Όπως αποφάσισε την Πέμπτη το Διοικητικό Συμβούλιο της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας (ΕΚΤ) στη Φρανκφούρτη, τα επιτόκια μειώνονται κατά 50 μονάδες βάσης. Συγκεκριμένα, τα επιτόκια των πράξεων κύριας αναχρηματοδότησης, της διευκόλυνσης οριακής χρηματοδότησης και της διευκόλυνσης αποδοχής καταθέσεων διαμορφώνονται σε 4,25%, 4,50% και 3,75% αντιστοίχως.

Κάποιοι κάνουν λόγο για «ιστορική απόφαση». Όχι μόνο γιατί πρόκειται για την πρώτη μείωση στο κόστος του χρήματος από το 2019 μετά από πολλές αναβολές και ενώ είχαν προηγηθεί δέκα διαδοχικές αυξήσεις επιτοκίων, αλλά και επειδή με τη σημερινή απόφαση η Φρανκφούρτη «χειραφετείται» από την Αμερικανική Κεντρική Τράπεζα (Fed), που ακόμη διστάζει να μειώσει τα επιτόκια. Σε συνέντευξη τύπου μετά τη συνεδρίαση η επικεφαλής της ΕΚΤ Κριστίν Λαγκάρντ ανέφερε ότι η σημερινή απόφαση δεν ήταν ομόφωνη και διευκρίνισε ότι «από συνεδρίαση σε συνεδρίαση» θα συζητείται η πιθανότητα για περαιτέρω μείωση.

Ανάμεικτες οι πρώτες αντιδράσεις

Ο Ούλριχ Κάτερ, επικεφαλής οικονομολόγος της Dekabank δηλώνει στο Reuters ότι η απόφαση της Φρανκφούρτης «είναι δικαιολογημένη, με βάση τη σαφή υποχώρηση του πληθωρισμού». Στο ίδιο μήκος κύματος ο Ούλριχ Ρόιτερ, επικεφαλής της Ένωσης Γερμανικών Ταμιευτηρίων (DGSV) εκτιμά ότι «ήταν σωστό να υλοποιηθεί το συγκεκριμένο βήμα, το οποίο είχαν προεξοφλήσει ουσιαστικά οι αγορές», αλλά διατηρεί κάποιες επιφυλάξεις, γιατί «χρειάζεται ακόμη προσοχή. Το χειρότερο σενάριο θα ήταν μία επάνοδος του πληθωρισμού, που θα ανάγκαζε την ΕΚΤ να ανακαλέσει μία υπερβολική μείωση επιτοκίων».

Διαμετρικά αντίθετη άποψη εκφράζει ο Γιεργκ Κρέμερ, επικεφαλής οικονομολόγος της Commerzbank. «Θεωρώ πρώιμη τη μείωση επιτοκίων από την ΕΚΤ, η οποία δυστυχώς είχε ντε φάκτο δεσμευθεί εκ των προτέρων να προχωρήσει σε αυτή τη μείωση, αντί να λαμβάνει υπόψη της τα οικονομικά στοιχεία, που υποδεικνύουν ότι θα ήταν καλύτερα να τηρεί στάση αναμονής» λέει ο Γερμανός οικονομολόγος στο Reuters. Κατά την άποψή του η νέα άνοδος του δομικού πληθωρισμού στην ευρωζώνη, αλλά και οι υπερβολικές αυξήσεις που προβλέπουν οι νέες συλλογικές συμβάσεις για συγκεκριμένους κλάδους της οικονομίας δεν δικαιολογούν αισιοδοξία για την εξέλιξη των τιμών.

Διαβάστε τη συνέχεια στην DW