Του Κωστή Πλάντζου
«Κάτι δίνεις, κάτι παίρνεις» έλεγαν στελέχη της ελληνικής διαπραγματευτικής ομάδας, για το πού μπορεί να οδηγήσει τις διαπραγματεύσεις η «αλλαγή έδρας», από το Χίλτον στις Βρυξέλλες.
Στην ερώτηση «τι μας δίνουν;» οι ίδιες πηγές έλεγαν πως οι θεσμοί έδειξαν να υποχωρούν στα δημοσιονομικά. Έτσι και η κυβέρνηση θα χρειαστεί να υποχωρήσει σε μεταρρυθμίσεις, όπως τα Εργασιακά.
Στο οικονομικό επιτελείο ευελπιστούν ότι οι θεσμοί θα μετριάσουν τις απαιτήσεις για πρόσθετα μέτρα λιτότητας 2% του ΑΕΠ (3,6 δισ. ευρω) αποδεχόμενοι 0,2% του ΑΕΠ λιγότερα μέτρα (περίπου 350 εκατ. ευρώ λιγότερα).
Έτσι, αντί να απαιτούν 1%+1% του ΑΕΠ εξοικονόμηση από περικοπές στις συντάξεις (1,8 δισ. ευρώ) και άλλα τόσα από τη μείωση αφορολογήτου, φαίνεται να αποδέχονται μέτρα 0,9%+0,9% του ΑΕΠ αντίστοιχα (ή 1,6 δισ. ευρώ αντί 1,8 δισ. από κάθε μέτρο). Δηλαδή κάπου 10% μικρότερο «μαχαίρι» στις συντάξεις, και αφορολόγητο στις 7.000 ευρώ αντί 6.000 ευρώ (απώλειες 300 ευρώ το χρόνο αντί 500 για μισθωτούς συνταξιούχους).
Περισσότερες απολύσεις
Στα εργασιακά, η συμβιβαστική φόρμουλα που φαίνεται να κερδίζει έδαφος είναι, είτε να αυξηθεί το όριο των ομαδικών απολύσεων από 5% σε 10%, είτε –η πιο εύσχημη λύση- να παραμείνει στο 5% αλλά να καταργηθεί το όριο των 30 απολύσεων το μήνα.
Αυτό σημαίνει ότι πχ σε κάποιες ΔΕΚΟ ή Τράπεζες που αριθμούν πάνω από 1.000 ή 2.000 εργαζόμενους, θα μπορούν να απολύονται 50-100 εργαζόμενοι το μήνα (5% του συνόλου των εργαζομένων τους) αντί για 30 το πολύ που ισχύει σήμερα, χωρίς φαινομενικά να αυξηθεί το όριο απολύσεων ως ποσοστό σε 10%.
Το «τρυκ» αυτό ενδέχεται να ικανοποιήσει τους δανειστές, που ενδιαφέρονται κυρίως για την αύξηση της δυνατότητας απολύσεων σε μεγάλες επιχειρήσεις και ομίλους, καθώς στις μικρές δεν ισχύει καν τέτοιος περιορισμός. Αντιθέτως δεν θα είχε ενδιαφέρον για αυτούς το όριο να αυξηθεί ονομαστικά πχ σε 10% το όριο των απολύσεων, αλλά να διατηρείται ο «κόφτης» των 30 απολύσεων το μήνα, αφού για μια επιχείρηση με 1000 εργαζόμενους αυτό αντιστοιχεί πρακτικά σε όριο απολύσεων 3% μηνιαίως.
Για την επαναφορά των συλλογικών διαπραγματεύσεων εργοδοτών και εργαζομένων, οι δανειστές μπορεί να έδιναν το «πράσινο φως», αν και εφόσον όμως εξαιρεθεί από αυτές ο κατώτατος μισθός, ώστε να μην καθορίζεται ελεύθερα αλλά «δια νόμου» από το κράτος.
Ανένδοτοι φαίνονται όμως οι θεσμοί για περιορισμό των συνδικαλιστικών δικαιωμάτων και επαναφορά της ανταπεργίας, δηλαδή του δικαιώματος των εργοδοτών να κηρύξουν «λοκ-άουτ».
Στην «καραντίνα»
«Αν δεν πάει το βουνό στον Μωάμεθ, πάει ο Μωάμεθ στο βουνό» έλεγαν πηγές κοντά στην διαπραγμάτευση, παρουσιάζοντας σαν ελληνική την πρόταση για συνέχιση των διαπραγματεύσεων Τσακαλώτου-Χουλιαράκη-Αχτσιόγλου στις Βρυξέλλες με τους θεσμούς. Αυτό συμφωνήθηκε πριν ξεκινήσει χτες το Eurogroup, λένε οι ίδιες πηγές, όταν διαπίστωσαν πως η Τρόικα (και ειδικά η Ντέλια Βελκουλέσκου του ΔΝΤ) δεν πείθονταν να επιστρέψουν ξανά στην Αθήνα για να συνεχίσουν –έστω και για το θεαθήναι- τις διαβουλεύσεις.
Η επανάληψη των “Brussels groups” θυμίζει μέρες του 2015 και την τακτική Βαρουφάκη, αλλά την φορά αυτή τα πράγματα είναι διαφορετικά. Η κυβέρνηση θέλει να συνεχιστούν και όχι να καθυστερήσουν οι διαπραγματεύσεις. Ο χρόνος κυλά σε βάρος της και το θύμισαν χθες ό Βόλφγκανγκ Σόιμπλε και όλοι οι ευρωπαίοι αξιωματούχοι που μίλησαν για τις υποχρεώσεις πληρωμών που έχει μπροστά της η χώρα μας.
Ντάισελμπλουμ και Μοσκοβισί μίλησαν χθες για «εντατικοποίηση» των συνομιλιών για τα ανοικτά θέματα –που «μεταφράζεται» σε μεγαλύτερη πίεση εν σχέσει με τις συνομιλίες στο Χίλτον. Αναγνώρισαν μεν ότι απαιτείται «πολιτική συζήτηση», αλλά κρατούν την διαπραγμάτευση σε επίπεδο θεσμών και όχι σε επίπεδο υπουργών του Eurogroup.
Τόσο ο Ευκλείδης Τσακαλώτος όμως, όσο και συνεργάτες του, δήλωναν αισιόδοξοι πως μπορεί και να κλείσουν όλα τα ανοικτά θέματα μέχρι την Πέμπτη που θα διαρκέσουν οι συνομιλίες στις Βρυξέλες.