Της Στεφανίας Σούκη
Kι ενώ η κυβέρνηση παλεύει με νύχια και με δόντια να διατηρήσει το φιλοεπενδυτικό της προφίλ, το ανοικτό μέτωπο του Ελληνικού, με τις «θολές» επιπτώσεις της απόφασης της περασμένης εβδομάδας από το Κεντρικό Αρχαιολογικό Συμβούλιο και τον συνεχή εκτροχιασμό των χρονοδιαγραμμάτων, παραμένουν τα μεγάλα «αγκάθια».
Από πλευράς των επενδυτών, οι όποιες κινήσεις, μετά και την απόφαση του Κεντρικού Αρχαιολογικού Συμβουλίου της περασμένης εβδομάδας είναι, επί του παρόντος, στην κυριολεξία, πολύ …μετρημένες, με την αποτίμηση της κατάστασης να πραγματοποιείται με πολύ προσοχή: Το βασικό ζήτημα -κλειδί έχει να κάνει με τις «επιπτώσεις στο master plan και στο επιχειρηματικό σχέδιο», όπως χαρακτηριστικά αναφέρει το επενδυτικό σχήμα υπό τη Lamda Development, με τη συμμετοχή της κινεζικής Fosun και της Eagle Hills. Αυτές ακριβώς τις επιπτώσεις θα επιχειρήσουν να αποτιμήσουν οι μελετητές του mega project των 8 δισ. ευρώ -καταρχάς- μετρώντας τοπογραφικά, διαγράμματα και αποστάσεις από τις κρίσιμες ζώνες αρχαιολογικού ενδιαφέροντος με βάση την απόφαση του ΚΑΣ και- σε δεύτερο χρόνο- ζυγίζοντας τις απώλειες και τις (μεγαλύτερες) καθυστερήσεις για την επένδυση σε σχέση με το τμήμα των πολυτελών κατοικιών και των επαγγελματικών χρήσεων που μπορεί να επηρεάζονται. Στις χρήσεις που φαίνεται να επηρεάζονται, εκ πρώτης όψεως, φαίνεται να είναι κυρίως γραφεία και εκπαιδευτικές χρήσεις για τη δημιουργία ερευνητικών κέντρων, όπως αυτά προβλέπονται στην επένδυση, ενώ δεν φαίνεται να επηρεάζεται το mall που είναι και αυτό, μαζί με το τουριστικό κομμάτι, από τα βασικά στοιχεία του έργου.
Ειδικά ως προς το ζήτημα των αρχαίων, οι εμπλεκόμενες πλευρές αναμένουν με μεγάλο ενδιαφέρον το πώς θα αποτυπωθούν τελικά οι …επτά ώρες της συνεδρίασης του ΚΑΣ στην εισήγηση προς την υπουργό Πολιτισμού, η οποία θα υπογράψει και την τελική απόφαση, όπου «κάθε λέξη θα έχει τη σημασία της» όπως αναφέρουν χαρακτηριστικά πηγές που παρακολουθούν από κοντά τη διαδικασία.
Ένα δεύτερο βασικό σημείο, το οποίο χρήζει διευκρίνισης και πρέπει να αποσαφηνιστεί είναι οι τυχόν …παράπλευρες απώλειες που μπορεί να υπάρξουν λόγω της κήρυξης των 280 στρεμμάτων ως περιοχή αρχαιολογικού ενδιαφέροντος: Κι αυτό γιατί είναι τοις πάσι γνωστό ότι σε όλες τις αντίστοιχες περιπτώσεις προκύπτουν εκκρεμότητες και άρα καθυστερήσεις και για όμορες περιοχές.
Αυτό πάντως που επισημαίνεται από τους επενδυτές είναι ότι, ούτως ή άλλως, η ανάδειξη των αρχαιοτήτων προβλέπεται θεσμικά, ήταν στις αρχικές δεσμεύσεις τους και λειτουργεί προς όφελος του εμβληματικού χαρακτήρα που έχει, εκ των πραγμάτων και λόγω μεγέθους, η επένδυση. Επιπλέον, η προστασία των αρχαιολογικών ευρημάτων προβλέπονται και θεσμικά τόσο από τους σχετικούς νόμους, όσο και από το Μνημόνιο συνεργασίας με το Υπουργείο Πολιτισμού, ανεξάρτητα από τις όποιες αποφάσεις οργάνων της Πολιτείας.
Από την πλευρά του, το κυβερνητικό επιτελείο παραμένει μέχρι στιγμής στην αισιόδοξη θέση που έχει εκφράσει ουκ ολίγες φορές τους τελευταίους μήνες, ότι δηλαδή έως το τέλος του έτους θα έχει εκδοθεί το πολυπόθητο Προεδρικό Διάταγμα για το Ελληνικό, ώστε να προχωρήσει απρόσκοπτα το έργο και να μπούν οι …μπουλντόζες μέσα στο 2018. Ωστόσο -κι ενώ οδεύουμε πλέον στα μέσα Οκτωβρίου- τα περιθώρια φαίνεται να στενεύουν περαιτέρω για μία ακόμη φορά κι ενώ υφίστανται και οι επιπλέον εκκρεμότητες της προκήρυξης του διαγωνισμού για το καζίνο, της αποχώρησης άλλων νόμιμων ή παράνομων χρηστών κ.α., μαζί και η τελική υπογραφή της σχετικής υπουργικής απόφασης από την ηγεσία του υπουργείου Πολιτισμού, την κ. Λυδία Κονιόρδου, μετά και την εισήγηση του ΚΑΣ.
