Όταν ο νομπελίστας οικονομολόγος Πολ Κρούγκμαν έγραψε, πρόσφατα, ότι η ανθρωπότητα μάλλον ζει μία δεύτερη περίοδο αποπαγκοσμιοποίησης, το άρθρο του στους New York Times έκανε τον γύρο του κόσμου.
Η διαρραγή του παγκόσμιου ιστού παραγωγής και διαμονής – που ξεκίνησε από διμερείς συγκρούσεις όπως αυτή μεταξύ ΗΠΑ και Κίνας, συνεχίστηκε με την απορρύθμιση των διεθνών συναλλαγών λόγω πανδημίας και κορυφώνεται με τον πόλεμο στην Ουκρανία και την πολυεπίπεδη σύγκρουση Δύσης – Ανατολής- είναι ένα φαινόμενο που αγγίζει τους πάντες: από τους οικονομολόγους και τους επενδυτές έως τις επιχειρήσεις και τους απλούς εργαζόμενους .
Οι προειδοποιήσεις για τις επιπτώσεις επικεντρώνονται στις συνέπειες που θα φέρει το τέλος του ανοιχτού και ελεύθερου εμπορίου. Όπως, όμως ,υπενθυμίζει το κλισέ της εποχής «κάθε κρίση μπορεί να είναι μία καλή ευκαιρία.»
Αυτό αφορά σε χώρες όπως η Ελλάδα, που, στις παρούσες συνθήκες, έχουν την ευκαιρία να διεκδικήσουν μία ενισχυμένη θέση στην παγκόσμια οικονομία.
Το θέμα έθεσε πρόσφατα σε podcast η επικεφαλής οικονομολόγος της Ευρωπαϊκής Τράπεζας για την Ανασυγκρότηση και την Ανάπτυξη (EBRD), Beata Javorcik, που τόνισε ότι η συγκυρία κρύβει πολλές ευκαιρίες για τις χώρες της νότιας και ανατολικής Ευρώπης.
Το newmoney μίλησε μαζί της και τη ρώτησε πώς η Ελλάδα θα μπορούσε να επωφεληθεί από τη συγκυρία και τι ενέργειες πρέπει να γίνουν για να την αξιοποιήσει στο μέγιστο.
Τον τελευταίο καιρό γίνεται πολύς λόγος για μια νέα εποχή απο-παγκοσμιοποίησης. Βλέπετε στην πραγματική οικονομία σημάδια ενός τέτοιου φαινομένου; Εάν ναι, σε ποιους τομείς και με ποιους τρόπους;
«Αυτό που βλέπουμε δεν είναι η απο-παγκοσμιοποίηση καθεαυτή, αλλά μάλλον ένα μεταβαλλόμενο πρόσωπο της παγκοσμιοποίησης. Είναι αλήθεια ότι ο ρυθμός ανάπτυξης του διεθνούς εμπορίου έχει επιβραδυνθεί, αλλά αυτό ήταν αναμενόμενο. Το μεγαλύτερο μέρος της μεταποιητικής δραστηριότητας που θα μπορούσε να είχε μεταφερθεί σε προορισμούς χαμηλότερου κόστους έχει ήδη μετακινηθεί.
Ωστόσο, τα πρόσφατα γεγονότα έχουν επιστήσει την προσοχή στην ευαλωτότητα των παγκόσμιων αλυσίδων αξίας απέναντι σε διαταραχές. Τον τελευταίο καιρό, έχουμε παρατηρήσει πολλές διακοπές στις αλυσίδες εφοδιασμού που προκαλούνται από το lockdown, τον εμπορικό πόλεμο ΗΠΑ-Κίνας, την απόφραξη της διώρυγας του Σουέζ και τον πόλεμο στην Ουκρανία. Η κλιματική αλλαγή και οι συνεχιζόμενες γεωπολιτικές εντάσεις δείχνουν ότι τέτοιες διαταραχές δεν θα εξαφανιστούν σύντομα. Αυτό αναγκάζει τις εταιρείες να επανεξετάσουν τις στρατηγικές τους για την αλυσίδα εφοδιασμού. Σε μια πρόσφατη έρευνα, σχεδόν το 30% των γερμανικών επιχειρήσεων ανέφεραν την πρόθεση τους να διαφοροποιήσουν τις πηγές εφοδιασμού τους. Επομένως, είναι πιθανό να δούμε αλλαγές στη γεωγραφία των αλυσίδων εφοδιασμού καθώς οι εταιρείες θα αναζητήσουν πρόσθετους προμηθευτές που βρίσκονται εκτός Κίνας.»
