Αμετάβλητα διατήρησε τα επιτόκια της η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα, όπως αναμενόταν, με το ενδιαφέρον να στρέφεται στην πρώτη συνέντευξη τύπου της Κριστίν Λαγκάρντ από τη θέση της προέδρου της ΕΚΤ.
Οι επενδυτές αναμένεται να εξετάσουν εξονυχιστικά κάθε λέξη της κατά τη διάρκεια της συνέντευξής της για να κατανοήσουν την κατεύθυνση στην οποία θα οδηγήσει την κεντρική τράπεζα της Ευρωζώνης.
Ο προκάτοχός της Μάριο Ντράγκι είχε πρόσφατα ανακοινώσει μεγαλύτερη νομισματική στήριξη για να ενισχύσει την αδύναμη οικονομία της Ευρωζώνης και να αυξήσει τον επίμονα χαμηλό πληθωρισμό, γεγονός που είχε οδηγήσει σε αντιπαραθέσεις στο εσωτερικό της ΕΚΤ.
Ειδικότερα, η ΕΚΤ διατήρησε αμετάβλητα στα ιστορικά χαμηλά τους τα επιτόκια ως εξής: Στο 0,00%, 0,25% και -0,50% αντιστοίχως τα επιτόκια πράξεων κύριας αναχρηματοδότησης, διευκόλυνσης οριακής χρηματοδότησης και διευκόλυνσης αποδοχής καταθέσεων.
Το Διοικητικό Συμβούλιο αναμένει ότι τα βασικά επιτόκια της ΕΚΤ θα παραμείνουν στα σημερινά τους ή και σε χαμηλότερα επίπεδα έως ότου διαπιστώσει ότι οι προοπτικές για τον πληθωρισμό συγκλίνουν σθεναρά προς επίπεδο πλησίον, σε επαρκή βαθμό, αλλά κάτω του 2%, εντός του χρονικού ορίζοντα προβολής που εξετάζει και ότι αυτή η σύγκλιση αντανακλάται κατά τρόπο συνεπή στη δυναμική του υποκείμενου πληθωρισμού.
Όπως αναφέρει στην ανακοίνωσή της, η ΕΚΤ “την 1η Νοεμβρίου ξεκίνησε εκ νέου η διενέργεια καθαρών αγορών στο πλαίσιο του προγράμματος του Διοικητικού Συμβουλίου για την αγορά στοιχείων ενεργητικού (asset purchase programme – APP) με ύψος 20 δισεκ. ευρώ μηνιαίως. Το Διοικητικό Συμβούλιο αναμένει ότι οι εν λόγω αγορές θα διενεργούνται για όσο χρονικό διάστημα κρίνεται αναγκαίο προκειμένου να ενισχυθεί η διευκολυντική επίδραση των επιτοκίων πολιτικής του και ότι θα λήξουν λίγο πριν αρχίσει να αυξάνει τα βασικά επιτόκια της ΕΚΤ.
Το Διοικητικό Συμβούλιο σκοπεύει να συνεχίσει να επανεπενδύει, πλήρως, τα ποσά από την εξόφληση τίτλων αποκτηθέντων στο πλαίσιο του προγράμματος APP κατά τη λήξη τους για παρατεταμένη χρονική περίοδο μετά την ημερομηνία κατά την οποία θα αρχίσει να αυξάνει τα βασικά επιτόκια της ΕΚΤ και πάντως για όσο χρονικό διάστημα κρίνεται αναγκαίο για τη διατήρηση ευνοϊκών συνθηκών ρευστότητας και ενός διευκολυντικού, σε μεγάλο βαθμό, χαρακτήρα της νομισματικής πολιτικής.