Τις επιπτώσεις του κορωνοϊού στην παγκόσμια τουριστική βιομηχανία εξετάζει σε ανάλυσή του ο οίκος DBRS, στην οποία επισημαίνει ότι πιο ευάλωτη περιοχή από την κατακόρυφη πτώση του τουρισμού είναι οι χώρες της Νότια Ευρώπης και δη η Ελλάδα που έχει τεράστια εξάρτηση ως οικονομία από τον συγκεκριμένο κλάδο.
«Με το τέλος της περιόδου των διακοπών στην Ευρώπη, έχει καταστεί σαφές ότι ο COVID-19 επηρέασε σημαντικά την τουριστική βιομηχανία, μετά από δεκαετίες σταθερής ανάπτυξης», αναφέρεται χαρακτηριστικά.
Όπως σημειώνει η ανάλυση, στην ΕΕ η βιομηχανία ταξιδίων και τουρισμού συνεισφέρει το 9,5% του συνολικού ΑΕΠ και παρέχει 22 εκατ. θέσεις εργασίας (ποσοστό 11,2% της συνολικής απασχόλησης). Η Ευρώπη είναι η περιοχή με τους περισσότερους επισκέπτες (51% των διεθνών αφίξεων το 2018) και ο ΟΟΣΑ εκτιμά ότι η πτώση του διεθνούς τουρισμού λόγω πανδημίας, μπορεί να εκτείνεται μεταξύ 60% και 80% το 2020. Το διάστημα Ιανουαρίου – Μαΐου οι διεθνείς τουριστικές αφίξεις στην Ευρώπη μειώθηκαν κατά 58% σε σχέση με το αντίστοιχο διάστημα πέρυσι.
Ειδικά για την ευρωζώνη, ο οίκος προειδοποιεί για μία άνιση ανάκαμψη, επισημαίνοντας ότι οι οικονομίες του Νότου είναι οι πλέον ευάλωτες και θα πρέπει να επιδείξουν την μεγαλύτερη προσοχή εξαιτίας της μεγάλης τους εξάρτησής τους από τον τουρισμό, ο οποίος αποτελεί σημαντική πηγή εισοδήματος και θέσεων εργασίας για χώρες όπως η Ελλάδα, η Κύπρος, η Μάλτα, η Πορτογαλία, η Ισπανία και η Ιταλία.
Στον αντίποδα, Γερμανία, Βέλγιο, Φινλανδία, Γαλλία και Σλοβακία είναι λιγότερο ευάλωτες σε κρίσεις στον τουρισμό.
Ο οίκος αξιολόγησε διάφορους παράγοντες, κυρίως διαθρωτικούς, που σχετίζονται με το τουρισμό και αντανακλούν τον αντίκτυπο της πανδημίας στο κάθε κράτος μέλος της Ευρωζώνης. Τα αποτελέσματα έδειξαν ότι η Ελλάδα είναι η πλέον ευάλωτη οικονομία στην ύφεση του τουρισμού.
Συγκεκριμένα, στη χώρα μας ο τουρισμός καλύπτει το 20,8% του ΑΕΠ και το 21,7% της απασχόλησης.
Αντιστοίχως, καλύπτει το 16.5% του ΑΕΠ της Πορτογαλίας, το 15,8% της Μάλτας, το 14,3% της Ισπανίας και 13,,8% της Κύπρου, ενώ ο ρόλος του τουρισμού είναι περιορισμένος στο ΑΕΠ του Βελγίου και της Ιρλανδίας (κάτω του 5%).
«Η υψηλή εξάρτηση από τον κλάδο τουρισμό και ταξιδιών και η διάχυση των συνεπειών στην ευρύτερη οικονομία στις χώρες της Νότιας Ευρώπης μπορεί να συμβάλλει στην άνιση ανάκαμψη της Ευρωζώνης, καθώς οι οικονομίες συνεχίζουν τη διαδικασία του ανοίγματος» σχολιάζει ο Χαβιέ Ρουιγιέ, αντιπρόεδρος της DBRS Morningstar.
