Το προσχέδιο προϋπολογισμού 2021 κατατίθεται σε συνθήκες πρωτόγνωρης υγειονομικής και οικονομικής κρίσης που καθιστούν εκ των πραγμάτων αβέβαιες τόσο τις μακροοικονομικές όσο και τις δημοσιονομικές του προβλέψεις, αναφέρει το Γραφείο Προϋπολογισμού του Κράτους στη Βουλή σχετικά με το προσχέδιο του προϋπολογισμού.
Ειδικότερα στη γνώμη του για το προσχέδιο του νέου προϋπολογισμού το Γραφείο Προϋπολογισμού του Κράτους αναφέρει μεταξύ άλλων ότι:
«Οι μακροοικονομικές προβλέψεις αναφέρουν ύφεση 8,2% το 2020 και ανάκαμψη 7,5% το 2021. Όσον αφορά το 2020, η πρόβλεψη του προσχεδίου είναι κοντά στο σενάριο μέτριας προσαρμογής του Γραφείου μας (-8,5%) αλλά πιο αισιόδοξη από το σενάριο της αργής προσαρμογής (-9,4%). Για το 2021, η πρόβλεψη του προσχεδίου είναι αρκετά πιο αισιόδοξη από τις αντίστοιχες προβλέψεις διεθνών οργανισμών (ΕΕ 6%, ΟΟΣΑ 4,5%, ΔΝΤ 5,1%).
Οι δημοσιονομικές προβλέψεις του προσχεδίου αποτυπώνουν μια μεγάλη δημοσιονομική επιδείνωση για το τρέχον έτος που οδηγεί σε συνολικό έλλειμμα 14,7 δισ. ευρώ ή 8,6% του ΑΕΠ σε όρους ESA ενώ το πρωτογενές έλλειμμα του 2020 εκτιμάται στα 9,7 δισ.ευρώ (5,7% ΑΕΠ) σε όρους ESA και στα 10,6 δισ. ευρώ (6,2% ΑΕΠ) σε όρους ενισχυμένης εποπτείας. Σε σχέση με το 2019, η πρωτογενής επιδείνωση του 2020 φτάνει κοντά στα 18 δισ. ευρώ (10,1% ΑΕΠ) σε όρους ESA και τα 17,2 δισ. ευρώ (9,7% ΑΕΠ) σε όρους ενισχυμένης εποπτείας.
Για το 2021, προβλέπεται μια σημαντική βελτίωση των δημοσιονομικών μεγεθών που οδηγούν στον περιορισμό του συνολικού ελλείμματος στα 6,9 δισ. ευρώ ή 3,7% του ΑΕΠ σε όρους ESA. Το πρωτογενές έλλειμμα του 2021 εκτιμάται στα 2,1 δισ. ευρώ (1,1% ΑΕΠ) σε όρους ESA και στα 1,9 δισ. (1% ΑΕΠ) σε όρους ενισχυμένης εποπτείας. Οι προβλέψεις για το 2021 ισοδυναμούν με μια πρωτογενή βελτίωση σε σχέση με το 2020 κατά 7,6 δισ. ευρώ (4,6% ΑΕΠ) σε όρους ESA και 8,8 δισ. ευρώ (5,2% ΑΕΠ) σε όρους ενισχυμένης εποπτείας.
Οι μεταβολές των δημοσιονομικών μεγεθών προέρχονται τόσο από τις διακυμάνσεις της οικονομικής δραστηριότητας λόγω της πανδημίας, όσο και από τα έκτακτα δημοσιονομικά μέτρα που εφαρμόζονται για την αντιμετώπισή της. Η διάκριση, ωστόσο, μεταξύ αυτών των δύο πηγών δεν είναι ξεκάθαρη. Ο λόγος είναι πως η κρίσιμη δημοσιονομική επίπτωση της οικονομικής δραστηριότητας προέρχεται από την πλευρά των εσόδων (φόρων και ασφαλιστικών εισφορών), μεγάλο μέρος των οποίων είτε βρίσκεται σε αναστολή είτε καλύπτεται από το κράτος».
Σε ό,τι αφορά τις επιπτώσεις της πανδημίας στις δαπάνες του δημοσίου το Γραφείο Προϋπολογισμού του Κράτους στη Βουλή αναφέρει ότι: «Οι επιπτώσεις από την πλευρά των δαπανών είναι περισσότερο ξεκάθαρες και εντοπίζονται στις μεταβιβάσεις του κρατικού προϋπολογισμού (εκτός γενικής κυβέρνησης) και των Οργανισμών Κοινωνικής Ασφάλισης (ΟΚΑ) καθώς και στις δαπάνες του Προγράμματος Δημοσίων Επενδύσεων (ΠΔΕ). Το ύψος των δύο πρώτων (μεταβιβάσεις κράτους και ΟΚΑ) αυξάνεται κατά 6,5 περίπου δισ. ευρώ το 2020, κυρίως λόγω της επιστρεπτέας προκαταβολής (3 δισ.) της ειδικής αποζημίωσης εργαζομένων και επιστημόνων (1,3 δισ.) και των αναδρομικών συντάξεων (1,4 δισ.) αλλά μειώνεται κατά 6 δισ. ευρώ το 2021, δηλαδή εξαλείφεται σχεδόν εξολοκλήρου».
