Ο Καθηγητής Συγκριτικής Πολιτικής στο Πάντειο Πανεπιστήμιο Γεράσιμος Μοσχονάς σκιαγραφεί, από τη σκοπιά της πολιτικής ανάλυσης, τις αλλαγές που επέφεραν στις σχέσεις κράτους-αγορών αλλά και στις πολιτικές δομές και αντιλήψεις, δύο μεγάλες οικονομικές κρίσεις του παρελθόντος (η κρίση του μεσοπολέμου και η χρηματοπιστωτική κρίση του 2008),
και καταλήγει στη διατύπωση σκέψεων για τις πιθανές μεσοπρόθεσμες συνέπειες που θα έχει η σημερινή σύνθετη κρίση στις σχέσεις κράτους και αγορών.
Ακολουθούν οι βασικές ιδέες και τα συμπεράσματα της εκτενούς ανάλυσης του Γ. Μοσχονά.
Οι μεγάλες οικονομικές κρίσεις τείνουν να τροποποιήσουν τη σχέση κράτους, αγορών και πολιτικής προκαλώντας τριγμούς, ρήξεις και μετασχηματισμούς που συχνά επηρεάζουν τις κοινωνίες στη μακρά διάρκεια. “Συχνά” δεν σημαίνει πάντα. Αν και σχεδόν πάντα όσοι βιώνουν μια κατάσταση μεγάλου οικονομικού κινδύνου τείνουν να την αντιλαμβάνονται ως κατακλυσμικό γεγονός που θα επιφέρει μείζονες αλλαγές. Όχι τυχαία, λοιπόν, στην εν εξελίξει κρίση του κορωνοϊού, σημαντικοί πρωταγωνιστές, στοχαστές και αναλυτές έχουν διατυπώσει την άποψη ότι το “μετά” που έρχεται θα είναι διαφορετικό από το “πριν” που καταρρέει. Όλα -ή πολλά- θα αλλάξουν.
Το τι έγινε στο παρελθόν δεν προδικάζει το μέλλον. Προσφέρει όμως υλικό για την κατανόηση των δυνάμεων και των δυναμικών που δρουν στην κατεύθυνση της αδράνειας ή της αλλαγής. Και προφυλάσσει από αβαθείς αναλύσεις και βιαστικές διαβεβαιώσεις. Προφυλάσσει ακόμη και από εκείνες τις αναλύσεις που ίσως στο τέλος θα επιβεβαιωθούν, από σύμπτωση όμως, δηλαδή ενάντια στα καλύτερα δικά τους επιχειρήματα.
1. Το Μεγάλο Κραχ: Το “μετά” πολύ διαφορετικό από το “πριν”.
Τον Αύγουστο του 1914, όταν ξέσπασε ο Πρώτος Παγκόσμιος Πόλεμος, οι πρωταγωνιστές του δεν γνώριζαν ότι θα συμμετείχαν στον “απόλυτο πόλεμο”, σε μια χωρίς προηγούμενο σε εύρος και πολυπλοκότητα σύγκρουση, η οποία μάλιστα θα κατέστρεφε τους περισσοτέρους εξ αυτών. Ούτε γνώριζαν ότι η πολεμική αναμέτρηση θα κατέληγε σε μια μεγάλη επανάσταση. Ούτε, επίσης, ότι θα προκαλούσε στην ευρωπαϊκή ήπειρο μεγάλες κοινωνικές και πολιτικές αλλαγές, ίσως τις μεγαλύτερες από την εποχή της Γαλλικής Επανάστασης, και μεταξύ αυτών την καθιέρωση της αντιπροσωπευτικής δημοκρατίας ως ένα είδος “φυσικού καθεστώτος”.
Η οικονομική κρίση του μεσοπολέμου λειτούργησε σαν “μεγάλος μετασχηματιστής”. Τροποποίησε τη σχέση κράτους, ομάδων συμφερόντων, οικονομίας και πολιτικής στη μακρά διάρκεια, ανανέωσε τις κομματικές και οικονομικές ιδεολογίες και επηρέασε τις δυτικές κοινωνίες μέχρι τουλάχιστον τη δεκαετία του 1970. Αυτή η κρίση, ναι, έφερε ένα “μετά” που ήταν πολύ διαφορετικό από το “πριν” που κατέρρευσε.