Σε ένα πρόσφατο podcast, αναφέρατε ότι χώρες από την Ανατολική και τη Νότια Ευρώπη θα μπορούσαν να επωφεληθούν από τη διαδικασία της αποπαγκοσμιοποίησης. Θα μπορούσατε να μας εξηγήσετε πώς;
«Η αναμενόμενη αναδιοργάνωση των αλυσίδων εφοδιασμού και η απομάκρυνση από την έγκαιρη ‘just-in-time’ προσέγγιση προς τη ‘just-in-case’ στρατηγική (για κάθε ενδεχόμενο) δημιουργεί ευκαιρίες για χώρες από την Ανατολική και Νότια Ευρώπη να ξεκινήσουν νέες επιχειρηματικές σχέσεις και να κατακτήσουν μεγαλύτερο μερίδιο της ευρωπαϊκής εξαγωγικής αγοράς. Πολλές πολυεθνικές θα αναζητήσουν νέους προμηθευτές που βρίσκονται κοντά στην Ευρώπη, οι οποίοι θα μπορούν να παράγουν προϊόντα για την ευρωπαϊκή αγορά.
Επιπλέον, νέες ευκαιρίες αναδύονται και στις υπηρεσίες. Καθιστώντας την εξ αποστάσεως εργασία ευρέως διαδεδομένη, η πανδημία άνοιξε τις πόρτες για περισσότερες εξαγωγές υπηρεσιών – μια εταιρεία στο Ηνωμένο Βασίλειο ή την Ιρλανδία δεν χρειάζεται να περιοριστεί σε εργαζόμενους που βρίσκονται σε αυτές τις χώρες, θα μπορούσε να προσλάβει υπαλλήλους που εργάζονται από την Ελλάδα, την Κροατία ή τη Βουλγαρία.»
Θα μπορούσε, συγκεκριμένα, η Ελλάδα να επωφεληθεί από αυτές τις εξελίξεις;
«Η Ελλάδα είναι μια χώρα γεμάτη δυνατότητες και είναι σε θέση να εκμεταλλευτεί αυτές τις τάσεις. Αν και η Ελλάδα έχει πολλά να αναπληρώσει ακόμα, αφού είδε το ΑΕΠ της να καταρρέει μεταξύ 2009 και 2016 και μετά βίωσε μια πολύ δύσκολη εμπειρία λόγω του κορωνοϊού το 2020, το τρέχον επίπεδο εμπιστοσύνης στην ελληνική οικονομία είναι ισχυρό. Ο μηνιαίος δείκτης οικονομικού κλίματος στις αρχές του 2022 βρισκόταν στο υψηλότερο επίπεδο εδώ και πολλά χρόνια και η ανεργία βρίσκεται σε συνεχή πτωτική τάση.
Είναι σημαντικό ότι η Ελλάδα γίνεται μια πιο ανοιχτή οικονομία, έχοντας μείνει σχετικά κλειστή εδώ και πολλά χρόνια. Για παράδειγμα, η υπάρχουσα συμμετοχή της Ελλάδας στις παγκόσμιες αλυσίδες αξίας είναι κάτω από τον μέσο όρο της ΕΕ. Ωστόσο, ανοίγονται νέες ευκαιρίες καθώς ενισχύονται οι δεσμοί υποδομών με γειτονικές χώρες, το επιχειρηματικό περιβάλλον γίνεται πιο ελκυστικό και η διαθεσιμότητα σημαντικών κεφαλαίων από το Ταμείο Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας της ΕΕ θα επιτρέψει τη δημιουργία θεμελίων για περαιτέρω ανάπτυξη.»
