«Η αντιμετώπιση των μεγάλων στρατηγικών κακοπληρωτών οφείλει να αποτελέσει μία εθνικής σημασίας προτεραιότητα κατά το επόμενο διάστημα» τονίζει σε άρθρο του στο ΑΠΕ-ΜΠΕ ο Γιάννης Δραγασάκης. Ο αντιπρόεδρος της κυβέρνησης σημειώνει πως ναι μεν το φαινόμενο των στρατηγικών κακοπληρωτών είναι παγκόσμιο, ωστόσο στη χώρα μας «αποτελεί ένα διακριτό διαχρονικό γνώρισμα του ελληνικού καπιταλισμού» και η αντιμετώπισή του δεν θα είναι εύκολη. Όμως, όπως επισημαίνει, «το θεσμικό πλαίσιο που διαμόρφωσε και συνεχώς ενισχύει η σημερινή κυβέρνηση αναδεικνύει το πρόβλημα και διευκολύνει την αντιμετώπιση του».
Ο κ. Δραγασάκης κάνει λόγο για ανάγκη ευρύτερων συνεργιών, όλων των εμπλεκομένων, διαρκή και συντονισμένη προσπάθεια ακόμη και νομοθετικές πρωτοβουλίες εφόσον χρειαστεί, σημειώνοντας πως οι στρατηγικοί κακοπληρωτές «όσο ισχυρούς προστάτες και αν έχουν, όσο και αν υποβοηθούνται από δυνάμεις της αδράνειας, και της ανοχής είναι χρέος της Πολιτείας και των θεσμών, να υπερασπιστούν την κοινωνία και το δημόσιο συμφέρον».
Επίσης σημειώνει ότι δεν μπορούν να μπαίνουν στην ίδια ζυγαριά οι μικρομεσαίοι που δίνουν αγώνα επιβίωσης, με τους στρατηγικούς κακοπληρωτές και πως η αντιμετώπιση του προβλήματος των κόκκινων δανείων είναι όρος για την έξοδο από την κρίση αλλά και προϋπόθεση ώστε να μπορούν οι τράπεζες να χορηγούν και πάλι δάνεια σε όσους τα έχουν ανάγκη.
Ολόκληρο το άρθρο του αντιπροέδρου της κυβέρνησης Γιάννη Δραγασάκη στο ΑΠΕ-ΜΠΕ:
Την Τετάρτη 10 Ιανουαρίου, από το βήμα δημόσιας εκδήλωσης, αναφερόμενος στο πρόβλημα των κόκκινων δανείων, υποστήριξα ότι: «… δεν μπορούν να “μπαίνουν στην ίδια ζυγαριά” οι μικρομεσαίοι που δίνουν πραγματικό αγώνα επιβίωσης και έχουν να διαχειριστούν αντικειμενικές δυσχέρειες, με τους στρατηγικούς κακοπληρωτές που αποδεδειγμένα πλέον, όπως μπορούν να αποδείξουν οι τράπεζες, χρεοκοπούσαν τις επιχειρήσεις τους στο εσωτερικό και αποθησαύριζαν στο εξωτερικό… Άλλωστε, η Τράπεζα της Ελλάδος έχει πλήρη στοιχεία για τα χρήματα που φυγαδεύτηκαν στο εξωτερικό. Πρέπει, επομένως, να συμβάλει και αυτή ώστε να εντοπιστούν και να υποστούν τις συνέπειες οι πραγματικοί συνειδητοί κακοπληρωτές και να ξεχωρίσει η “ήρα από το στάρι”…».
Ακολούθησε μια απάντηση, το ύφος της οποίας δεν θα ήθελα να σχολιάσω, από ανώνυμους «κύκλους» της ΤτΕ σύμφωνα με την οποία: «ο αντιπρόεδρος της κυβέρνησης όφειλε να γνωρίζει ότι όλα τα στοιχεία για την αποστολή εμβασμάτων βρίσκονται στα χέρια της Ανεξάρτητης Αρχής Δημοσίων Εσόδων… η ΤτΕ ανταποκρίνεται άμεσα στα αιτήματα αποστολής στοιχείων σχετικά με τα εμβάσματα που προέρχονται μεταξύ άλλων από δικαστικές και εισαγγελικές αρχές».
