Για να πιέσει τις τράπεζες να χορηγούν περισσότερα δάνεια σε επιχειρήσεις και ιδιώτες η ΕΚΤ αύξησε πρόσφατα στο 0,5% το αρνητικό επιτόκιο που επιβάλλει σε όσα χρηματοπιστωτικά ιδρύματα “παρκάρουν” πλεονάζοντα κεφάλαια σε αυτήν, μεταδίδει η Deutsche Welle, επικαλούμενη πραγματογνωμοσύνη του Πανεπιστημίου του Αμβούργου. Με αυτό το “πρόστιμο” η Φρανκφούρτη επιδιώκει να ενισχύσει τις επενδύσεις και την κατανάλωση δίνοντας ώθηση στην ανάπτυξη και την άνοδο των τιμών.
Η επιβολή αρνητικών επιτοκίων είναι παράνομη, δείχνει πραγματογνωμοσύνη του καθηγητή τραπεζικού δικαίου και δικαίου κεφαλαιαγοράς Κάι Όλιβερ Κνοπς από το Πανεπιστήμιο Αμβούργου. Μια καλή είδηση για αποταμιευτές και άλλους τραπεζικούς πελάτες, στους οποίους πολλές γερμανικές τράπεζες σχεδιάζουν να μετακυλήσουν το κόστος των αρνητικών επιτοκίων.
Ο Γερμανός ειδικός υπολογίζει ότι η ΕΚΤ έχει εισπράξει από το 2014 σχεδόν 40 δις ευρώ, δηλαδή 7,5 δις ευρώ το χρόνο, από τα αρνητικά επιτόκια που έχει επιβάλλει στις τράπεζες της ευρωζώνης. Μιλώντας στην DW ο καθηγητής Κάι Όλιβερ Κνοπς τονίζει ότι “οι τράπεζες μπορούν τώρα να διεκδικήσουν την επιστροφή των ποσών αυτών, διότι δεν υπάρχει νομική βάση για την επιβολή τους”.
“Δεν υπάρχει νομική βάση για τα αρνητικά επιτόκια”
Ο καθηγητής τραπεζικού δικαίου και δικαίου κεφαλαιαγοράς δηλώνει εκτός αυτού ότι “το μέτρο αλλαγής προσήμου στα επιτόκια δεν αιτιολογείται, στην ουσία, από την ΕΚΤ”. Διερωτάται επίσης αν θα είχε νόημα μια γνωμοδότηση του ευρωπαϊκού κοινοβουλίου σε μια τόσο κρίσιμη απόφαση με δραματικές επιπτώσεις σε τράπεζες και καταθέσεις. “Δεν υπάρχει νομική βάση για τα αρνητικά επιτόκια. Ούτε υπάρχει κάποια πρόβλεψη για επιτόκια-πρόστιμα, όπως διαβάζουμε συχνά στον Τύπο”, τονίζει ο Κάι Όλιβερ Κνοπς.
Κατά την εκτίμηση του καθηγητή τα αρνητικά επιτόκια είναι ουσιαστικά “πρόστιμα με σκοπό την αποτροπή. Η ευρωπαϊκή νομολογία κάνει λόγο σε αυτές τις περιπτώσεις για εισφορές, οι οποίες ωστόσο δεν εμπίπτουν στην δικαιοδοσία της ΕΕ. Η επιβολή φόρων και εισφορών είναι αρμοδιότητα των χωρών-μελών και όχι των ευρωπαϊκών θεσμών”.
Στο ερώτημα αν μετά την πραγματογνωμοσύνη αναμένει κύμα προσφυγών από τράπεζες με αίτημα την καταβολή αποζημιώσεων ο Κάι Όλιβερ Κνοπς απαντά ότι “στη Γερμανία οι τράπεζες αποφεύγουν συνήθως μια νομική αντιπαράθεση με την Γερμανική Κεντρική Τράπεζα”. Δεν αποκλείει ωστόσο το ενδεχόμενο μια ομάδα τραπεζών της ευρωζώνης “να προσφύγουν απευθείας στο Ανώτατο Ευρωπαϊκό Δικαστήριο”.