© Απαγορεύεται από το δίκαιο της Πνευμ. Ιδιοκτησίας η καθ΄οιονδήποτε τρόπο παράνομη χρήση/ιδιοποίηση του παρόντος, με βαρύτατες αστικές και ποινικές κυρώσεις για τον παραβάτη
Το πάρτυ συνεχίζεται… και χωρίς τον Moody’s! Μπορεί ο πιο «σκληρός» από τους οίκους αξιολόγησης να έχει απομείνει ο μόνος από τους «5 μεγάλους» που κρατάει την Ελλάδα κάτω από την επενδυτική βαθμίδα, ωστόσο η αγορά δεν έδειξε να πτοείται διόλου γι’ αυτό.
Από την αρχή του χρόνου -και χωρίς ο Moody’s να αναβαθμίσει την ελληνική οικονομία– η πρώτη έκδοση κρατικών ομολόγων έσπασε όλα τα ρεκόρ συγκεντρώνοντας προσφορά 35 δισ. Τα ομόλογα Εθνικής και Alpha Bank κατέγραψαν προσφορές 3 δισ., ενώ η πώληση του 27% της Πειραιώς προσέλκυσε πάνω από 10 δισ. και το επόμενο αντίστοιχο crash test αναμένεται να είναι η επικείμενη πώληση μεριδίου της Εθνικής Τράπεζας από το Δημόσιο.
Την ίδια στιγμή, το κόστος δανεισμού στη χώρα μειώνεται. Με την Ελλάδα να βρίσκεται μόλις στο κατώφλι της επενδυτικής (με βάση τους 4 από τους 5 οίκους), δανείζεται πιο φθηνά από την Ιταλία, έχει πιάσει την Ισπανία ενώ κοντεύει να φτάσει την Πορτογαλία.
Ακόμα και μετά την ανακοίνωση του Moody’s, το περιθώριο επιτοκίου των ελληνικών 10ετών ομολόγων, έναντι των αντίστοιχων γερμανικών, παραμένει σταθερά κάτω από το όριο του 1%. Η Αθήνα επανέκδωσε πενταετές ομόλογο με απόδοση 2,85% και υπερκάλυψη σχεδόν 300%. Ενώ ετοιμάζονται μεγάλες εκδόσεις εταιρικών ομολόγων, δηλαδή απευθείας δανεισμός των εταιρειών από τις αγορές – κάτι που ούτε καν διανοούνταν οι ελληνικές επιχειρήσεις πριν από κάποια χρόνια. Και όλα αυτά χωρίς η χώρα να έχει πάρει παραπάνω «φόρα», με νέες αναβαθμίσεις το 2024.
Η «ψήφος» των αγορών
Στελέχη του οικονομικού επιτελείου διέβλεπαν από καιρό ότι μετά το «κρεσέντο» αναβαθμίσεων που προηγήθηκε, τόσο ο οίκος Moody’s όσο και οι υπόλοιποι θα επέλεγαν φέτος να τηρήσουν στάση αναμονής, για τους πρώτους μήνες τουλάχιστον του 2024. Και πλέον προσβλέπουν σε «αναβάθμιση» όχι από τους οίκους, αλλά από τις ίδιες τις αγορές.
«Οι συνεχείς αναβαθμίσεις ανά εξάμηνο ήταν η εξαίρεση, ο κανόνας είναι ότι οι οίκοι περιμένουν ένα-δύο χρόνια πριν κάνουν την επόμενη κίνηση, για να δουν και να σταθμίσουν την πορεία της χώρας», λένε στελέχη της χρηματαγοράς.
Με βάση την έκθεση του Moody’s για την Ελλάδα (αλλά και της DBRS λίγες μέρες νωρίτερα), η ελληνική οικονομία κινείται σε εξαιρετικό επίπεδο, κάτι που θα δικαιολογούσε και νέα αναβάθμιση, αν δεν την είχαν ήδη κάνει πριν από έξι μήνες. Ο οίκος διαβλέπει:
■ Ανάπτυξη 2,4% για το 2024 και 2,3% το 2025, με στήριξη από την εγχώρια ζήτηση, τις εξαγωγές, τα κεφάλαια της Ε.Ε. και τις ιδιωτικές επενδύσεις.
■ Δημοσιονομικό έλλειμμα μόλις 0,9% του ΑΕΠ το 2024-25.
■Πρωτογενή πλεονάσματα 2% του ΑΕΠ.
■Μείωση δημόσιου χρέους στο 148% στο τέλος του 2025 (από 161% στο τέλος του 2023 και 172,6% το 2022).
■Μείωση του ελλείμματος του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών.
■Πτώση του πληθωρισμού στο 2% το 2024-2025.
Ποιο είναι το ζητούμενο όμως, τόσο για τον Moody’s όσο και για τους άλλους οίκους αξιολόγησης;
Στην περίπτωση της Ελλάδας, το μήνυμα είναι να μην υπάρξει πισωγύρισμα και μη γίνει ξανά το… γαλατικό χωριό της Ευρώπης, επειδή βγήκε από τα μνημόνια και πήρε την επενδυτική βαθμίδα.