Η απάντηση αυτή είναι σε πλήρη αναντιστοιχία τόσο με την πραγματικότητα όσο και με τη σοβαρότητα του προβλήματος. Η Αντιπροεδρία της κυβέρνησης όχι μόνο γνωρίζει ότι τα στοιχεία για την αποστολή εμβασμάτων στο εξωτερικό είναι στα χέρια της ΑΑΔΕ, αλλά ως Αντιπροεδρία πρωτοστατήσαμε, ήδη από το Φεβρουάριο του 2015, στο συντονισμό της προσπάθειας για τη συγκέντρωση και διασταύρωση των εν λόγω και άλλων στοιχείων, ώστε να υπάρχει μια ισχυρή βάση δεδομένων, υπό την ευθύνη της ΑΑΔΕ, για την καταπολέμηση της φοροδιαφυγής. Και πράγματι η βάση δεδομένων που έχει διαμορφωθεί συμβάλλει στην αποτελεσματικότητα των ελέγχων για την πάταξη της φοροδιαφυγής.
Όμως, τα στοιχεία αυτά δεν περιλαμβάνουν τα δάνεια προς τις τράπεζες και πληροφορίες για την εξυπηρέτηση τους. Η ΑΑΔΕ δεν είναι σε θέση να γνωρίζει ποιοι από εκείνους που έχουν φυγαδεύσει χρηματικά ποσά στο εξωτερικό είναι συγχρόνως οφειλέτες και κακοπληρωτές προς τις τράπεζες.
Για αυτόν το λόγο ακριβώς χρειάζονται ευρύτερες συνέργειες, όλων των εμπλεκομένων, διαρκής και συντονισμένη προσπάθεια ακόμη και νομοθετικές πρωτοβουλίες εφόσον χρειαστεί. Διότι η αντιμετώπιση των μεγάλων στρατηγικών κακοπληρωτών οφείλει να αποτελέσει μία εθνικής σημασίας προτεραιότητα κατά το επόμενο διάστημα. Σε μια τέτοια συντονισμένη προσπάθεια η Τράπεζα της Ελλάδας μπορεί να έχει, «και αυτή», όπως είπα στην ομιλία μου, τη δική της συμβολή με ποικίλους τρόπους.
Και όντως το πρόβλημα είναι στρατηγικής σημασίας.
Πρόκειται για ένα θέμα τόσο οικονομικής βιωσιμότητας όσο και κοινωνικής δικαιοσύνης, καθώς η αντιμετώπιση του προβλήματος των κόκκινων δανείων είναι όρος για την έξοδο από την κρίση αλλά και προϋπόθεση ώστε να μπορούν οι τράπεζες να χορηγούν και πάλι δάνεια σε όσους τα έχουν ανάγκη. Όμως, πίσω από κάθε δάνειο σε καθυστέρηση μπορεί να κρύβεται ένας συνειδητός κακοπληρωτής, μια αντικειμενική δυσκολία ή ακόμη και ένα ανθρώπινο δράμα. Και δυστυχώς, όσο δεν ξεχωρίζει η «ήρα από το στάρι», όσο δεν εντοπίζονται και δεν υποχρεώνονται να πληρώσουν οι στρατηγικοί κακοπληρωτές, δηλαδή αυτοί που ενώ έχουν, συνειδητά δεν πληρώνουν, το «λογαριασμό» τον πληρώνουν όσοι έχουν πραγματικό πρόβλημα και το κοινωνικό σύνολο.
Η αντιμετώπιση του προβλήματος των στρατηγικών κακοπληρωτών συνδέεται επίσης με το παραγωγικό υπόδειγμα τη χώρας και τις επιχειρηματικές πρακτικές. Το φαινόμενο των στρατηγικών κακοπληρωτών είναι παγκόσμιο. Όμως, ειδικά στη χώρα μας αποτελεί ένα διακριτό διαχρονικό γνώρισμα του ελληνικού καπιταλισμού. Εάν στην Ελλάδα της δραχμής ο εγχώριος πληθωρισμός «κούρευε» τα χρέη στο εσωτερικό κι ενίσχυε παράλληλα όσους διακρατούσαν περιουσιακά στοιχεία στο εξωτερικό, στην Ελλάδα του ευρώ, ειδικά στην περίοδο της κρίσης, πολλοί είδαν μια «χρυσή ευκαιρία» για να προστατεύσουν και να αυξήσουν τον προσωπικό πλούτο τους, μεταφέροντας τα κέρδη τους στο εξωτερικό και τα βάρη στα τραπεζικά ιδρύματα και τους Έλληνες φορολογούμενους. Πρόκειται για μια βασική πτυχή του ελληνικού κρατικοδίαιτου και πελατειακού καπιταλισμού που γιγαντώθηκε ιδιαίτερα στην ύστερη φάση της μεταπολίτευσης, σε οργανική σχέση και στενή διαπλοκή με τα κόμματα του δικομματισμού ΠΑΣΟΚ και ΝΔ.
