Για τον οργανισμό EuroCommerce, τον κύριο ευρωπαϊκό οργανισμό εκπροσώπησης του λιανικού και χονδρικού εμπορίου στην ΕΕ, η μάχη κατά των πρακτικών γεωγραφικού περιορισμού εφοδιασμού (Territorial Supply Constraints, TSCs) έχει ξεκινήσει εδώ και 15 χρόνια. 

Η πρώτη φορά που αυτές οι πρακτικές βρέθηκαν στο μικροσκόπιο των ευρωπαϊκών θεσμών ήταν κατά την περίοδο της διατροφικής κρίσης του 2007-2008, όταν ξεκίνησαν έρευνες για το πώς «φουσκώνουν» οι τιμές πολλών τροφίμων στη διαδρομή προς το ράφι των καταστημάτων.

Έκτοτε κύλησε πολύ νερό, αλλά καμία ευρωπαϊκή αρχή δεν έχει καταφέρει να αναχαιτίσει ολιστικά το κύμα των ανατιμήσεων που προκαλούν οι TSCs, δηλαδή οι πρακτικές που απαγορεύουν ουσιαστικά στους λιανοπωλητές να προμηθεύονται ελεύθερα προϊόντα από αγορές της επιλογής τους μέσα στην ΕΕ- πρέπει να αγοράζουν από τις αγορές που τους υποδεικνύουν οι εταιρείες που διατηρούν κυρίαρχη θέση στις αγορές λιανικής. 

Αποσπασματικά έχουν γίνει έρευνες και έχουν επιβληθεί πρόστιμα, ωστόσο κάθε έρευνα από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή Ανταγωνισμού χρειάζεται κατά μέσο όρο τέσσερα χρόνια για να ολοκληρωθεί και το πλήθος των καταγγελιών είναι τεράστιο.

Για αυτό η EuroCommerce θεωρεί σημαντική την επιστολή του Έλληνα πρωθυπουργού, Κ. Μητσοτάκη προς την πρόεδρο της Ε. Επιτροπής, Ούρσουλα Φον ντερ Λάιεν, με την οποία ζητά μέτρα κατά των TSCs.

«Είναι ένα πολύ σημαντικό πολιτικό μήνυμα» δήλωσε στο newmoney η Christel Delberghe, γενική διευθύντρια της EuroCommerce  στη συνέντευξη που μας παραχώρησε λίγες ημέρες πριν τις ευρωεκλογές. 

«Η Ελλάδα είναι μία από τις χώρες που έχουν πληγεί ιδιαίτερα σκληρά από την κρίση του κόστους ζωής και είναι μια πολύ ισχυρή φωνή για να εκφράσει την ανησυχία της για το θέμα και για να ζητήσει μέτρα.

Κάποια μέλη μας σε διάφορες χώρες έχουν θέσει το πρόβλημα στις κυβερνήσεις τους εδώ και πολλά χρόνια. Για παράδειγμα, τα TSCs ήταν παραδοσιακά ένα θέμα προβληματισμού για τα μέλη μας στο Βέλγιο, την Ολλανδία, το Λουξεμβούργου και την Αυστρία. 

Πιστεύω ότι η κρίση του κόστους ζωής βοήθησε να αναζωπυρωθεί το θέμα και να δημιουργηθεί πολιτική δυναμική για την επίλυσή του. Σε μία χρονιά εκλογών, καταναλωτές και πολίτες λένε στις κυβερνήσεις τους ότι η αγοραστική τους δύναμη είναι κορυφαία προτεραιότητά τους και θέλουν να ληφθούν μέτρα. 

Βλέπουμε πλέον ότι οι κυβερνήσεις λαμβάνουν υπόψη τους αυτές τις ανησυχίες και αναζητούν τρόπους για να ανταποκριθούν.»

Σύμφωνα με έρευνα της Ε. Επιτροπής, οι πρακτικές TSCs στοιχίζουν στους Ευρωπαίους καταναλωτές περίπου 14 δισεκατομμύρια ευρώ ετησίως.

«Ο Έλληνας πρωθυπουργός προτείνει συγκεκριμένα μέτρα, όπως, για παράδειγμα, το ενδεχόμενο ψηφιακής σήμανσης» σημειώνει ο Niccolo Ciulli, σύμβουλος ανταγωνιστικότητας της EuroCommerce. 

