«Ανακούφιση» στην τσέπη των καταναλωτών ρεύματος και «κλειδί» για τη συνολική αναβάθμιση της αγοράς ηλεκτρισμού αποτελούν οι Ανανεώσιμες Πηγές Ενέργειας, σε αντίθεση με όσα διακινούνται το τελευταίο διάστημα για τον τρόπο λειτουργίας τους, την επίδρασή τους στις χρεώσεις των λογαριασμών ρεύματος και στις τιμές χονδρικής, αλλά και τον δήθεν «ανταγωνισμό» τους με τη βιομηχανία.
Η αλήθεια, σύμφωνα με παράγοντες της αγοράς είναι ότι οι ΑΠΕ, όχι μόνο δεν «φουσκώνουν» τους τελικούς λογαριασμούς ρεύματος, αντίθετα συμβάλλουν στη μείωση των τιμών στο σύνολο της αγοράς ηλεκτρικής ενέργειας, όπως χαρακτηριστικά ανάφεραν πρόσφατα και οι έξι φορείς των ΑΠΕ σε κοινή ανακοίνωσή τους.
Την ώρα που σύμφωνα με την Eurostat, οι τιμές ηλεκτρικής ενέργειας το δεύτερο εξάμηνο του 2019 για τα νοικοκυριά στην ΕΕ αυξήθηκαν σε 21,6 ευρώ ανά 100 kWh, στην Ελλάδα ανήλθαν στα 15,5 ευρώ ανά 100 kWh μειωμένες κατά 5,8% για την ίδια περίοδο, αρκετά πιο κάτω από τη Γερμανία, την Ιταλία, την Γαλλία, τη Σλοβακία, τη Σλοβενία και την Αυστρία (σχεδιάγραμμα 1).
Ο Έλληνας πληρώνει λίγο περισσότερο από τον πολίτη της Βουλγαρίας ή της Ρουμανίας, αλλά αυτό οφείλεται στην πρόσφατα πλήρως ρυθμιζόμενη αγορά αυτών των κρατών, στη διαθεσιμότητα εργοστασίων πυρηνικής ενέργειας και στα κοιτάσματα υδρογονανθράκων που διαθέτουν.
Οι χώρες αυτές ως επί το πλείστον απολαμβάνουν δωρεάν δικαιώματα εκπομπών και «καίνε» άφθονο κάρβουνο και Φυσικό Αέριο. Οι περισσότερες, δε, έχουν εξασφαλίσει προνομιακές τιμές προμήθειας αερίου από τη Ρωσία, πράγμα που δεν συμβαίνει με την Ελλάδα.
Αλλά και στους καταναλωτές με μέση ετήσια κατανάλωση μεταξύ 500 – 2.000 MWh που αντιπροσωπεύουν μερίδιο 46% περίπου της ετήσιας κατανάλωσης στη χώρα (μικρομεσαίες επιχειρήσεις, αγροτικές εκμεταλλεύσεις, επαγγελματίες, επιστήμονες, κλπ) η εικόνα, σύμφωνα με τα στοιχεία της Eurostat παραμένει ίδια: πληρώνουν λιγότερα σε σχέση με το μέσο όρο της Ευρώπης και αρκετά πιο κάτω σε σχέση με ανταγωνιστικές χώρες (σχεδιάγραμμα 2).
Όσα δεν γνωρίζουμε για τις ρυθμιζόμενες τιμές των ΑΠΕ
Η αποζημίωση των ΑΠΕ μέσω ρυθμιζόμενων τιμών -είτε αυτές είναι διοικητικά προσδιορισμένες, είτε προκύπτουν από ανταγωνιστικές διαδικασίες- θεσμοθετήθηκαν από την ΕΕ ως απάντηση στο υψηλό κόστος των τεχνολογιών ΑΠΕ, που πριν από αρκετά χρόνια δεν μπορούσαν να συναγωνιστούν τις μονάδες ηλεκτροπαραγωγής με συμβατικά καύσιμα (πετρέλαιο, κάρβουνο, φυσικό αέριο) που απολάμβαναν, για δεκαετίες, δυσθεώρητες επιδοτήσεις ύψους πολλών εκατοντάδων δισεκατομμυρίων ευρώ.
Σήμερα, το κόστος των τεχνολογιών ΑΠΕ έχει υποχωρήσει, γι’ αυτό η ΕΕ ενθαρρύνει τόσο τη συμμετοχή τους στην αγορά, όσο και την περαιτέρω ανάπτυξή τους μέσω ανταγωνιστικών διαδικασιών. Στην Ελλάδα οι ΑΠΕ που προκύπτουν από τους διαγωνισμούς αποζημιώνονται ενίοτε με τιμές που είναι ίσες (αν όχι χαμηλότερες) από αυτές που αποζημιώνονται οι θερμικές μονάδες στη χονδρική αγορά ενέργειας.
