Τη βεβαιότητά του ότι το οικονομικό και επιχειρηματικό περιβάλλον και κατ’ επέκταση η ελκυστικότητα της χώρας ως προς την προσέλκυση επενδύσεων έχουν βελτιωθεί, εκφράζει μιλώντας στο ΑΠΕ-ΜΠΕ ο διευθύνων σύμβουλος της Ernst & Young Ελλάδος, Παναγιώτης Παπάζογλου. Ωστόσο επισημαίνει ότι «απομένουν πολλά να γίνουν, ώστε να μετουσιωθεί η ελκυστικότητα σε πολλές και ουσιαστικές επενδύσεις».
Αναφερόμενος στα αποτελέσματα πρόσφατης έρευνας «EY Attractiveness Survey: Ελλάδα», ο κ. Παπάζογλου σημειώνει ότι η επενδυτική κοινότητα εξετάζει ξανά, μετά από χρόνια, πιθανές επενδύσεις στη χώρα μας, ωστόσο, περιμένει να δει αρκετές αλλαγές για να μετατραπεί αυτό το ενδιαφέρον σε συγκεκριμένα έργα. «Σύμφωνα με την έρευνα, αλλά και τη δική μας καθημερινή επαφή με τους επενδυτές, οι αλλαγές που χρειάζονται εντοπίζονται κυρίως στους ακόλουθους τομείς: ελάφρυνση και απλοποίηση της φορολογίας, ενίσχυση της εκπαίδευσης και των δεξιοτήτων του ανθρώπινου δυναμικού, στήριξη της καινοτομίας και των νέων τεχνολογιών, και υποστήριξη των μικρομεσαίων επιχειρήσεων, ιδίως προς την κατεύθυνση της μεγέθυνσής τους» επισημαίνει.
Εστιάζοντας στα προβλήματα που αφορούν ειδικότερα τις επιχειρήσεις, ο κ. Παπάζογλου αναφέρει στο ΑΠΕ-ΜΠΕ ότι η κύρια παθογένεια της ελληνικής επιχειρηματικότητας είναι η έλλειψη εξωστρέφειας. «Για πολλές δεκαετίες, βασιστήκαμε στην εγχώρια αγορά, την ώρα που μια μικρή χώρα, όπως η Ελλάδα, είναι υποχρεωμένη να στραφεί στη διεθνή αγορά για να αναπτυχθεί. Η εικόνα αυτή, ελάχιστα βελτιώθηκε στα χρόνια της δημοσιονομικής προσαρμογής, σε αντίθεση με τις άλλες χώρες που πέρασαν από μνημόνια» τονίζει.
Μια δεύτερη αδυναμία, πάντα με σημαντικές και αξιέπαινες εξαιρέσεις, είναι η περιορισμένη έμφαση στην καινοτομία και τις τεχνολογίες αιχμής, προσθέτει ο κ. Παπάζογλου. Όπως χαρακτηριστικά επισημαίνει, σήμερα, το μεγαλύτερο ποσοστό των Άμεσων Ξένων Επενδύσεων (ΑΞΕ) στην Ευρώπη, πραγματοποιούνται στον τομέα της τεχνολογίας, ο οποίος δημιουργεί και τις περισσότερες νέες θέσεις εργασίας, παρουσιάζοντας την ισχυρότερη ανάπτυξη. «Στον τομέα αυτόν, μας ξεπερνούν σήμερα, χώρες της Ανατολικής Ευρώπης, όπως η Πολωνία, η Ρουμανία και οι χώρες της Βαλτικής, πράγμα που δε θα μπορούσαμε να φανταστούμε πριν από δέκα χρόνια. Τέλος, όπως αναδείχθηκε και από σειρά υποθέσεων που είδαν πρόσφατα το φως της δημοσιότητας, πρέπει να κάνουμε σημαντικά βήματα στο ζήτημα της εταιρικής διακυβέρνησης. Χωρίς καλές πρακτικές εταιρικής διακυβέρνησης, καμία επιχείρηση δεν μπορεί να πάει μακριά σήμερα» υπογραμμίζει.
