Του Κωστή Πλάντζου
Παρελθόν αποτελούν από χθες οι «δόσεις» των δανείων που έδιναν οι διεθνείς πιστωτές προς τη χώρα μας, αφού μετά τα Μνημόνια αυτό που αλλάζει είναι ότι πλέον η Ελλάδα θα πρέπει να αποπληρώνει μόνη τα χρέη της από τα πρωτογενή πλεονάσματα που θα παράγει, αλλά και με νέα δάνεια που θα ζητάει πλέον από τις αγορές.
Το «καλό κατευόδιο» από τον Ευρωπαϊκό Μηχανισμό Στήριξης και τον Κλάους Ρέγκλινγκ ήταν τα 15 δισ. ευρώ για να’χει να πορεύεται η χώρα στους επόμενους 22 μήνες, αλλά και η σύσταση («ευχή και κατάρα» μαζί) προς την Ελλάδα, να μην ακυρώσει τις Μεταρρυθμίσεις που προέβλεπαν τα τρία Μνημόνια. Και η σύσταση αυτή περιλαμβάνει, μεταξύ όλων των άλλων παλαιών και νέων μέτρων, και την –ψηφισμένη ξανά και ξανά- μείωση των συντάξεων το 2019, και την μείωση του αφορολογήτου το 2020.
Η ζωή χωρίς «δόσεις» δεν γίνεται κατ’ ανάγκην ευκολότερη για τους Έλληνες. Ως το 2023 τα πρωτογενή πλεονάσματα θα πρέπει (με βάση και την Συμφωνία και το Μεσοπρόθεσμο και τις προβλέψεις ΕΕ-ΔΝΤ) να μην πέφτουν σε καμία χρονιά κάτω από 3,5% του ΑΕΠ. Το 2023 μπορεί να μειωθούν στο 3%, όπως προβλέπει το ΔΝΤ. Κομισιόν και Διεθνές Νομισματικό Ταμείο συμφωνούν ότι, τουλάχιστον φέτος, υπερπλεονάσματα για παροχές δεν υπάρχουν.
Σε «καραντίνα» δύο χρόνια
Από τα 15 δισ. της δόσης, τα 5,5 δισ. προορίζονται για τρέχουσες υποχρεώσεις της χώρας (χρέη από δάνεια). Άλλωστε ο ESM αναφέρει ότι από το συνολικό ποσό των 61,9 δισ. ευρώ που διατέθηκαν για την Ελλάδα στο πλαίσιο του 3ου προγράμματος, τα 36,3 δισ. ευρώ κάλυψαν ανάγκες εξυπηρέτησης χρέους, άλλα 8,8 δισ. ευρώ κάλυψαν άλλες χρηματοδοτικές ανάγκες (τα 7 δισ. ευρώ για πληρωμή ληξιπρόθεσμων υποχρεώσεων του Δημοσίου), επιπλέον 5,4 δισ. ευρώ πήγαν για ανακεφαλαιοποίηση τραπεζών (εκ των οποίων τα 2 δισ. ευρώ έχουν ήδη επιστραφεί) και 11,4 δισ. ευρώ χρησιμοποιούνται για το μαξιλάρι ρευστότητας.
Έτσι από τα 86 δισ. ευρώ που ήταν αρχικά διαθέσιμα στο πλαίσιο του τρίτου προγράμματος του ESM τα 24,1 δισ. ευρώ δεν θα εκταμιευθούν γιατί από τα 25 δισ. ευρώ που αρχικά προβλέπονταν για την ανακεφαλαιοποίηση τραπεζών χρησιμοποιήθηκαν μόνο 5,4 δισ. ευρώ.