Αν όμως οι επιπτώσεις της παγκόσμιας σύγκρουσης στις γεωπολιτικές ισορροπίες, στις κοινωνικές δομές και στην εσωτερική πολιτική των ευρωπαϊκών κρατών υπήρξαν από σημαντικές μέχρι κατακλυσμικές, οι επιπτώσεις στις οικονομικές ιδεολογίες ήταν μικρότερες. Η συγκεντροποίηση της παραγωγής ενισχύθηκε, νέοι κλάδοι ανέλαβαν τα ηνία, ο οικονομικός και θεσμικός ρόλος των ομάδων συμφερόντων ισχυροποιήθηκε, όμως η επιθυμία επιστροφής στην παλαιά σταθερότητα, μετά το εκφοβιστικό οικονομικό χάος της περιόδου αμέσως μετά το 1918, υπερίσχυσε. Η ante bellum οικονομική ορθοδοξία σταδιακά επέστρεψε κυρίαρχη (επιστροφή στο ελεύθερο εμπόριο, σταθερές ισοτιμίες και σύνδεση των νομισμάτων με τον χρυσό, ελάχιστη κρατική παρεμβατικότητα. Το “μετά” που ακολούθησε τον Μεγάλο Πόλεμο δεν ήταν στο οικονομικό πεδίο τόσο διαφορετικό από το “πριν” που κατέρρευσε.
2. Η κρίση του 2007-2009: Το “μετά” μια βελτιωμένη εκδοχή του “πριν”.
Τεχνικά, και το 1929 και το 2007-2008, η μηχανική παραγωγής της κρίσης είχε σημαντικές ομοιότητες. Στη διάρκεια δε του πρώτου έτους μετά το ξέσπασμα της κρίσης του 2008, κρίσιμοι δείκτες (βιομηχανική παραγωγή, παγκόσμιο εμπόριο, χρηματιστήρια) κατέρρευσαν το ίδιο ή ταχύτερα από ό,τι στο πρώτο έτος μετά το ξέσπασμα της κρίσης του 1929. Και παρότι σήμερα έχει λησμονηθεί από το ευρύ κοινό, ακριβώς γιατί απεφεύχθη το “μεγάλο κακό”, οι ΗΠΑ και η Ευρώπη έφθασαν ένα βήμα πριν από την πλήρη αποσύνθεση του τραπεζικού συστήματος, τον γενικευμένο πανικό και την καταστροφή. Εάν όμως η μηχανική παραγωγής και διάχυσης της κρίσης είχε πολλές αναλογίες, διέφερε καίρια η αντίδραση των δημόσιων εξουσιών.
Σε αντίθεση με το 1929, η απάντηση κυβερνήσεων και κεντρικών τραπεζών υπήρξε επιθετική. Στις ΗΠΑ, η χρήση νομισματικών εργαλείων, συμβατικών (μείωση επιτοκίων) και λιγότερο συμβατικών (ποσοτική χαλάρωση), όπως και σημαντικών, πολυεπίπεδων δαπανηρών δημοσιονομικών παρεμβάσεων, υπήρξε γρήγορη και αποφασιστική. Η σταθεροποίηση του ευρισκομένου μισό μόλις βήμα πριν από την άβυσσο τραπεζικού συστήματος και η τόνωση της οικονομικής δραστηριότητας επετεύχθησαν σχετικά γρήγορα.
Η απάντηση από την πλευρά των ευρωπαϊκών κρατών και της Ε.Ε. ήταν, στο σύνολό της, λιγότερο αποτελεσματική. Εντούτοις, και τα ευρωπαϊκά κράτη κατάφεραν –στην πρώτη κρίσιμη φάση– να διασώσουν τα εθνικά τραπεζικά συστήματα και να περιορίσουν, με ισχυρές δόσεις ρευστότητας, το μεγάλο αρχικό σοκ. Η διαχείριση, ωστόσο, της δεύτερης φάσης της ευρωπαϊκής κρίσης, της κρίσης χρέους, υπήρξε εξόχως προβληματική. Όξυνε αντιθέσεις και ανισότητες εντός της ευρωζώνης, δημιούργησε τελείως διαφορετικές ταχύτητες εξόδου από την ύφεση και επέτρεψε ο συστημικός κίνδυνος (αποσύνθεση της ευρωζώνης) να απειλεί, ή τουλάχιστον να απονομιμοποιεί, μέχρι και το 2015, το σύνολο του ευρωπαϊκού οικοδομήματος.