Στα λίγα …θετικά της υπόθεσης θα πρέπει να προσμετρηθεί το γεγονός της ταχείας καθαρογραφής της απόφασης του Κεντρικού Αρχαιολογικού Συμβουλίου, ώστε να λάβουν εντός των επομένων ημερών λεπτομερή γνώση όλες οι εμπλεκόμενες πλευρές, καθ’ υπόδειξη και του Ταμείου Αξιοποίησης της Ιδιωτικής Περιουσίας του Δημοσίου. Το τελευταίο άλλωστε, πέραν του γεγονότος ότι έχει «τρέξε» όλες τις διαδικασίες από τις αρχές του διαγωνισμού, έχει το πρόσθετο ενδιαφέρον για το γρήγορο οικονομικό «κλείσιμο» της αποκρατικοποίησης, που επίσης έχει μετατεθεί ουκ ολίγες φορές, με την τελευταία ημερομηνία να παραπέμπει πλέον για το πρώτο τρίμηνο του 2018.
Στις τελευταίες, επίσης θετικές εξελίξεις είναι ότι ξεπεράστηκε, με την απόφαση της Αποκεντρωμένης Διοίκησης Αττικής ο σκόπελος για τον μη χαρακτηρισμό ως δασικής, της έκτασης των 37 στρεμμάτων στο ακίνητο, όπου τοποθετείται και το πολυτελές τουριστικό resort με τη λειτουργία καζίνο, αν και σε ό,τι έχει να κάνει με τα δασικά, η υπόθεση θυμίζει κάτι από την ιστορία της …Λερναίας Υδρας.
Χαμένη αξιοπιστία
Από την άλλη πλευρά, στα δεδομένα, που παραμένουν αρνητικά είναι το θέμα της αξιοπιστίας και της εμπιστοσύνης που έχει διαρραγεί μεταξύ επενδυτών και Δημοσίου, με το επενδυτικό σχήμα να μετράει αντοχές και διαφοροποιήσεις σε σχέση με τα αρχικώς συμφωνηθέντα ήδη από το 2014 και για δεύτερη φορά το 2016, αφού σε κάθε νέο βήμα που γίνεται, τίθενται συνεχώς νέοι όροι για την επένδυση.
Ετσι, μεγάλος προβληματισμός υφίσταται σε σχέση με τις ενστάσεις, όπως εκφράστηκαν από το ΚΑΣ αναφορικά με τους όρους δόμησης της παραλιακής ζώνης του Αγίου Κοσμά και το ύψος των κτιρίων (όπως για παράδειγμα να μήν ξεπερνά το ύψος της Ακρόπολης), για τις οποίες ουδείς γνωρίζει πώς μπορούν να επηρεάσουν την επένδυση στο μέλλον, έστω κι αν θέματα σε σχέση με τη δόμηση και το ύψος των κτιρίων περιλαμβάνονται στα κυρωθέντα από το ελληνικό Κοινοβούλιο. Ο προβληματισμός αυτή την στιγμή στην πλευρά των επενδυτών είναι δεδομένος, αφού ουσιαστικές αλλαγές και παρεκκλίσεις από το αρχικό πλάνο δεν μπορούν να γίνουν. Υπενθυμίζεται εδώ ότι η πρόταση των επενδυτών περιλαμβάνει, μεταξύ άλλων, την κατασκευή εξι πολύ ψηλών κτιρίων- ως 200 μέτρα, και παράλληλα μία ζώνη ψηλών κτιρίων (ως 50 μέτρα) περιμετρικά από το Μητροπολιτικό Πάρκο. Σύμφωνα με την αιτιολόγηση των επενδυτών για το ύψος των κτιρίων, όπως αυτή τους έχει ζητηθεί με βάση τη σχετική νομοθεσία, «με τα κτίρια- τοπόσημα δημιουργείται μία πρωτότυπη αρχιτεκτονική λύση, που αποβλέπει να καταστήσει την έκταση στο σύνολό της σημείο προορισμού, διαμορφώνοντας μία εντελώς νέα και σύγχρονη γραμμή ορίζοντα για την πόλη της Αθήνας και είναι σε θέση να προσδώσει στην ελληνική πρωτεύουσα -σε συνδυασμό με άλλα καινοτόμα στοιχεία της ανάπτυξης- τον χαρακτήρα διεθνούς τουριστικού προορισμού».
Το θέμα της αξιοπιστίας δεν τίθεται μόνο για την εν λόγω επένδυση, αλλά συνολικά για το πώς ένας μεγαλοεπενδυτής είτε από την Ελλάδα είτε από το εξωτερικό ξεκινά να σχεδιάσει μία επένδυση με βάση συγκεκριμένους όρους που έχουν ψηφιστεί από την ελληνική Βουλή και τελικά στην πορεία οι όροι αυτοί ανατρέπονται…