Η αντιμετώπιση του προβλήματος δεν είναι εύκολη. Διαπλοκές, πελατειακές σχέσεις, κενά νομοθεσίας, αδράνειες θεσμών, ολιγωρίες κυβερνήσεων στο σύνολο τους εξ αντικειμένου λειτούργησαν ως ένα σύστημα προστασίας και αναπαραγωγής των στρατηγικών κακοπληρωτών. Για αυτό και μέχρι πρόσφατα δεν είχε γίνει σχεδόν τίποτα στο πεδίο αυτό.
Είναι ενθαρρυντικό ότι τελευταία κάποιες τράπεζες, έστω και επιλεκτικά, προβαίνουν σε έρευνες που αποκαλύπτουν εντυπωσιακά όσο και προκλητικά ευρήματα. Ωστόσο, το θέμα δεν πρέπει να μείνει στην επιλεκτική διάθεση ή στην τόλμη κάποιων μεμονωμένων τραπεζικών στελεχών. Τέτοιες προσπάθειες πρέπει να αποκτήσουν συστηματικό χαρακτήρα και να στηριχτούν θεσμικά, ηθικά και πολιτικά.
Το θεσμικό πλαίσιο που διαμόρφωσε και συνεχώς ενισχύει η σημερινή κυβέρνηση αναδεικνύει το πρόβλημα, διευκολύνει την αντιμετώπιση του.
Η δημιουργία και αξιοποίηση του εξωδικαστικού διακανονισμού αποτελεί ήδη ένα πλαίσιο που αποκλείει τους στρατηγικούς κακοπληρωτές, ενώ δίνει τη δυνατότητα για δεύτερη ευκαιρία και νέο ξεκίνημα για επιχειρήσεις που όντως αντιμετώπισαν απρόβλεπτες καταστάσεις και αντικειμενικές δυσκολίες, έχουν όμως δυνατότητες και προοπτικές. Ανάλογες βελτιώσεις αναμένεται να επέλθουν και στο νόμο Κατσελη-Σταθάκη, η ισχύς του οποίου, αν χρειαστεί, θα μπορούσε ενδεχομένως να παραταθεί. Η δημιουργία ενός «Τειρεσία» του Δημοσίου, ιδέα που βρίσκεται υπό επεξεργασία, θα διευκόλυνε ακόμη περισσότερο να ξεχωρίσουν εκείνοι που δεν εξυπηρετούν τα δάνεια τους επειδή δεν μπορούν, διότι χρωστούν «παντού», και θα μπορούσε η πολιτεία να φανεί πιο γενναιόδωρη σε όσους το έχουν πράγματι ανάγκη. Θα χρειαστεί όμως πολλή δουλειά για να ενισχυθούν οι θεσμικές δυνατότητες και τα εργαλεία ελέγχου και αποκάλυψης κρυμμένων περιουσιακών στοιχείων, ιδίως στο εξωτερικό, για χρέη τόσο προς το δημόσιο όσο και προς τις τράπεζες. Αλλά αξίζει αυτή η προσπάθεια να γίνει, αφού για τη χώρα μας θα αποτελεί, για τους λόγους που ήδη είπα, μια ιστορική τομή.
Όσο ισχυρούς προστάτες και αν έχουν, λοιπόν, οι στρατηγικοί κακοπληρωτές, όσο και αν υποβοηθούνται από δυνάμεις της αδράνειας, και της ανοχής, η Πολιτεία και οι θεσμοί της έχουν χρέος να υπερασπιστούν την κοινωνία και το δημόσιο συμφέρον. Η κυβέρνηση, ελεύθερη από κάθε εξάρτηση, έχει την ισχυρή βούληση και την αποφασιστικότητα να πράξει το καθήκον της χωρίς διακρίσεις, με κανόνες διαφανείς, με σεβασμό του κράτους δικαίου. Και στην προσπάθεια αυτή, είμαι βέβαιος, θα έχουμε τη στήριξη της μεγάλης πλειοψηφίας της κοινωνίας αλλά και την απρόσκοπτη συνεργασία όλων των εμπλεκομένων φορέων και θεσμών.