search icon

Οικονομία

Αυτή είναι η έκθεση του ΔΝΤ για το ελληνικό πρόγραμμα

«Εξαιρετικά ασταθές» το ελληνικό χρέος και ανεπαρκή τα μέτρα των Ευρωπαίων - Χωρίς την εφαρμογή «ισχυρών πολιτικών» δεν θα πετύχει το πρόγραμμα όποια ελάφρυνση χρέους και αν γίνει - Τα μέτρα σοκ που προτείνει και το καμπανάκι για το τραπεζικό σύστημα - Σήμερα συνεδριάζει το ΔΣ του Ταμείου

Του Στέλιου Μορφίδη 

Την έκθεση του ΔΝΤ που θα συζητηθεί την Δευτέρα στο εκτελεστικό συμβούλιο του ταμείου παρουσιάζει αποκλειστικά το newmoney.gr.

Σύμφωνα με την έκθεση το Ταμείο θεωρεί το ελληνικό χρέος «εξαιρετικά ασταθές», τις προτάσεις των Ευρωπαίων για την ελάφρυνση του ανεπαρκείς και παράλληλα ζητά περισσότερες μεταρρυθμίσεις τόσο στο δημοσιονομικό – φορολογικό στην κατεύθυνση της περαιτέρω διεύρυνσης της φορολογικής βάσης με μείωση του αφορολόγητου, περικοπές στις συντάξεις, περαιτέρω ελαστικοποίηση των εργασιακών σχέσεων, απελευθέρωση των αγορών και υπηρεσιών και ταχεία επίλυση του προβλήματος των κόκκινων δανείων. Το τελευταίο θεωρείται τόσο επιτακτικό που ζητείται η ύπαρξη ενός μαξιλαριού 10 δισ για πιθανή νέα ανακεφαλαιοποίηση των τραπεζικών ιδρυμάτων.

Η έκθεση απορρίπτει επίσης την προσπάθεια των Ευρωπαίων να επιβάλλουν στόχο για πρωτογενή πλεονάσματα ύψους 3,5% για μία δεκαετία αλλά παράλληλα επιμένει πως οποιαδήποτε ελάφρυνση χρέους και να γίνει στην Ελλάδα χωρίς την εφαρμογή «ισχυρών πολιτικών» το ελληνικό πρόγραμμα δεν πρόκειται να πετύχει. 

Γι αυτό και εξάλλου στους βασικούς κινδύνους που εντοπίζει πρώτος κατατάσσεται η μεταρρυθμιστική κόπωση, δεύτερος η ασθενής ανάπτυξη και τρίτος η αποτυχία ολοκλήρωσης του προγράμματος λόγω της ασταθούς πολιτικής κατάστασης (ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΑ)

Χρέος

Σε ότι αφορά το χρέος, βασική παραδοχή είναι ότι αυτό είναι «εξαιρετικά ασταθές» και ότι η συμφωνία του Eurogroup του Μαϊου είναι σε θετική κατεύθυνση ωστόσο τα μέτρα που συμφώνησαν οι Ευρωπαίοι δεν είναι αρκετά με αποτέλεσμα να θεωρεί πως η δυναμική του θα πάρει και πάλι την ανιούσα όταν το ελληνικό Δημόσιο θα αποπληρώνει πλέον τα δάνεια με χρηματοδότηση πιο ακριβή από τις αγορές. Συγκεκριμένα εκτιμά ότι μέχρι το 2020 θα φθάσει στο 170% του ΑΕΠ και θα μειωθεί στο 164% ως το 2022. Ωστόσο στη συνέχεια θα πάρει την ανιούσα φθάνοντας φτάνοντας περίπου στο 275% του ΑΕΠ μέχρι το 2060 (!), καθώς το κόστος του χρέους θα αυξάνεται με την πάροδο του χρόνου. Αυτή η εξέλιξη θα αντισταθμίσει όποια πιθανά οφέλη από την αύξηση του ΑΕΠ και τα υψηλά πρωτογενή πλεονάσματα. Στη βάση των προβλέψεων αυτών το ΔΝΤ αναμένει πως οι ακαθάριστες χρηματοδοτικές ανάγκες της Ελλάδος θα ανέλθουν στο 15% του ΑΕΠ ήδη από το 2024 και στο 20% του ΑΕΠ μέχρι το 2031, φθάνοντας περίπου το 33% από το 2040 και περίπου το 62% του ΑΕΠ μέχρι το 2060.

Προκειμένου να μην ξεπερνά το 15% με 20% του ΑΕΠ η ετήσια δαπάνη εξυπηρέτησης του χρέους και παράλληλα να διατηρείται μία πτωτική δυναμική στη σχέση χρέους προς ΑΕΠ το Ταμείο μεταξύ άλλων προτείνει:

– Να δοθεί μία περίοδος χάρης αποπληρωμών ως το 2040

– επέκταση της ωρίμανσης των ελληνικών ομολόγων μέχρι το 2070.