Σε ό,τι αφορά το ΕΤΜΕΑΡ, από το οποίο προέρχεται ένα σημαντικό τμήμα της στήριξης που παρέχεται στις ΑΠΕ, αξίζει να επισημανθεί ότι στην Ελλάδα οι ρυθμιζόμενες χρεώσεις (ΕΤΜΕΑΡ – χρεώσεις συστήματος και – δικτύου, χρεώσεις ΥΚΩ) είναι αρκετά πιο κάτω από το μέσο ευρωπαϊκό όρο και αυτό επηρεάζει προς τα κάτω και τους λογαριασμούς που πληρώνουν τα νοικοκυριά και οι μικρομεσαίες επιχειρήσεις.
Οι «νόμοι» της χονδρικής αγοράς
Οι τιμές στη χονδρική αγορά ενέργειας στην Ελλάδα καθορίζονται από τους παραγωγούς ηλεκτρικής ενέργειας που κατέχουν θερμικούς ή υδροηλεκτρικούς σταθμούς, από τους εμπόρους ηλεκτρισμού που εισάγουν ή εξάγουν ενέργεια, και από τους προμηθευτές.
Η χονδρική τιμή της αγοράς διαμορφώνεται ως αποτέλεσμα της υποβολής προσφορών, για κάθε ημέρα και ώρα της ημέρας, από τους ως άνω παίκτες, και στη διαδικασία αυτή δεν συμμετέχουν οι ΑΠΕ, αφού η παραγωγή τους διατίθεται σε μηδενική τιμή. Επομένως, δεν μπορούν και να επηρεάσουν (πόσο μάλλον να αυξήσουν) το ύψος της χονδρικής τιμής. Παρόλα αυτά, επειδή οι ΑΠΕ εισφέρουν ενέργεια στο σύστημα, που διαφορετικά θα την εισέφεραν οι ρυπογόνες μονάδες, μειώνουν το μερίδιο αγοράς και άρα αυξάνουν τον ανταγωνισμό των συμβατικών παραγωγών, συμβάλλοντας έτσι, έμμεσα, στη διαμόρφωση χαμηλότερων τιμών χονδρικής.
Τα αίτια, ωστόσο, που κατατάσσουν την Ελλάδα – στις πρώτες θέσεις της ΕΕ με την ακριβότερη τιμή χονδρικής ρεύματος πρέπει να αναζητηθούν -σύμφωνα με την ανάλυση της ίδιας της Κομισιόν- σε μια σειρά από παράγοντες που δεν σχετίζονται με τις ΑΠΕ, όπως είναι το ρυπογόνο μίγμα και η χαμηλή ποιότητα της ελληνικής θερμικής ηλεκτροπαραγωγής, οι μη αποδοτικοί συντελεστές κόστους της, η έλλειψη επαρκών ηλεκτρικών διασυνδέσεων, τόσο στο εσωτερικό της χώρας όσο και με το εξωτερικό, πράγμα που αποτελεί εμπόδιο στην πολυπόθητη σύζευξη των ηλεκτρικών αγορών Ελλάδας και εξωτερικού, που θα αύξανε τον ανταγωνισμό και θα μείωνε τις τιμές, η περιορισμένη συμμετοχή στην αγορά ισχυρών καθετοποιημένων παικτών (πλην ΔΕΗ), κ.α.
Μηδενικός ανταγωνισμός ΑΠΕ – Βιομηχανίας
Πουθενά στην Ευρώπη, ούτε και στην Ελλάδα, υφίσταται ζήτημα ανταγωνισμού μεταξύ Βιομηχανίας και ΑΠΕ. Στην Ελλάδα, όπως και στην Ευρώπη, οι μεγάλες ενεργοβόρες βιομηχανίες ως τελικοί καταναλωτές απαλλάσσονται, σε πολύ μεγάλο βαθμό, από το κόστος ενίσχυσης των ΑΠΕ, ενώ, παράλληλα, ανακτούν και όλο το τμήμα του κόστους της ηλεκτρικής ενέργειας που καταναλώνουν, το οποίο αφορά στους ρύπους που παράγονται από τους συμβατικούς σταθμούς ηλεκτροπαραγωγής.
Επιπλέον, η υπηρεσία «διακοψιμότητας» που προσφέρουν οι βιομηχανίες στο ηλεκτρικό σύστημα, να διακόπτουν δηλαδή τη λειτουργία τους σε περίπτωση αυξημένης ζήτησης και μειωμένης προσφοράς από τους παραγωγούς, αποζημιώνεται από τους παραγωγούς ΑΠΕ.
Αυτή η αποζημίωση καταβάλλεται στις βιομηχανίες ανεξάρτητα από το αν ζητηθεί ή όχι από τον ΑΔΜΗΕ η σχετική υπηρεσία, αφορά δε ένα ποσό που αγγίζει συνολικά τα 50 εκατ. ευρώ ετησίως.