Στον επίλογο της γνώμης του το Γραφείο Προϋπολογισμού του Κράτους στη Βουλή σημειώνει τα ακόλουθα:
Συμπερασματικά, το προσχέδιο προϋπολογισμού 2021 περιέχει μεγάλες αβεβαιότητες στις μακροοικονομικές και δημοσιονομικές του προβλέψεις που οφείλονται στις αντικειμενικές συνθήκες εντός των οποίων σχεδιάστηκε. Η εμφάνιση της πανδημίας έχει καταστήσει τη δημοσιονομική πολιτική το βασικό εργαλείο αντιμετώπισης των οικονομικών της συνεπειών και έχει οδηγήσει σε αναθεώρηση των προτεραιοτήτων της. Για το 2020, οι κύριες προτεραιότητες είναι η προστασία των νοικοκυριών και των επιχειρήσεων από τις επιπτώσεις της πανδημίας και η ανάσχεση της ύφεσης. Αυτές εξηγούν την πρωτοφανή δημοσιονομική επέκταση που, σε συνδυασμό με την ίδια την ύφεση, προκαλεί μια δραματική επιδείνωση των δημοσιονομικών μεγεθών. Οι προτεραιότητες για το 2021 είναι η σταδιακή αποκατάσταση της δημοσιονομικής ισορροπίας και η στήριξη της ανάκαμψης. Η επίτευξη αυτών των στόχων προϋποθέτει την άρση των επεκτατικών δημοσιονομικών μέτρων και τη γρήγορη επαναφορά της ελληνικής οικονομίας.
Σχετικά με την άρση των δημοσιονομικών μέτρων, θεωρούμε πως η πρόβλεψη για την επαναφορά των δημόσιων δαπανών το 2021 – ή για την κάλυψή τους από την εισροή ευρωπαϊκών πόρων – μπορεί να θεωρηθεί σχετικά ασφαλής. Ωστόσο, αυτό δεν ισχύει για την επαναφορά των δημόσιων εσόδων που περιλαμβάνουν και την αποπληρωμή μέρους των υποχρεώσεων που έχουν ανασταλεί για το 2020. Αυτό θα εξαρτηθεί από την οικονομική κατάσταση των νοικοκυριών και επιχειρήσεων και τη δυνατότητά τους να ανταπεξέλθουν στις συσσωρευμένες υποχρεώσεις τους. Σε κάθε περίπτωση, θεωρούμε ότι αποτελεί ένα σημαντικό δημοσιονομικό ρίσκο που θα πρέπει να παρακολουθείται στενά. Η ταχύτητα επαναφοράς της ελληνικής οικονομίας το 2021 θα εξαρτηθεί από πολλούς παράγοντες μεταξύ των οποίων είναι η εξέλιξη της ίδιας της πανδημίας, η χρήση των πόρων του ευρωπαϊκού Ταμείου Ανάκαμψης και η αποτελεσματικότητα των επεκτατικών δημοσιονομικών μέτρων που εφαρμόζονται ήδη. Από την πλευρά μας επισημαίνουμε ότι η αποτελεσματικότητα της δημοσιονομικής επέκτασης δεν εξαρτάται μόνο από το ύψος της αλλά και από τη σύνθεσή της. Η επέκταση μέσω μεταβιβάσεων και φορολογικών/ασφαλιστικών αναστολών και απαλλαγών είναι φυσικά απαραίτητη για την προστασία των νοικοκυριών και των επιχειρήσεων, ωστόσο έχει μόνο έμμεση οικονομική επίδραση (μέσω της κατανάλωσης) και όχι άμεση καθώς οι συγκεκριμένες συναλλαγές δεν προσμετρώνται στο ΑΕΠ. Αντίθετα, η επέκταση μέσω αγορών αγαθών και υπηρεσιών, δηλαδή μέσω δημόσιας κατανάλωσης και επένδυσης, μπορεί να αποτελέσει αποτελεσματικότερο εργαλείο για την οικονομική ανάκαμψη. Σε αυτό το πλαίσιο, οι καταναλωτικές και επενδυτικές δαπάνες για τη δημόσια υγεία και εκπαίδευση θα είχαν ισχυρότερες θετικές επιπτώσεις, τόσο βραχυπρόθεσμα όσο και μακροπρόθεσμα.