Της Μαίρης Λαμπαδίτη
Αλλάζουν οι προϋποθέσεις για την υπαγωγή στην προαιρετική ασφάλιση, για την οποία πληρώνουν οι ασφαλισμένοι προκειμένου να συμπληρώσουν τον απαραίτητο χρόνο για την ασφάλισή τους.
Οι νέες διατάξεις που απορρέουν από το νόμο Κατρούγκαλου εφαρμόζονται για αιτήσεις που έχουν υποβληθεί από 1/1/2017. Για όσες αιτήσεις υποβλήθηκαν έως τις 31/12/206 ισχύουν οι προϋπάρχουσες διατάξεις.
Σύμφωνα με την εγκύκλιο που εξέδωσε ο ΕΦΚΑ το ποσό που πρέπει να καταβληθεί για την προαιρετική ασφάλιση υπολογίζεται με βάση τις αποδοχές του τελευταίου 12μηνου απασχόλησης στον ιδιωτικό τομέα.
Αυτό σημαίνει ότι όσο υψηλότερο είναι το εισόδημα, τόσο υψηλότερο είναι και το κόστος το οποίο καλείται να επωμιστεί.
Το ποσό αντιστοιχεί στο 20% έως 27,10% επί των αποδοχών για τους μισθωτούς και έως 26,95% για ελεύθερους επαγγελματίες και αγρότες.
Ως αποδοχές υπολογίζονται τα εισφοροδοτούμενα εισοδήματα από κάθε πηγή: μισθός, υπερωρίες, μπόνους, ελεύθερο επάγγελμα, αγροτική δραστηριότητα. . Ο χρόνος προαιρετικής δεν λογίζεται ως χρόνος σε βαρέα και ανθυγιεινά επαγγέλματα.
Όπως επισημαίνει η εγκύκλιος του ΕΦΚΑ:
Προαιρετικά μπορούν να ασφαλιστούν στον τελευταίο φορέα υποχρεωτικής ασφάλισης όσοι πληρούν αθροιστικά τα εξής:
1. α) έχουν πραγματοποιήσει στην υποχρεωτική ασφάλιση 5 έτη ή 1.500 ημέρες, εκ των οποίων τουλάχιστον 1 έτος ή 300 ημέρες, εντός της τελευταίας 5ετίας και υποβάλλουν αίτηση εντός 1 έτους από την τελευταία ασφάλισή τους ή
β) έχουν πραγματοποιήσει οποτεδήποτε στην υποχρεωτική ασφάλιση 10 έτη ή 3.000 ημέρες ανεξάρτητα από τον χρόνο υποβολής της αίτησης.
→ συνυπολογίζεται χρόνος διαδοχικής ασφάλισης στους ενταχθέντες στον ΕΦΚΑ φορείς
→ χρόνος ασφάλισης που έχει διανυθεί για την ίδια χρονική περίοδο λαμβάνεται υπόψη μία φορά
→ δεν συνυπολογίζονται πλασματικοί
2. έχουν διακόψει την ασφάλιση στον ΕΦΚΑ
3. δεν είναι ανάπηροι κατά την έννοια του αν. νόμου του 1951
4. δεν οφείλουν σε ασφαλιστικό φορέα ή έχουν υπαχθεί σε ρύθμιση και τηρούν τους όρους.
Ο χρόνος προαιρετικής συνέχισης της ασφάλισης αρχίζει από την ημερομηνία υποβολής της αίτησης και πραγματοποιείται για κλάδο κύριας σύνταξης (20% για όλους) ή/και ασθένειας (7,10% για μισθωτούς και 6,95% για ελεύθερους επαγγελματίες και αγρότες). Στην αίτηση γίνεται σαφής αναφορά των κλάδων επιλογής.
Η μηνιαία εισφορά υπολογίζεται επί του μέσου όρου των μηνιαίων αποδοχών ή/και των εισοδημάτων, επί των οποίων καταβλήθηκαν εισφορές το τελευταίο 12μηνο πριν τη διακοπή της υποχρεωτικής ασφάλισης, αναπροσαρμοσμένα με τον Δείκτη Τιμών Καταναλωτή. Για τους αγρότες δεν ισχύει η αναπροσαρμογή με τον ΔΤΚ. Σε περιπτώσεις διαδοχικής, λαμβάνεται υπόψη το άθροισμα των μηνιαίων αποδοχών και εισοδημάτων.
Ελάχιστη βάση υπολογισμού είναι τα 586€ του κατώτατου μισθού και ειδικά για τους αγρότες τα 410,26€. Οι μισθωτοί καταβάλλουν το σύνολο της εισφοράς εργαζόμενου και εργοδότη επί των πάσης φύσεως εισφοροδοτούμενων αποδοχών (μισθός, υπερωρίες κλπ). Αν το τελευταίο 12μηνο υπάρχει χρόνος ανεργίας και δεν προκύπτει υποχρέωση ασφάλισης ή ο μηνιαίος μισθός υπολείπεται των 586€, λαμβάνονται υπόψη τα 586€. Οι μη μισθωτοί καταβάλλουν 20% για τον κλάδο σύνταξης (ακόμη και οι αγρότες) και 6,95% για κλάδο υγείας. Για χρόνο ασφάλισης που ανατρέχει πριν την 1/1/2017 λαμβάνεται η ελάχιστη μηνιαία βάση (586€ ή 410€). Αν κάποιος ήταν μισθωτός και ελεύθερος επαγγελματίας ή αγρότης ταυτόχρονα το επίμαχο 12μηνο, δηλαδή παράλληλα ασφαλισμένος, επιλέγει τον φορέα της προαιρετικής ασφάλισης και η βάση υπολογισμού είναι το άθροισμα του εισοδήματος που είχε από κάθε πηγή.