Τι πρέπει να κάνουν χώρες όπως η Ελλάδα για να προσελκύσουν περισσότερες επενδύσεις και να τοποθετηθούν σε καλύτερη θέση στις αλυσίδες παραγωγής και διανομής;
«Η τρέχουσα κατάσταση αυξημένης αβεβαιότητας λόγω του πολέμου και των γεωπολιτικών εντάσεων θα περιορίσει την παγκόσμια προσφορά άμεσων ξένων επενδύσεων. Αυτό σημαίνει ότι ο ανταγωνισμός για άμεσες ξένες επενδύσεις θα γίνει ακόμη πιο έντονος από ό,τι ήταν πριν.
Ως εκ τούτου, θα είναι σημαντικό για την Ελλάδα να ξεκινήσει από τα βασικά – η μακροοικονομική σταθερότητα και η χρηστή διακυβέρνηση είναι οι βασικές προϋποθέσεις για την προσέλκυση άμεσων ξένων επενδύσεων. Η Ελλάδα έχει βελτιωθεί σημαντικά και στους δύο τομείς τα τελευταία χρόνια, ιδίως όσον αφορά την πολιτική και μακροοικονομική σταθερότητα. Όσον αφορά τη διακυβέρνηση, σημειώθηκε επίσης πρόοδος, αλλά απομένουν ακόμη πολλά να γίνουν – στην Ελλάδα υπάρχει μια «κληρονομιά» χαμηλών προδιαγραφών στη δημόσια διοίκηση, μια «πελατειακή» προσέγγιση στους διορισμούς σε δημόσιους φορείς και ένα περίπλοκο και αναποτελεσματικό νομικό σύστημα. Παρά τη σημαντική βελτίωση σε αυτούς τους τομείς, οι επενδυτές θα θέλουν να δουν περαιτέρω πρόοδο, συμπεριλαμβανομένης και της ψηφιακής ατζέντας, η οποία επίσης προχωρά με πολύ ενθαρρυντικό τρόπο και συμβάλλει σε καλύτερα πρότυπα διακυβέρνησης στη χώρα.
Ένας άλλος παράγοντας που είναι σημαντικός για τους επενδυτές είναι η ποιότητα των υποδομών. Ως μια μικρή, αλλά ολοένα και πιο ανοιχτή οικονομία, είναι ζωτικής σημασίας η Ελλάδα να αναβαθμίσει τις διασυνοριακές συνδέσεις υποδομών και ενέργειας. Αυτό είναι ένα βασικό στοιχείο της στρατηγικής της EBRD για την Ελλάδα: συνεργαζόμαστε στενά με τις αρχές και με ιδιώτες επενδυτές σε διάφορα έργα με σκοπό την ενίσχυση των μεταφορών, των logistics και των ενεργειακών συνδέσεων της Ελλάδας με τις γειτονικές χώρες της νοτιοανατολικής Ευρώπης.»
Τι σημαίνει «πράσινες βιομηχανίες» και θα μπορούσε η Ελλάδα να αναπτύξει έναν τέτοιο κλάδο;
«Ο όρος «πράσινες βιομηχανίες» αναφέρεται ευρέως σε βιομηχανικές δραστηριότητες που λαμβάνουν υπόψη τις επιπτώσεις στο περιβάλλον και προσπαθούν να μειώσουν ή να εξαλείψουν τις επιβλαβείς εκπομπές και άλλες καταστροφικές περιβαλλοντικές επιπτώσεις.
Η Ελλάδα βρίσκεται σε καλή θέση για να ηγηθεί στην ανάπτυξη πράσινων προσεγγίσεων και σημειώνει σημαντική πρόοδο στην πράσινη ατζέντα σε τομείς όπως οι ανανεώσιμες πηγές ενέργειας και ο βιώσιμος τουρισμός. Η δέσμευση της χώρας να κλείσει όλες τις λιγνιτικές μονάδες στο εγγύς μέλλον είναι ένα σημαντικό μήνυμα της στάσης της Ελλάδας στην πράσινη μετάβαση και η EBRD θα συνεργαστεί στενά με τις αρχές και άλλους σχετικούς φορείς για μια «δίκαιη μετάβαση» για τις πιο πληγείσες περιοχές.»
