Η επέτειος των 100 χρόνων του Ελληνογερμανικού Εμπορικού και Βιομηχανικού Επιμελητηρίου σηματοδοτεί έναν αιώνα επιτυχημένων συνεργασιών, καινοτομίας και οικονομικής ανάπτυξης μεταξύ του επιχειρηματικού κόσμου Ελλάδας και Γερμανίας. Ένα ζωντανό δίκτυο, που αποτελείται σήμερα από 910 μέλη σε Ελλάδα και Γερμανία, η αξία του οποίου αντανακλάται σε κάθε μέλος του.

Ιστορικοί σταθμοί

Στα τέλη Ιουνίου του 1924 το Ελληνογερμανικό Εμπορικό Επιμελητήριο αναγνωρίζεται από τις γερμανικές αρχές και εν συνεχεία και από την Ελλάδα με λογότυπο το «διπλό κέρας της αμάλθειας», αρχαίο σύμβολο αφθονίας και ευμάρειας, ως υπόσχεση αμοιβαίας ανάπτυξης των δύο χωρών. Τα πρώτα ζητήματα που κλήθηκε να αντιμετωπίσει ήταν οι ρυθμίσεις για τη φορολογία και τον εκτελωνισμό των προϊόντων, η αύξηση των ελληνικών εξαγωγών αλλά και η διαχείριση διαφορών που προέκυπταν στις συναλλαγές, δημιουργώντας μάλιστα το 1925 υπηρεσία διαιτησιών.

Το Επιμελητήριο συμβάλλει ενεργά το 1928 στη σύναψη της Εμπορικής και Ναυτιλιακής Συμφωνίας μεταξύ Ελλάδας και Γερμανίας, που αποτέλεσε σημαντική βάση για την εξέλιξη των ελληνογερμανικών οικονομικών σχέσεων. Την εποχή εκείνη οι ελληνογερμανικές συναλλαγές αναπτύσσονται σημαντικά με πλεόνασμα προς την Ελλάδα και το Επιμελητήριο αριθμεί πάνω από 400 μέλη πριν από τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο.

Το ενδιαφέρον για την ανασύσταση του Επιμελητηρίου μεταπολεμικά είναι μεγάλο, και το 1954 αναλαμβάνει την εκπροσώπηση των κυριότερων εκθεσιακών οργανισμών της Γερμανίας. Τη δεκαετία του ’60, το διμερές εμπόριο τριπλασιάζεται, αυξάνονται οι γερμανικές επενδύσεις και καταγράφονται στην ΕΛΣΤΑΤ για πρώτη φορά οι Γερμανοί τουρίστες.

Το Ελληνογερμανικό Εμπορικό Επιμελητήριο το 1966 επεκτείνεται στη Βόρεια Ελλάδα, όπου υπήρχε πολυπληθής κοινότητα Ελλήνων μεταναστών και επιχειρήσεων με στενές σχέσεις με τη Γερμανία.

Διαβάστε τη συνέχεια του κειμένου στην Deutsche Welle