Αντίστοιχα και τα 9,5 από τα 15 δισεκατομμύρια δεν θα μπορέσει να τα αγγίξει καν η χώρα, παρά μόνον για να πληρώνει χρέη εάν δεν βγει στις αγορές. «Το γοργόν και χάριν έχει» δεν έχει τύχη όμως στην τρέχουσα και πολύ εύθραυστη συγκυρία για τις αγορές (λόγω Ιταλίας και ΗΠΑ) αλλά αφήνει ένα μονοπάτι για μετρημένες εξόδους στις αγορές ομολόγων, από το 2019 και μετά. Έτσι η χώρα θα βρίσκεται σε … «θάλαμο αποσυμπίεσης» και αποθεραπεία από δόσεις, ως το 2020 τουλάχιστον.
Εποπτεία και από τις αγορές
Για αυτούς τους 22 μήνες πάντως, έως τα μέσα του 2020 που επαρκεί το «μαξιλαράκι» ρευστότητας, η λέξη- κλειδί κρύβεται στις δηλώσεις Ρέγκλινγκ ότι η Ελλάδα «πρέπει να αποδείξει» ότι δεν θα κάνει πίσω στις δεσμεύσεις της. Και πρέπει να το «αποδείξει» πλέον στις αγορές γιατί σε αυτές θα απευθύνεται σχεδόν αποκλειστικά πια. Η «επόμενη μέρα» μετά την τελευταία δόση των δανείων του Μνημονίου, είναι η απόλυτη ανάγκη δανεισμού από τις διεθνείς αγορές.
Και αυτό σημαίνει ότι στο ελληνικό λεξιλόγιο επιστρέφουν ξανά οι όροι «οίκοι αξιολόγησης», «πιστοληπτική ικανότητα» κλπ, ενώ παραμένουν όμως επίσης και οι «εκθέσεις αξιολόγησης» από ΔΝΤ και Ευρωπαίους –και χωρίς να δίνουν πάλι ξανά άλλα λεφτά στη χώρα μας αλλά περιμένοντας να πάρουν πίσω ό,τι έδωσαν
Και όπως δήλωσε και ο Επίτροπος Μοσκοβισί, πράγματι «η Ελλάδα γυρίζει σελίδα» αφού οι ευρωπαίοι δανειστές έδωσαν ό,τι έδωσαν και δεν θα δίνουν πλέον δόσεις δανείων στην Ελλάδα, αλλά αντιθέτως η Ελλάδα πρέπει να παράγει διαρκώς πρωτογενή πλεονάσματα και να τους επιστρέφει στο εξής -για μισό αιώνα ακόμα περίπου- πάνω από 200 δισεκατομμύρια, ενώ την ίδια ώρα θα πρέπει να ζητάει και δανεικά από τις αγορές, πείθοντας ότι μπορεί και να τα αποπληρώσει κιόλας.
Και το Μέγαρο Μαξίμου, σε σχόλιό του για την εκταμίευση της τελευταίας δόσης, τονίζει ότι «έχουμε ακόμα πολλά να κάνουμε», αλλά και ότι «τώρα μπορεί να ανοίξει μία νέα σελίδα προόδου, δικαιοσύνης και ανάπτυξης». Αν και απέφυγε τον πειρασμό να πει ξανά ότι «η Ελπίδα νίκησε», μιλά για «μια νέα προοπτική». Περιορίζεται όμως στην ευκτική εκτίμηση ότι πλέον «μπορεί να ανοίξει μια νέα σελίδα», όπως επί της ουσίας είναι και το νέο κυβερνητικό αφήγημα για την επόμενη ημέρα χωρίς τις δόσεις των δανείων –έως και τις εκλογές τουλάχιστον.
Στον αντίποδα, όπως κατέγραψε εχθές και η Γερμανική Frankfurter Allemagne Zeitung, η «καθαρή έξοδος» χωρίς νέο Πρόγραμμα ή Προληπτική Γραμμή Στήριξης δεν απαλλάσσει μεν από δεσμεύσεις, αλλά στερεί την χώρα και από την «ένεση ρευστότητας» (Ποσοτική Χαλάρωση – QE) που σταδιακά τελειώνει πλέον όμως και στην Ευρώπη, αλλά και από τον φθηνό δανεισμό των ελληνικών τραπεζών μέσω του waiver.