– Να γίνει μεταφορά των πληρωμών τόκων που πρέπει να γίνουν μέχρι το 2040, οι οποίοι προτείνεται να κεφαλαιοποιηθούν και η αποπληρωμή τους να επιμηκυνθεί μέχρι το 2070
– Να μετατραπούν τα επιτόκια των δανείων από τον ESM και EFSF σε σταθερά για 30 χρόνια με ανώτατο επιτόκιο 1,5%.

– Να επιστραφούν τα κέρδη απ’ τα περιθώρια του EFSF και των Κεντρικών Τραπεζών 

Δημοσιονομικά – Φορολογικά

Σύμφωνα με το Ταμείο, η δημοσιονομική πολιτική που στηρίζεται σε υψηλούς φόρους, σε περιορισμένη φορολογική βάση και σε συγκυριακό και επιλεκτικό περιορισμό και δεν στηρίζεται σε μεταρρυθμίσεις δεν μπορεί να είναι μακροπρόθεσμα βιώσιμη. Επιπλέον πρόκειται για πολιτική αντιαναπτυξιακή και γι’ αυτό το λόγο θέτει θέματα αξιοπιστίας.

Παρατηρεί δε πως η φορολογική διοίκηση είναι αναποτελεσματική, τα φορολογικά χρέη είναι διαρκώς αυξανόμενα ενώ η φορολογική συμπεριφορά των πολιτών θεωρείται προβληματική.

Επισημαίνεται ότι περίπου το 50% του πληθυσμού είναι σε καθυστέρηση εις ό,τι αφορά τις υποχρεώσεις του έναντι του δημοσίου. Συνολικά, τα χρέη των ιδιωτών προς το δημόσιο φτάνουν το 70% του ΑΕΠ της Ελλάδας.

Η κύρια σύσταση του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου είναι ότι θα πρέπει να υιοθετηθούν πολιτικές ουδέτερες δημοσιονομικά που θα οδηγούν σε μείωση φόρων και διεύρυνση της φορολογικής βάσης, ο εξορθολογισμός της δαπάνης για συντάξεις και αντιθέτως η εστίαση σε δαπάνες που απευθύνονται στις πλέον ευάλωτες ομάδες βελτιώνοντας ταυτόχρονα τις συνθήκες για επενδύσεις και ανάπτυξη.

Συνταξιοδοτικό

Η πρώτη πρόκληση που αντιμετωπίζει η ελληνική οικονομία, σύμφωνα με την έκθεση του ΔΝΤ που αναμένεται να παρουσιαστεί επισήμως αύριο, είναι ότι: Το μείγμα δημοσιονομικής πολιτικής είναι μη βιώσιμο διότι βασίζεται σε συντάξεις που δεν μπορούμε να αντέξουμε κι αυτό διότι στηρίζονται σε υψηλή φορολογία μιας περιορισμένης φορολογικής βάσης. Σύμφωνα με το Ταμείο, περισσότερα από τα μισά μέτρα που νομοθετήθηκαν τα τελευταία έξι χρόνια αφορούν τις δαπάνες. Αλλά από τα μέτρα που νομοθετήθηκαν μόνο το 1/4 αφορούσαν μειώσεις μισθών εργαζομένων στο δημόσιο τομέα και στις συντάξεις. Κατά το ΔΝΤ, η μείωση των μισθών του δημοσίου και των συντάξεων ήταν περιορισμένη σε σχέση με άλλες δημοσιονομικές προσαρμογές.

Όπως χαρακτηριστικά αναφέρεται στην έκθεση «οι μειώσεις στις συντάξεις ήταν 1% του ΑΕΠ όταν το συνταξιοδοτικό σύστημα έχει έλλειμμα περίπου 11% του ΑΕΠ».

Τράπεζες και ανακεφαλαιοποίηση

Σύμφωνα με το Ταμείο οι διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις και οι μεταρρυθμίσεις στον χρηματοπιστωτικό τομέα δεν είναι επαρκείς για να μειώσουν τα χρέη προς τις τράπεζες και τα χρέη των ιδιωτών προς τις φορολογικές αρχές του δημοσίου, με αποτέλεσμα να δημιουργούνται πιέσεις στην ανάπτυξη και στην ανταγωνιστικότητα.

Εις ό,τι αφορά τα μη εξυπηρετούμενα δάνεια (NPL’s) επισημαίνεται ότι δεν έχουν υιοθετηθεί πλήρως οι κατευθύνσεις για μείωση των λεγόμενων κόκκινων δανείων, με αποτέλεσμα αυτό να οδηγήσει σε περιορισμό της πιστωτικής επέκτασης στον υγιή ιδιωτικό τομέα και σε εξασθένηση της κεφαλαιακής βάσης των τραπεζών.

Το χρηματοοικονομικό σύστημα της χώρας, κατά το ΔΝΤ, χαρακτηρίζεται από αδύναμους ισολογισμούς τραπεζών, που έχουν προβλήματα στη διοίκηση τους. Η χαμηλή ποιότητα των κεφαλαίων εξάλλου είναι αυτή που διαρκώς δημιουργούνται ερωτήματα για τη βιωσιμότητα του.

