφράζεται σε καθαρή συνεισφορά τουλάχιστον 2,7 δισ. ευρώ στο απόθεμα διαθεσίμων που συσσωρεύεται από το Ελληνικό Δημόσιο ενόψει της ολοκλήρωσης του 3ου προγράμματος (αφού ληφθούν υπόψη και οι πληρωμές από εθνικούς πόρους για εκκαθάριση των οφειλών του δημόσιου προς τον ιδιωτικό τομέα). Τέλος, η υπεραπόδοση συντείνει στη διατήρηση της πτωτική τροχιάς του δημοσίου χρέους που ξεκίνησε το 2017, ένα χρόνο νωρίτερα από τις επίσημες προβλέψεις που είχαν γίνει την τελευταία διετία και προσδιόριζαν το 2018 ως το χρονικό σημείο έναρξης της πτωτικής του πορείας».
Για να διαβάσετε όλη τη μελέτη πατήστε ΕΔΩ