Συνολικά, η αποφασιστική διαχείριση της κρίσης, κυρίως από τις αμερικανικές αρχές, αλλά και από τις ευρωπαϊκές (μόνον, όμως, για την περίοδο 2007-2009), απέτρεψε τη βύθιση σε μια κρίση τόσο καταστροφικού τύπου όσο αυτή που ξέσπασε το 1929. Οι δημόσιες εξουσίες, με μεγάλα προγράμματα διάσωσης και τόνωσης των οικονομιών, ανέλαβαν με επιτυχία τη μάχη ενάντια στον πανικό, στη ραγδαία αποσύνθεση του χρηματοπιστωτικού τομέα και στην υφεσιακή δυναμική. Το παραπαίον οικονομικό σύστημα σταθεροποιήθηκε.
Πόσο όμως η κρίση άλλαξε τις σχέσεις κράτους και αγορών, και γενικότερα το οικονομικό μοντέλο; Οι εκτιμήσεις ότι η κρίση θα οδηγούσε σε μια νέα ισορροπία ανάμεσα στις αγορές και τη δημόσια ρύθμιση δεν επιβεβαιώθηκαν.
Συμπερασματικά, η επιρροή της κρίσης του 2007-2009 ήταν μικρή και στην πραγματική λειτουργία του διεθνούς οικονομικού συστήματος και στις ιδέες. Συνολικά, το αποτύπωμα της κρίσης στη λειτουργία του όλου συστήματος υπήρξε μετά βίας ορατό.
Το “μετά” που ακολούθησε τη μεγάλη χρηματοπιστωτική κρίση υπήρξε απλώς μια βελτιωμένη εκδοχή του “πριν”.
3. Η κρίση του κορωνοϊού υπό το φως του παρελθόντος
Ο κόσμος μετά την κρίση του κορωνοϊού θα είναι διαφορετικός; Πιο ειδικά, η προσφυγή σήμερα στην ασφάλεια του κράτους, στην ασφάλεια, κατ’ αρχάς, των δημόσιων συστημάτων υγείας και, κατά δεύτερον, στα μέτρα προστασίας επιχειρήσεων, εργαζομένων και νοικοκυριών από τις σαρωτικές επιπτώσεις της εν εξελίξει οικονομικής κρίσης, θα τροποποιήσει τις σχέσεις κράτους και αγορών στη μέση και μακρά διάρκεια; Τέσσερις παράγοντες λειτουργούν ανασχετικά στην προοπτική μιας μεγάλης οικονομικής αλλαγής και ένας, αλλά πολύ σημαντικός, θα ωθούσε δυναμικά σε αλλαγή πορείας και τροποποίηση του οικονομικού παραδείγματος. Ας δούμε, κατ’ αρχάς, τους πρώτους τέσσερις:
α) Το παγκοσμιοποιημένο σύστημα, όπως παράγει από-παγκοσμιοποίηση, παράγει ταυτόχρονα περαιτέρω παγκοσμιοποίηση. Μεγάλα οικονομικά συμφέροντα, το σύστημα των αγορών και αυτό των διεθνών οικονομικών οργανισμών τείνουν να λειτουργήσουν ανασχετικά στο ενδεχόμενο μεγάλων οικονομικών μετασχηματισμών που θα υπονόμευαν τόσο την παγκοσμιοποίηση όσο και το κυρίαρχο οικονομικό μοντέλο.
β) Η Ευρωπαϊκή Ένωση, ισχυρός (όσο και εύθραυστος) παίκτης, συντηρητική δύναμη, με την έννοια της φυσικής κλίσης προς τη σταθερότητα, επίσης θα λειτουργήσει αποτρεπτικά. Ο πολυεθνικός και πολυκεντρικός χαρακτήρας της, αλλά και η οικονομική της ιδεολογία, την καθιστούν εμπόδιο σε κινήσεις ανατροπής του κυρίαρχου οικονομικού παραδείγματος αλλά και σε κινήσεις μείζονος ιδεολογικού αναπροσανατολισμού·
γ) Η φύση της σημερινής διπλής κρίσης, υγειονομική και σε δεύτερο χρόνο οικονομική, θέτει όρια στο τι θα επακολουθήσει την επόμενη ημέρα της κρίσης. Υποεκτιμάται πολύ το γεγονός ότι η κρίση δεν προέρχεται από τον οικονομικό κύκλο ή από έναν τοξικό τομέα ή θεσμό του οικονομικού συστήματος. Είναι εξωγενής.