Σύμφωνα με το ΔΝΤ, οι τράπεζες θα χρειαστούν περίπου 10 δισ.ευρώ (περίπου το 5,5% του ΑΕΠ της χώρας το έτος 2016) για πιθανή πρόσθετη ανακεφαλαιοποίηση από το 2018. Κι αυτό παρά το γεγονός ότι από το 2010 έχουν διατεθεί άλλα 43 δισ.ευρώ για την ανακεφαλαιοποίηση των τραπεζών.

Στο πεδίο της έκθεσης που αφορά τον τραπεζικό τομέα σημειώνεται ότι η αλλοπρόσαλλη πολιτική της περιόδου 2015-2016 έχει οδηγήσει αφενός στη μείωση της συμμετοχής του δημοσίου στις τράπεζες στο 20%, από ποσοστό 60% που κατείχε το δημόσιο στις τράπεζες πριν την τελευταία ανακεφαλαιοποίηση. Ως αποτέλεσμα, γράφει η έκθεση του ΔΝΤ, δεν θα πρέπει να αναμένονται σημαντικά έσοδα για το κράτος από την ιδιωτικοποίηση των τραπεζών.

Αγορές

Το Ταμείο εκτιμά επίσης ότι οι ευρείες διαρθρωτικές δυσλειτουργίες που διέπουν την ελληνική αγορά εξακολουθούν να αποτρέπουν την χωρίς αποκλεισμούς ανάπτυξη. Γι αυτό και συστήνει την επίσπευση των μεταρρυθμίσεων που εντάσσονται στη λεγόμενη «Εργαλειοθήκη 2» του ΟΟΣΑ, που μεταξύ άλλων προβλέπει την άρση των εμποδίων στις επενδύσεις όπως το άνοιγμα κλειστών επαγγελμάτων.

Ανάπτυξη και πλεονάσματα

Η ανάκαμψη θεωρείται ασθενής και με κινδύνους. Η πρόβλεψη του ΔΝΤ είναι ότι η ανάπτυξη θα διαμορφωθεί στο 0,4% το 2016 και θα φτάσει το 2,7% για το 2017, αλλά με συγκεκριμένες προϋποθέσεις. Σύμφωνα με το Ταμείο, η ανάπτυξη για το 2017 θα είναι 2,7% εφόσον: Η αξιολόγηση θα ολοκληρωθεί εγκαίρως, το πρόγραμμα θα εφαρμοστεί πλήρως, η Ελλάδα θα ενταχθεί στο πρόγραμμα ποσοτικής χαλάρωσης (QE) της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας και θα αρθούν τα capital controls.

Παρ’όλα αυτά, μεσοπρόθεσμα το ΔΝΤ θεωρεί ότι η ανάπτυξη της ελληνικής οικονομίας θα κυμαίνεται γύρω στο 1%.

Σύμφωνα με την έκθεση, το αναπτυξιακό μοντέλο της Ελλάδας θα πρέπει να προσανατολιστεί περισσότερο στις εξαγωγές, υπό την προϋπόθεση όμως ότι οι οικονομικοί και ανθρώπινοι πόροι θα προσανατολιστούν στην ανάπτυξη εμπορεύσιμων κλάδων της ελληνικής οικονομίας (σσ, είτε εξαγωγές προϊόντω, είτε υπηρεσίες και προϊόντα σχετιζόμενα με τον τουρισμό).

Σύμφωνα με την έκθεση του ΔΝΤ για την κατάσταση της ελληνικής οικονομίας, το πρωτογενές πλεόνασμα θα είναι 1% του ΑΕΠ το 2016 και θα φτάσει το 1,5% του ΑΕΠ το 2018.

Στην έκθεση για την κατάσταση της ελληνικής οικονομίας, το Ταμείο αξιολογεί και τοποθετείται επί των απόψεων των Ευρωπαίων για τα πρωτογενή πλεονάσματα. Όπως σημειώνεται, βασική υπόθεση των Ευρωπαίων είναι ότι το πρωτογενές πλεόνασμα θα διατηρηθεί στο 3,5% για μια δεκαετία, μειούμενο σε ποσοστό3,2% το2030 και σταδιακά στο 1,5% το 2040.

Αυτά είναι πρωτοφανή πρωτογενή πλεονάσματα στην παγκόσμια δημοσιονομική πρακτική και προφανώς το Ταμείο τα θεωρεί μη βιώσιμα. Μάλιστα, στην έκθεση αναφέρεται ότι ακόμη και η εκτίμηση του ΔΝΤ για πρωτογενή πλεονάσματα ύψους 1% για πολλές δεκαετίες είαι αισιόδοξες με βάση τιςμετρήσεις.

Το ΔΝΤ θεωρεί ότι θα πρέπει να μειωθούν οι χρηματοδοτικές ανάγκες της Ελλάδας πριν βγει στις αγορές και συμπληρώνει ότι οι χρηματοδοτικές αυτές ανάγκες θα πρέπει να παραμείνουν σε χαμηλά επίπεδα και σίγουρα σε ποσοστό 15-20% του ΑΕΠ.

Exit mobile version