Ερωτηθείς για τις επενδύσεις που πρέπει να πραγματοποιηθούν στην Ελλάδα προκειμένου η χώρα να επιστρέψει στα προ κρίσης επίπεδα και τους ελκυστικότερους τομείς προς αυτήν την κατεύθυνση, ο κ. Παπάζογλου επισημαίνει ότι, βάσει στοιχείων της Παγκόσμιας Τράπεζας, σε όρους Ακαθάριστου Σχηματισμού Παγίου Κεφαλαίου ως ποσοστό του ΑΕΠ, η Ελλάδα βρίσκεται στο 13,1%, έναντι 18% για την Ιταλία και την Πορτογαλία, 22% για την Ισπανία και 21,1% για το σύνολο της Ε.Ε. «Σημειώστε ότι, για τη χώρα μας, το ποσοστό αυτό το 2007 έφθανε το 27,1%. Από εδώ καταλαβαίνετε την απόσταση που πρέπει να καλύψουμε. Σήμερα, ο τομέας που φαίνεται να συγκεντρώνει το ενδιαφέρον των ξένων επενδυτών είναι ο τουρισμός. Πέρα όμως από την προφανή σημασία του κλάδου, πρέπει να μειώσουμε την εξάρτησή μας – και τους οιονεί κινδύνους που αυτή συνεπάγεται – από έναν μόνο τομέα της οικονομίας, ενισχύοντας περαιτέρω τομείς όπως η ενέργεια, τα logistics και, κυρίως, η τεχνολογία» αναφέρει ο επικεφαλής της EY Ελλάδος.
Οι οικογενειακές επιχειρήσεις και ο κομβικός τους ρόλος στην οικονομία
Μιλώντας στο ΑΠΕ-ΜΠΕ ο κ. Παπάζογλου εστιάζει στον κομβικό ρόλο που διαδραματίζουν στην ελληνική οικονομία οι οικογενειακές επιχειρήσεις επισημαίνοντας: «Είναι γεγονός ότι οι οικογενειακές επιχειρήσεις πρωταγωνίστησαν στην ανόρθωση της ελληνικής οικονομίας μετά τον πόλεμο, καθώς και στην ταχεία ανάπτυξή της στα χρόνια που ακολούθησαν».
Ερωτηθείς αναφορικά με την ύπαρξη καλών και κακών παραδειγμάτων οικογενειακών επιχειρήσεων στη χώρα ο επικεφαλής της EY επισημαίνει: «Δε θα μιλούσα για “καλές” και “κακές” επιχειρήσεις. Θα έλεγα ότι ορισμένες αναπτύχθηκαν εντυπωσιακά, ενώ άλλες δεν άντεξαν, όπως άλλωστε συνέβη και με εισηγμένες, πολυμετοχικές εταιρείες, αλλά και με τις δημόσιες επιχειρήσεις. Στην πρώτη κατηγορία αυτών που ξεχώρισαν, θα βρείτε κυρίως αυτές που στράφηκαν εγκαίρως στις αγορές του εξωτερικού, αυτές που υιοθέτησαν σωστό μοντέλο διοίκησης και εταιρικής και οικογενειακής διακυβέρνησης, αλλά και όσες διαχειρίστηκαν με προσοχή τα ζητήματα του δανεισμού. Σε κάθε περίπτωση, πιστεύω ότι οι οικογενειακές επιχειρήσεις, επειδή ακριβώς έχουν από τη φύση τους σημαντική προσαρμοστικότητα και αντοχή, θα συνεχίσουν να πρωταγωνιστούν και στα χρόνια που έρχονται».
Μεγαλύτερη πρόκληση για τις επιτυχημένες οικογενειακές επιχειρήσεις, ο κ. Παπάζογλου θεωρεί ότι είναι τα θέματα της εταιρικής και της οικογενειακής διακυβέρνησης, και, ειδικότερα, το ευαίσθητο ζήτημα της διαδοχής. «Είναι ένα ζήτημα που χρειάζεται μια εξαιρετικά δομημένη και συγκροτημένη προσέγγιση, απαλλαγμένη, κατά το δυνατόν, από συναισθηματικές φορτίσεις. Για να εξασφαλιστεί το ομαλό πέρασμα των οικογενειακών επιχειρήσεων από γενιά σε γενιά, πρέπει να υπάρξει μια δομημένη, αξιοκρατική και διαφανής διαδικασία, που θα εξασφαλίζει την κατάλληλη προετοιμασία των διαδόχων, την ενσωμάτωσή τους στην εταιρική κουλτούρα και την αποδοχή τους από το σύνολο της επιχείρησης. Δεν είναι απλή υπόθεση, και ξέρω ότι είναι κάτι που στερεί τον ύπνο από τους περισσότερους επικεφαλής οικογενειακών επιχειρήσεων στην Ελλάδα» αναφέρει και συνεχίζει: «Βλέπω, όμως, ότι τα τελευταία χρόνια αυξάνεται ο αριθμός των επιχειρήσεων που το αντιμετωπίζουν με τρόπο οργανωμένο και αποτελεσματικό».