δ) Παρότι η αβεβαιότητα της υγειονομικής εξέλιξης καθιστά μη προβλέψιμη τη διάρκεια και το βάθος του υφεσιακού κύκλου, αυτό που είναι προβλέψιμο, διότι ήδη εξόχως ορατό, είναι η ισχυρή, ισχυρότερη από ποτέ, και από το 2008, απάντηση των κυβερνήσεων και των κεντρικών τραπεζών. Αυτή η απάντηση απέτρεψε δραματικές εξελίξεις για το οικονομικό σύστημα στη διάρκεια της προηγούμενης μέγα-κρίσης και μείωσε το πεδίο για τη μορφοποίηση εναλλακτικών οικονομικών ιδεολογιών.
Οι ως άνω τέσσερις παράγοντες εκτιμούμε ότι θα λειτουργήσουν ως ισχυρές δυνάμεις ανάσχεσης των τάσεων που θα ωθούσαν σε αλλαγή του οικονομικού παραδείγματος. Εντούτοις, το μεγάλο κλειδί για τη μεγέθυνση ή όχι των πιθανών επιπτώσεων, όπως και κατά τις προηγούμενες κρίσεις, βρίσκεται στη διάρκεια και το μέγεθος της ύφεσης. Αν η πανδημία ξαναχτυπήσει πιο δυνατά στο μέλλον, αν το υγειονομικό πρόβλημα δημιουργήσει τις συνθήκες για παρατεταμένη βύθιση των οικονομιών (όπως επιφανείς οικονομολόγοι προβλέπουν), τότε τα προηγούμενα χάνουν μέγα τμήμα της αξίας τους. Στο σενάριο αυτό, αλλεπάλληλα κύματα εταιρικών πτωχεύσεων και κοινωνικής διαμαρτυρίας θα δοκιμάσουν κάθε σταθερότητα, θα σπάσουν τις άμυνες, και θα προκαλέσουν σημαντικές ιδεολογικές και πολιτικές ανακατατάξεις. Τότε βέβαια θα ενεργοποιηθεί και το δεύτερο κλειδί μεγέθυνσης των επιπτώσεων, η διαλεκτική παγκοσμιοποίηση–αποπαγκοσμιοποίηση, ιδιαίτερα αν το αποτέλεσμα των αμερικανικών εκλογών ευνοήσει τον αμερικανικό απομονωτισμό και την ήδη ενεργή λογική των εμπορικών πολέμων.
Οι δύο οικονομικές κρίσεις που εξετάστηκαν έφεραν αλλαγές, έστω και αν το εύρος τους διέφερε θεαματικά. Αλλαγές θα υπάρξουν και μετά την κρίση του κορωνοϊού. Δύο μεγάλες οικονομικές κρίσεις σε διάστημα μόνο δέκα ετών είναι υπερβολικά πολλές για να μην αφήσουν ίχνη στο οικονομικό, πολιτικό και αξιακό γίγνεσθαι. Η υπόθεση, ωστόσο, των γραμμών που προηγήθηκαν είναι ότι μόνον το τρίτο από τα διατυπωθέντα από οικονομολόγους σενάρια, το εφιαλτικό, αυτό της μακράς διάρκειας βαθιάς ύφεσης, θα επηρεάσει σημαντικά τις σχέσεις κράτους–αγορών, τις θεσμικές αποτυπώσεις και τις οικονομικές και πολιτικές ιδεολογίες.
Αν όλα είναι πιθανά, όλα δεν είναι εξίσου πιθανά. Η προηγηθείσα ανάλυση επιχείρησε να δείξει ότι οι μεγάλες οικονομικές κρίσεις δεν είναι πλέον τόσο καθοριστικοί game changers όσο ήταν η καταστροφική κρίση του 1929. Έστω και αν, υπό ορισμένες ακραίες προϋποθέσεις, θα μπορούσαν να ξαναγίνουν.