«Η εναρμόνιση και η ψηφιοποίηση των ετικετών, με την χρήση QR code, είναι ένα μέτρο που μπορεί να διευκολύνει το διασυνοριακό εμπόριο. 

Υπάρχει επίσης η ιδέα που πρότεινε η Ελλάδα, αλλά και κάποια άλλα κράτη μέλη, να δημιουργηθεί ένας κανονισμός όπου θα αναφέρεται συγκεκριμένα τι θέλουμε να απαγορευτεί και πώς θα αποτρέπεται το γεωμπλοκάρισμα για τους λιανοπωλητές. 

Αυτό που ελπίζουμε είναι ότι η επιστολή του Έλληνα πρωθυπουργού και η συζήτηση που δημιουργήθηκε με την υπόθεση της Mondelez θα δώσουν τώρα ώθηση στην επόμενη Ε. Επιτροπή να ασχοληθεί με το θέμα και να καταλήξει σε μια λύση.»

Niccolo Ciulli, σύμβουλος ανταγωνιστικότητας της EuroCommerce

Δεκάδες πρακτικές για υψηλότερες τιμές

Η πρώτη μεγάλη υπόθεση που έκανε γνωστή την πρακτική των TSCs ήταν της βελγικής ζυθοποιίας AB Inbev. 

Η πιο πρόσφατη είναι της Mondelez, κατά την οποία διαπιστώθηκε ότι η πολυεθνική ακολουθεί 22 διαφορετικές πρακτικές που διασπούν την ενιαία αγορά – σε πολλές ευρωπαϊκές χώρες μεταξύ των οποίων και η Ελλάδα. 

Το κλειδί για τις πρακτικές αυτές είναι η κυρίαρχη θέση των προϊόντων στην αγορά. 

Παράδειγμα κυρίαρχης θέσης: Λίγες μεγάλες εταιρείες κυριαρχούν σε σημαντικές κατηγορίες προϊόντων στην αγορά της Γερμανίας

Οι πολυεθνικές μπορούν να χρεώνουν υψηλότερες τιμές, ακόμα και σε χώρες όπως η Ελλάδα όπου η αγοραστική δύναμη των καταναλωτών είναι μικρότερη σε σχέση με χώρες της κεντρικής ή βόρειας Ευρώπης, απλά επειδή γνωρίζουν ότι οι καταναλωτές θέλουν τα προϊόντα τους.

«Οι καταναλωτές θέλουν τα συγκεκριμένα προϊόντα» εξηγεί η Christel Delberghe. 

«Και οι λιανοπωλητές θέλουν να εξυπηρετήσουν τους καταναλωτές. Αν δεν έχουν το προϊόν που οι καταναλωτές περιμένουν να βρουν στα καταστήματά τους, τότε οι καταναλωτές θα ψωνίσουν από αλλού και θα πάνε στον ανταγωνιστή. 

Έτσι, η θέση των λιανοπωλητών είναι πιο ευάλωτη από τη θέση του παραγωγού. Καθώς δεν μπορεί να αναζητήσει καλύτερες τιμές στην ενιαία αγορά, ο λιανοπωλητής αποδέχεται τους όρους του παραγωγού και επομένως ο παραγωγός είναι σε θέση να επιβάλει τιμές υψηλότερες από αυτές που θα υπήρχαν σε μια ανταγωνιστική ενιαία αγορά. »

Αυτή την περίοδο, η Ε. Επιτροπή Ανταγωνισμού ερευνά και άλλες υποθέσεις πρακτικών TSCs.  

Ο πρωθυπουργός της Τσεχίας συγκρίνει προϊόντα που πωλούνται στην χώρα του πιο ακριβά από ότι στην Γερμανία.

Λεζάντα κεντρικής φωτογραφίας: Christel Delberghe, γενική διευθύντρια της EuroCommerce

Διαβάστε ακόμη

Τρία σενάρια για τις μισθώσεις τύπου Airbnb

Trade Estates: Φετινός στόχος τα 33-35 εκατ. ευρώ έσοδα από μισθώματα

ΑΠΕ: Οι φόβοι και τα sos των επιχειρηματιών αιολικής ενέργειας για την αγορά

Για όλες τις υπόλοιπες ειδήσεις της επικαιρότητας μπορείτε να επισκεφτείτε το Πρώτο ΘΕΜΑ