Οπως προκύπτει από τις εκθέσεις τους, τα νέα ορόσημα είναι η πολιτική σταθερότητα και η συνέχεια στις μεταρρυθμίσεις, η διαχείριση κρίσεων και η αποχή από κάθε πλειοδοσία παροχών που θα έθετε σε κίνδυνο τη δημοσιονομική ισορροπία και ασφάλεια της χώρας. Η Ελλάδα τελεί έτσι υπό παρακολούθηση, ιδιαίτερα σε προεκλογικές χρονιές όπως φέτος, ιδίως όταν οι οίκοι ακούν πως (σε μια χώρα με χρέος 240 δισ. ευρώ που μόλις βγήκε από τα μνημόνια) έκαναν την επανεμφάνισή τους και πολιτικές εξαγγελίες για παροχές 40 δισ. από την αντιπολίτευση. Οχι τυχαία, ο Moody’s προειδοποιεί στην έκθεσή του ότι:
■ Η συνέχιση των μεταρρυθμίσεων ωθεί προς αναβάθμιση την Ελλάδα, ενώ η διακοπή ή η μη λήψη νέων μέτρων αν δεν αποδώσουν οι προηγούμενες, την οδηγούν προς υποβάθμιση, ακόμα πιο χαμηλά από την επενδυτική βαθμίδα.
■ Ενδείξεις ότι είναι πιθανή μια διαρκής και ουσιώδης επιδείνωση της δημοσιονομικής θέσης της χώρας ενδεχομένως θα προκαλούσαν αρνητική αξιολόγηση.
■ Τυχόν κλιμάκωση της γεωπολιτικής κατάστασης στην Ευρώπη με τη συμμετοχή του ΝΑΤΟ πιθανότατα θα οδηγήσει σε πίεση για μείωση της αξιολόγησης.
Θέλουν ξανά «θετική έκπληξη»
Το μήνυμα που λαμβάνει η Αθήνα είναι ότι, ενώ όλοι οι οίκοι πιστοποιούν στις εκθέσεις τους την πρόοδο της χώρας, δεν την επιβραβεύουν άλλο πλέον επειδή απλώς «κάνει τη δουλειά της καλά». Αλλά, αντιθέτως, την επιτηρούν συνεχώς για να διαπιστώσουν πώς κινείται μετά την ανάκτηση της επενδυτικής βαθμίδας. Και αναμένουν κάποια ακόμα «θετική έκπληξη» από τη χώρα μας για να την αναβαθμίσουν.
Ολα αυτά συμβαίνουν και συνδέονται με μια δύσκολη και επικίνδυνη χρονιά, με μεγάλα διεθνή γεγονότα (πολέμους, ακρίβεια κ.λπ.), όπου, με εξαίρεση την Ελλάδα, η Ευρωζώνη «φλερτάρει» συνεχώς με την ύφεση και καμία χώρα δεν αναμένει αναβάθμιση – πλην μόνο υποβάθμιση, ενδεχομένως.
Οχι τυχαία, η έκθεση του Moody’s ήρθε ελάχιστες μέρες αφότου η ΕΛΣΤΑΤ ανακοίνωσε (προσωρινά) στοιχεία που έδειξαν πως ανάπτυξη και επενδύσεις «φρέναραν» στο τελευταίο τρίμηνο του 2023. Η αρνητική αυτή εξέλιξη επισημαίνεται στην έκθεση αξιολόγησης. Αντανακλά όμως και τους διεθνείς κινδύνους και αντιξοότητες, όπως η μείωση των αποθεμάτων (πρώτων υλών κ.λπ.) λόγω της κρίσης στην Ερυθρά Θάλασσα, της αποφυγής διέλευσης του Σουέζ προς Μεσόγειο και Ευρώπη και της συνακόλουθης καθυστέρησης (κατά μισό μήνα και άνω) στην άφιξη φορτίων που αναμένονταν έως τα τέλη του 2023 στον Πειραιά, οι οποίες φαίνεται πως επηρέασαν τον σχηματισμό παγίου κεφαλαίου στην ελληνική οικονομία.
Πάντως, η επόμενη «κρίση» του Moody’s για την Ελλάδα αναμένεται σε έξι μήνες (13 Σεπτεμβρίου 2024), ενώ απομένουν και άλλες οχτώ αξιολογήσεις μέσα στη χρονιά, με αμέσως επόμενη εκείνη της Standard and Poor’s, στις 19 Απριλίου.
Διαβάστε ακόμη
Έγινε το επόμενο βήμα στη συνεργασία ΤΕΜΕΣ και D-Marinas για τη μαρίνα της Πύλου
Για όλες τις υπόλοιπες ειδήσεις της επικαιρότητας μπορείτε να επισκεφτείτε το Πρώτο ΘΕΜΑ