Επίσης, σημειώνει ότι «το ζήτημα της διαδοχής, και της οικογενειακής διακυβέρνησης γενικότερα, είναι ένα από τα θέματα στα οποία θα επικεντρωθεί το πρόγραμμα Family Business που αναλάβαμε πρόσφατα από κοινού με τη Eurobank, για την ενίσχυση των οικογενειακών επιχειρήσεων. Είναι μια πρωτοβουλία στην οποία αποδίδουμε ιδιαίτερη βαρύτητα, αναγνωρίζοντας τον ρόλο που καλούνται να παίξουν οι οικογενειακές επιχειρήσεις τα επόμενα χρόνια».
«Δουλεύουμε καθημερινά με μεγάλο αριθμό οικογενειακών επιχειρήσεων και ζούμε τις προκλήσεις που αντιμετωπίζουν, από πρώτο χέρι. Νομίζω ότι το κύριο ζητούμενο σήμερα, είναι η μεγέθυνση των οικογενειακών επιχειρήσεων – το λεγόμενο “scale up”. Έχουμε πολλές μικρές και πολύ μικρές επιχειρήσεις στη χώρα μας – στη συντριπτική πλειοψηφία τους, οικογενειακές – οι οποίες δε θα γίνουν ποτέ ανταγωνιστικές εξαιτίας αυτού ακριβώς του λόγου» αναφέρει στο ΑΠΕ-ΜΠΕ ο κ. Παπάζογλου. Επίσης, προσθέτει ότι «θα δυσκολευτούν να επεκταθούν στο εξωτερικό, καθώς δεν έχουν την κρίσιμη μάζα και τη διαπραγματευτική δύναμη, και δεν μπορούν να πετύχουν τις απαραίτητες οικονομίες κλίμακας, ούτε να επενδύσουν στην έρευνα ή το απαραίτητο ανθρώπινο δυναμικό. Χρειαζόμαστε, λοιπόν, συγχωνεύσεις επιχειρήσεων ή, τουλάχιστον, συμπράξεις, πράγμα που προϋποθέτει και μια αλλαγή κουλτούρας. Ένα άλλο ζήτημα που μοιράζονται μαζί μας οι οικογενειακές επιχειρήσεις που μας πλησιάζουν, είναι η ανάγκη να κινηθούν με ταχύτερα βήματα στην κατεύθυνση του ψηφιακού μετασχηματισμού. Πράγματι, πολλές διεθνείς έρευνες δείχνουν ότι οι οικογενειακές επιχειρήσεις παγκοσμίως, υστερούν σε αυτόν τον τομέα, ο οποίος θα είναι καθοριστικός για την επιτυχία ή ακόμα και την επιβίωσή τους τα επόμενα χρόνια».
Στελέχη, επιχειρήσεις και «τάσεις φυγής»
Κληθείς να σχολιάσει τις «τάσεις φυγής» επιχειρήσεων αλλά και στελεχών από τη χώρα τα τελευταία χρόνια ο επικεφαλής της EY ξεκαθαρίζει τα πράγματα μιλώντας στο ΑΠΕ-ΜΠΕ. Συγκεκριμένα, αναφορικά με τις επιχειρήσεις υπογραμμίζει ότι υπάρχουν επιχειρήσεις, που είναι κυρίως μικρές, οι οποίες τα τελευταία χρόνια για να αντιμετωπίσουν το μεγάλο βάρος της φορολογίας και των ασφαλιστικών εισφορών, μετέφεραν τις δραστηριότητές τους σε γειτονικές χώρες. Υπάρχουν ορισμένες, ως επί το πλείστον εισηγμένες εταιρείες, που μετέφεραν την έδρα τους στο εξωτερικό για να εξασφαλίσουν καλύτερη πρόσβαση σε χρηματοδότηση. Τέλος, υπάρχουν και εκείνες που, διατηρώντας την παρουσία τους στην Ελλάδα, ξεκίνησαν δραστηριότητες και στο εξωτερικό για να καλύψουν πιο αποτελεσματικά αγορές στις οποίες απευθύνονται. Όπως αναφέρει: «δεν πρέπει να τις βάζουμε όλες μαζί “στο ίδιο τσουβάλι”. Τις δυο πρώτες τάσεις, πρέπει να προσπαθήσουμε να τις αντιστρέψουμε, και νομίζω ότι μπορούμε να το κάνουμε, αν εστιάσουμε στις προτεραιότητες που ανέφερα και νωρίτερα. Την τρίτη τάση, αντίθετα, πρέπει να την ενισχύσουμε και να την προβάλουμε ως παράδειγμα προς μίμηση».
