του Διαμαντή Σεϊτανίδη

Η πορεία των σχέσεων Ευρωπαϊκής Ένωσης- Ιταλίας, μοιάζει με την κλασική περιγραφή στη θεωρία των παιγνίων: Δυο αυτοκίνητα κινούνται σε τροχιά μετωπικής σύγκρουσης, κι όσο πλησιάζουν, αντί να επιβραδύνουν, αντίθετα αυξάνουν ταχύτητα. Ο ένας ποντάρει στο φόβο του άλλου, ώστε να στρίψει έστω την τελευταία στιγμή το τιμόνι και να αποφευχθεί η μετωπική σύγκρουση.

Στην περίπτωση της Ιταλίας, η “τελευταία στιγμή” είναι η 13η Νοεμβρίου ή, το αργότερο, η 21η του ίδιου μήνα, όταν θα πραγματοποιηθεί η έκτακτη συνάντηση του Eurogroup. Ως τότε, η μεν Ρώμη, ακόμα και δια του υπουργού Οικονομικών Τζιοβάνι Τρία, εκλεκτού του ιταλικού κατεστημένου, υποστηρίζει σε όλους τους τόνους ότι δεν θα πραγματοποιήσει καμία αλλαγή στον απορριφθέντα από την ΕΕ προϋπολογισμό του 2019, ενώ οι Βρυξέλλες με πολλούς τρόπους (δηλώσεις Ντομπρόβσκις, Μοσκοβισί κλπ) ξεκαθαρίζουν ότι χωρίς ουσιαστικές αλλαγές, ο προϋπολογισμός θα απορριφθεί εκ νέου και θα υπάρξουν μέτρα εναντίον της Ιταλίας.

Στο σκηνικό κάθετης ρήξης που διαμορφώνεται, διαφαίνονται ευκαιρίες, αλλά και κίνδυνοι για την Ελλάδα.

Η προφανέστερη ευκαιρία είναι σε περίπτωση που η Ιταλία καταφέρει να περάσει τον προϋπολογισμό της χωρίς αλλαγές, δηλαδή οι Βρυξέλλες κάνουν μια υποχώρηση και τον εγκρίνουν με επουσιώδεις τροποποιήσεις, είναι πιο εύκολο για την Αθήνα να επιμείνει στην μη περικοπή των συντάξεων για το 2019, ακόμα κι αν αυτό γίνει δεκτό από τις Βρυξέλλες μόνο ως “αναβολή” κι όχι απαραίτητα ως “ακύρωση” του μέτρου. Προφανώς, εάν η εξέλιξη είναι διαφορετική, ίσως η ευκαιρία για τη χώρα μας, μετατραπεί σε κίνδυνο…

Η οικονομική σταθερότητα της Ευρώπης, κρίνεται από την έκβαση της σύγκρουσης Ευρωπαϊκής Ένωσης- Ιταλίας. Ανάλογα με την κατάληξη αυτής της σύγκρουσης, η Ελλάδα μπορεί να επιδιώξει το ταχύτερο τέλος της περιόδου λιτότητας, δηλαδή την επίσπευση της έγκρισης για παροχές, που γίνεται πιεστικότερη ενόψει εκλογών, ή αντίθετα την περαιτέρω επιφυλακτικότητα -ή και άρνηση- των Ευρωπαίων σε τέτοιες πρακτικές.

Παρόμοιο είναι και το πρόβλημα των ελληνικών ομολόγων, που ήδη έχουν επηρεαστεί αρνητικά από την άνοδο των αντίστοιχων ιταλικών.

Τέλος, αποτελεί ευκαιρία για την Ελλάδα η προώθηση θεμάτων που θα παρουσιαστούν στις Βρυξέλλες ως ζητήματα που επιλύονται με βάση τα ευρωπαϊκά δεδομένα και αφαιρούν, δεν προσθέτουν πονοκεφάλους στις Βρυξέλλες. Για παράδειγμα, μια λύση προστασίας των ασθενέστερων δανειοληπτών και επίσπευσης των διαδικασιών εκποίησης για τους περισσότερο εύπορους η οποία θα ξεμπλοκάρει το ζήτημα των κόκκινων δανείων, θα γίνει με ανακούφιση δεκτή από τις Βρυξέλλες, σε μια περίοδο όπως η σημερινή, που η Ιταλία αποτελεί τον κύριο πονοκέφαλο της Ευρωπαϊκής Ένωσης, ενώ δεν λείπουν και τα “αγκάθια” της Ουγγαρίας, του brexit, του προσφυγικού και των αποσχιστικών κινημάτων.