Ποια είναι τα ανταγωνιστικά πλεονεκτήματα που απαιτούνται για την ανάπτυξη τέτοιων βιομηχανιών;
«Η μετάβαση σε μια πράσινη οικονομία απαιτεί πολλά πράγματα, όπως ένα μακροπρόθεσμο όραμα, μια σταθερή πολιτική δέσμευση για την προώθηση της πράσινης ατζέντας, καθώς και χρηματοδότηση και υποδομές για την ανάπτυξη των ανανεώσιμων πηγών ενέργειας σε μεγαλύτερη κλίμακα. Η Ελλάδα βρίσκεται σε καλή θέση και στα τρία αυτά σημεία.
Τα πράσινα έργα βρίσκονται στο επίκεντρο του αναπτυξιακού σχεδίου «Ελλάδα 2.0» και η κυβέρνηση έχει σηματοδοτήσει ξεκάθαρα την πρόθεσή της να προωθήσει την πράσινη ενέργεια και να εξαλείψει τα ορυκτά καύσιμα από το ενεργειακό μείγμα με την πάροδο του χρόνου. Στο πλαίσιο του μηχανισμού ανάκαμψης και ανθεκτικότητας της ΕΕ, η κυβέρνηση έχει δεσμευτεί να χρησιμοποιήσει 11,7 δισεκατομμύρια ευρώ (πάνω από το ένα τρίτο του συνόλου του RRF για την Ελλάδα) για έργα που προάγουν την πράσινη μετάβαση, με επιπλέον 10,4 δισεκατομμύρια ευρώ να κινητοποιηθούν από άλλες επενδυτικές πηγές.
Πιστεύω ακράδαντα ότι τα πράσινα διαπιστευτήρια και ειδικότερα η πρόσβαση σε ανανεώσιμες πηγές ενέργειας θα γίνουν καθοριστικοί παράγοντες της ανταγωνιστικότητας των χωρών. Η Ελλάδα βρίσκεται σε καλή θέση για να δημιουργήσει τα πράσινα διαπιστευτήριά της και να τα χρησιμοποιήσει για να προσελκύσει άμεσες ξένες επενδύσεις.»
Όσον αφορά τις τιμές καταναλωτή, η αναδιάταξη των αλυσίδων παραγωγής και διανομής θα έχει αρνητικό αντίκτυπο στις τιμές; Τι θα σημαίνει αυτό για τα χαμηλότερα και μεσαία εισοδήματα;
«Η παγκοσμιοποίηση υπήρξε μια σημαντική δύναμη που συνέβαλε στη διατήρηση του πληθωρισμού σε χαμηλά επίπεδα τις τελευταίες δεκαετίες. Αν και η αύξηση της ανθεκτικότητας θα έχει το κόστος των υψηλότερων τιμών, η επίδραση στον πληθωρισμό θα είναι μέτρια. Ωστόσο, εάν η παγκοσμιοποίηση αντιστραφεί και ο κόσμος αρχίσει να χωρίζεται σε εμπορικά κέντρα με γεωπολιτικά κίνητρα, μπορούμε να αναμένουμε υψηλές πληθωριστικές πιέσεις. Αυτό θα γίνει ιδιαίτερα αισθητό στα νοικοκυριά χαμηλού και μεσαίου εισοδήματος, επειδή τείνουν να επηρεάζονται περισσότερο από τον υψηλό πληθωρισμό.»
Διαβάστε ακόμη:
Πλειστηριασμοί: Έρχονται δύο ηχηρά σφυριά των 40 εκατ. ευρώ
Νέα επιβάρυνση – Φόρος ανακύκλωσης 8 λεπτά σε πλαστικές συσκευασίες