Του Στέλιου Μορφίδη
Περιθώριο διαπραγμάτευσης αναφορικά με τη συμμετοχή του ΔΝΤ στο ελληνικό πρόγραμμα ίσως να παρείχε η χθεσινή συνεδρίαση του Εκτελεστικού Συμβουλίου του Ταμείου για την έκθεση για την Ελλάδα. Τούτο καθώς φάνηκε απ’ το ανακοινωθέν που εξεδόθη πως υπάρχουν μέλη του Συμβουλίου που αφενός υιοθετούν το στόχο 3,5% του πρωτογενούς πλεονάσματος το 2018 του ελληνικού προγράμματος, παρά την εκτίμηση της ίδιας της εισηγητικής έκθεσης ότι η δημοσιονομική πορεία της χώρας δεν μπορεί να είναι πλέον τόσο σκληρή, αφετέρου εκτιμούν ότι δεν χρειάζεται μία περαιτέρω ελάφρυνση του χρέους στη βάση των προτάσεων του τεχνικού κλιμακίου.
«Τα περισσότερα μέλη του Δ.Σ. συμφώνησαν ότι δεν απαιτείται περαιτέρω δημοσιονομική εξυγίανση αυτή τη στιγμή από την Ελλάδα, με δεδομένη την εντυπωσιακή προσαρμογή η οποία αναμένεται να φέρει το μεσοπρόθεσμο πρωτογενές δημοσιονομικό πλεόνασμα στο περίπου 1,5% του ΑΕΠ, ενώ ορισμένοι διευθυντές τάχθηκαν υπέρ της καταγραφής πλεονάσματος 3,5% του ΑΕΠ μέχρι το 2018» σημειώνει η ανακοίνωση. Στο σημείο για το χρέος αναφέρει: «τα περισσότερα μέλη του Δ.Σ. θεώρησαν ότι παρά τις τεράστιες θυσίες της Ελλάδας και την γενναιόδωρη υποστήριξη των Ευρωπαίων εταίρων θα απαιτηθεί περαιτέρω ελάφρυνση για την αποκατάσταση της βιωσιμότητας του χρέους».
Το γεγονός αυτό πέραν του ότι καταδεικνύει πως ακόμα και μέσα στο ίδιο το Ταμείο δεν υπάρχει μία ενιαία θέση για το πως πρέπει να γίνει η διαχείριση του ελληνικού ζητήματος, ταυτόχρονα δίνει «ελπίδες» και στους Ευρωπαίους, και κυρίως στο Βερολίνο, πως τελικά θα μπορούσε να βρεθεί μία τέτοια συμβιβαστική φόρμουλα για να προχωρήσει η συμφωνία. Ιδίως καθώς οι Ευρωπαίοι επιμένουν και στα δύο παραπάνω ζητήματα, τους υψηλούς δημοσιονομικούς στόχους σε συνάρτηση με τις δράσεις για το χρέος.
Για να γίνει βέβαια κάτι τέτοιο μόνο εύκολο δεν είναι καθώς αφενός η πλειοψηφία του ΔΣ τάσσεται, σύμφωνα με την ανακοίνωση, με την γνωστή θέση του Ταμείου, ότι δηλαδή πρέπει ο στόχος του πρωτογενούς πλεονάσματος να μειωθεί, να υπάρξουν πιο γενναίες παρεμβάσεις στο χρέος και παράλληλα πιο γενναίες δράσεις στο μέτωπο της περιστολής της συνταξιοδοτικής δαπάνης, της διεύρυνσης της φορολογικής βάσης με μείωση του αφορολόγητου ορίου, μεγαλύτερη ευελιξία της αγοράς εργασίας με έμφαση μεταξύ άλλων στις ομαδικές απολύσεις αλλά και πλήρη απελευθέρωση των αγορών με βάση και τις προτάσεις της «εργαλειοθήκης ΙΙ» του ΟΟΣΑ.
Σε κάθε περίπτωση η ανακοίνωση του Ταμείου δεν αναφέρει πόσα και ποια μέλη διαφοροποιήθηκαν απ’ τα βασικά συμπεράσματα της εισηγητικής έκθεσης που κατέθεσε η ομάδα Βελκουλέσκου με το μεγάλο ερωτηματικό να παραμένει στη στάση του μεγαλομετόχου του Ταμείου, τις ΗΠΑ, μετά και την στροφή της οικονομικής πολιτικής του Ντόναλντ Τραμπ. Το σενάριο που συνεχίζει να παίζει είναι η παραμονή του Ταμείου στο πρόγραμμα με το ρόλο του τεχνικού συμβούλου, κάτι όμως που θα σήμαινε πως και η πλευρά του Βερολίνου θα έπρεπε να βρει τη «χρυσή τομή» ώστε, παρά τα …τελεσίγραφα Σόιμπλε, να συνεχίσει να είναι σε ισχύ το πρόγραμμα.