Ηλεκτρονικό «δίχτυ» απλώνει φέτος η Εφορία για τον εντοπισμό της φοροδιαφυγής και για πρώτη φορά θα συγκεντρώσει ηλεκτρονικά τις δαπάνες όλων των φορολογουμένων, τις οποίες θα χρησιμοποιήσει για να υπολογίσει το πραγματικό εισόδημα.
Στις περιπτώσεις που προκύπτει διαφορά μεταξύ πραγματικού και δηλούμενου εισοδήματος, αυτή θα φορολογείται με συντελεστή φόρου 22% έως 25%.
Ο υπολογισμός του πραγματικού εισοδήματος θα γίνει και για τις επιχειρήσεις, με βάση τις διατάξεις του Κώδικα Φορολογικών Διαδικασιών για τον έμμεσο προσδιορισμό των ακαθαρίστων εσόδων και των φορολογητέων καθαρών κερδών χιλιάδων επιχειρήσεων που εντοπίζονται να μην εκπληρώνουν ορθά ή με συνέπεια τις φορολογικές τους υποχρεώσεις.
Η Ανεξάρτητη Αρχή Δημοσίων Εσόδων θα προχωρήσει στους ελέγχους και τις διασταυρώσεις με βάση το τις διατάξεις του άρθρου 28 του Κώδικα Φορολογίας Εισοδήματος, οι οποίες προβλέπουν ότι τα φορολογητέα εισοδήματα των φυσικών και των νομικών προσώπων μπορούν να προσδιορίζονται, υπό συγκεκριμένες προϋποθέσεις, με έμμεσους τρόπους, οι οποίοι συνίστανται στη χρήση κάθε διαθέσιμου στοιχείου ή πληροφορίας που προέρχεται από τρίτες πηγές ή και στην εφαρμογή εμμέσων τεχνικών ελέγχου.
Στο πλαίσιο της «εξόρμησης» της Εφορίας, φέτος για πρώτη φορά στο έντυπο Ε-1 της φορολογικής δήλωσης θα εμφανίζονται προσυμπληρωμένες οι δαπάνες που πραγματοποίησαν οι φορολογούμενοι το 2019 για να εξοφλήσουν λογαριασμούς ηλεκτρικού ρεύματος, ύδρευσης, κινητής και σταθερής τηλεφωνίας, δίδακτρα, ασφάλιστρα ζωής, νοσήλια, δάνεια και πιστωτικές κάρτες καθώς και τα ποσά των εισοδημάτων που απεκόμισαν πέρυσι από επενδύσεις σε μετοχές, ομόλογα και άλλα χρηματοοικονομικά προϊόντα.
Τα στοιχεία αυτά θα αποσταλούν ηλεκτρονικά στην Ανεξάρτητη Αρχή Δημοσίων Εσόδων από φορείς και εταιρείες (ΔΕΚΟ, τράπεζες, ασφαλιστικές εταιρίες, ιδιωτικά νοσηλευτήρια, ιδιωτικά εκπαιδευτήρια κ.λπ.) και στη συνέχεια θα διασταυρωθούν και θα ταυτοποιηθούν από τις αρμόδιες φορολογικές αρχές.
Τα ποσά των δαπανών θα αθροίζονται αυτόματα με τα επίσης προσυμπληρωμένα ποσά των καταναλωτικών δαπανών τους, τις οποίες εξόφλησαν με πιστωτικές ή χρεωστικές κάρτες ή με άλλα ηλεκτρονικά μέσα πληρωμής.
Τα αθροίσματα που θα προκύπτουν θα συγκρίνονται, στη συνέχεια, με τα ποσά των πάσης φύσεως εισοδημάτων και εσόδων των φορολογουμένων (με τα εισοδήματα από μισθούς, συντάξεις, ενοίκια, επιχειρηματικές δραστηριότητες, αγροτικές εκμεταλλεύσεις, τόκους, υπεραξίες, μερίσματα, επιδόματα, επιδοτήσεις και λοιπές εισοδηματικές ενισχύσεις καθώς και με τα έσοδα από δάνεια, πωλήσεις περιουσιακών στοιχείων), όπως αυτά θα αποτυπώνονται επίσης στο έντυπο Ε1.
Εφόσον από την σύγκριση προκύπτει “αρνητικό” ισοζύγιο, εφόσον δηλαδή το άθροισμα των δηλωθέντων εισοδημάτων και εσόδων δεν καλύπτει το άθροισμα των συνολικών δαπανών, οι δηλώσεις των φορολογουμένων θα παραπέμπονται για έλεγχο.
Οι φορολογούμενοι που θα εντοπίζονται με «αρνητικά» ισοζύγια εισοδημάτων-εσόδων και δαπανών θα καλούνται να δικαιολογήσουν τις αρνητικές διαφορές επικαλούμενοι στοιχεία που αποδεικνύουν ότι αυτές καλύφθηκαν με αποταμιεύσεις παρελθόντων ετών προερχόμενες από νόμιμα κτηθέντα εισοδήματα και έσοδα ή με άλλους τρόπους, όπως δάνεια ή δωρεές.
Αν δεν καταφέρουν να δικαιολογήσουν τις διαφορές θα φορολογούνται γι’ αυτές με συντελεστές φόρου εισοδήματος κυμαινόμενους από 22%-45% και επιπλέον θα επιβαρύνονται με πρόστιμα. Εναλλακτικά, οι φορολογούμενοι αυτοί θα παραπέμπονται για έλεγχο με έμμεσες τεχνικές προσδιορισμού του εισοδήματος.