Σε ό,τι αφορά την προσωρινότητα της εργασίας – όπως εύκολα αντιλαμβάνεται κανείς – είναι πολύ υψηλότερη στον τουρισμό από ό,τι σε άλλους τομείς της οικονομίας.
Η προσωρινότητα που συνδέεται με την εποχικότητα, αφορά το 45% του εργατικού δυναμικού της Ελλάδας, το 42,9% της Ιταλίας το 40,9% της Κύπρου, το 35,( της Πορτογαλίας και το 33,4% της Ισπανίας. Οι προσωρινές θέσεις εργασίας τείνουν να είναι οι πρώτες που πλήττονται από τη μείωση της δραστηριότητας. Ωστόσο, τα μέτρα στήριξης των εισοδημάτων που υιοθέτησαν οι κυβερνήσεις μπορεί να βοηθήσουν στο να μετριαστούν οι επιπτώσεις στην τσέπη των εργαζομένων.
Αν πάντως η πτώση στους τομείς ταξιδίων και τουρισμού παραταθεί, η ανακατανομή των πόρων
από αυτόν τον τομέα σε τομείς με προοπτικές αύξησης της απασχόλησης θα γίνουν όλο και πιο σημαντικοί.
Πρόβλημα αποτελεί εδώ το χαμηλό επίπεδο εκπαίδευσης των εργαζομένων. Οι επτά χώρες με το υψηλότερο ποσοστό εργαζομένων στον τουρισμού με χαμηλή εκπαίδευση είναι η Μάλτα (40,7%), η Ισπανία (36,9%), η Πορτογαλία (35,5%), η Ιταλία (27,5%), η Ελλάδα (24,7%) και η Κύπρος (23,5%).
Συνολικά για την ευρωπαϊκή οικονομία, η έκρηξη των κρουσμάτων στην Ευρώπη διέψευσε τις προσδοκίες για μία ισχυρή ανάκαμψη κατά την περίοδο των καλοκαιρινών μηνών και ενέτεινε την αβεβαιότητα για την πορεία της οικονομίας το τέταρτο τρίμηνο. Η ανάκαμψη του τουρισμού θα εξαρτηθεί τόσο από την εξέλιξη των επιδημιολογικών δεδομένων όσο και από παράγοντες, όπως το επιχειρηματικό περιβάλλον, οι μεταφορές, η ασφάλεια, το τι προσφέρει σε πολιτισμό και φυσική ομορφιά η κάθε χώρα, αλλά και πόσο ανταγωνιστική είναι στις τιμές, όπως σημειώνει η Σπυριδούλα Τζήμα, βοηθός αντιπρόεδρος στην DBRS Morningstar.
Όπως σημειώνει η DBRS Morningstar, κοιτάζοντας σε μια σειρά κυρίως διαρθρωτικών παραγόντων, οι οικονομίες της Νότιας Ευρώπης είναι οι πιο ευάλωτες σε ό,τι αφορά τις αναταράξεις στον τουριστικό κλάδο , αλλά η τελική επίπτωση θα εξαρτηθεί από την εξέλιξη της πανδημίας, την εφαρμογή περιορισμών και τις κυβερνητικές πολιτικές για τη μείωση του πλήγματος. Ο ταξιδιωτικός και τουριστικός κλάδος ίσως υποστεί ζημιά διαρκείας, με συνέπεια το κλείσιμο επιχειρήσεων και συνεπακόλουθα τη μόνιμη απώλεια θέσεων εργασίας. Σε αυτήν την περίπτωση,
η εργασία θα πρέπει πιθανώς να ανακατανεμηθεί σε ολόκληρη την οικονομία, αυξάνοντας τη σημασία μιας αποτελεσματικής αγοράς εργασίας και των πολιτικών εκπαίδευσης ώστε να μπορεί να υπάρξει απορρόφηση εργαζομένων.