Μιλώντας για το «brain drain» το χαρακτηρίζει «μεγάλη πληγή» γιατί στερεί από τη χώρα πολύτιμα μυαλά, σε μια κρίσιμη περίοδο. «Έχουμε σήμερα, το παράδοξο φαινόμενο να συνδυάζουμε υψηλά ποσοστά ανεργίας, με ελλείψεις ανθρώπινου δυναμικού σε κρίσιμους τομείς. Ο τομέας της πληροφορικής είναι το προφανές παράδειγμα, αλλά δεν είναι το μόνο. Η αντιστροφή της τάσης φυγής, το “brain regain”, δε συναρτάται μόνο – ή κυρίως – με το επίπεδο των αμοιβών. Προϋποθέτει, κυρίως, μια μείωση του μη μισθολογικού κόστους, δηλαδή της φορολογίας εισοδήματος και των ασφαλιστικών εισφορών. Η θετική όψη του νομίσματος είναι ότι όταν ξεκινήσει ο επαναπατρισμός, θα συνδυαστεί με μια πολύτιμη μεταφορά τεχνογνωσίας από τα νέα παιδιά που θα επιστρέφουν».
Σύμφωνα με τον κ. Παπάζογλου, μια σειρά από ελληνικές επιχειρήσεις – μεταξύ των οποίων και η ΕΥ – κατάφεραν στη διάρκεια της κρίσης να δημιουργήσουν νέες θέσεις εργασίας, δίνοντας την ευκαιρία σε νέους επιστήμονες να μείνουν στη χώρα και να ξεκινήσουν μια γερή σταδιοδρομία. «Είναι κάτι για το οποίο αισθανόμαστε ιδιαίτερα περήφανοι» προσθέτει.
Στο πλαίσιο αυτό, η EY επιβραβεύει κάθε χρόνο με τον θεσμό του Entrepreneur Of The Year ΤΜ (EOY) την ελληνική επιχειρηματικότητα. «Η Ελλάδα και η ελληνική επιχειρηματικότητα, χρειάζονται ένα νέο πειστικό αφήγημα, που θα εμπνεύσει την κοινωνία, και ιδιαίτερα τους νέους. Ένα αφήγημα, που θα επιβεβαιώνει ότι η υγιής επιχειρηματικότητα είναι αυτή στην οποία μπορεί, και πρέπει, να βασιστεί η βιώσιμη ανάπτυξη, για να βρει η χώρα μας τη θέση που της αξίζει. Αυτό δεν μπορεί να γίνει με βάση το μοντέλο της επιχειρηματικότητας των προηγούμενων δεκαετιών. Θα πρέπει να είναι μια επιχειρηματικότητα εξωστρεφής, τολμηρή, απαλλαγμένη από τον εναγκαλισμό του κράτους, με έμφαση στην καινοτομία και την τεχνολογία, με σεβασμό στους κανόνες εταιρικής διακυβέρνησης, και με συναίσθηση του ευρύτερου κοινωνικού της ρόλου. Αυτοί είναι οι επιχειρηματίες που αναζητούμε να βραβεύσουμε και να αναδείξουμε» επισημαίνει ο κ. Παπάζογλου.
Παράλληλα, επισημαίνει στο ΑΠΕ-ΜΠΕ ότι τα χαρακτηριστικά των Ελλήνων επιχειρηματιών που ξεχωρίζουν, έχουν διαφοροποιηθεί αρκετά τα τελευταία χρόνια, πράγμα φυσιολογικό αν αναλογιστεί κανείς το τι έχει περάσει η χώρα όλο αυτό το διάστημα. «Προφανώς, το προφίλ του επιχειρηματία την περίοδο της πλασματικής ανάπτυξης κατά τη δεκαετία που προηγήθηκε της κρίσης, ήταν διαφορετικό από αυτό του επιχειρηματία που αγωνιζόταν για την επιβίωση της επιχείρησής του κατά τα τελευταία χρόνια. Οι επιχειρηματίες που βλέπουμε να ξεχωρίζουν σήμερα, είναι πιο εξωστρεφείς, αντιλαμβάνονται καλύτερα τις δραστικές αλλαγές που συντελούνται διεθνώς, και προσανατολίζονται περισσότερο στην καινοτομία και τις νέες τεχνολογίες. Αυτό που τους ενώνει όλους, ωστόσο, είναι το πάθος για τη δουλειά τους, η δημιουργικότητα, το όραμα, και το πείσμα που τους επιτρέπει να μην τα βάζουν κάτω όταν βρίσκονται αντιμέτωποι με τις προκλήσεις που ζήσαμε και ζούμε» σημειώνει.