Έντονο παρασκήνιο είναι σε εξέλιξη σε ό,τι αφορά ένα νέο πλαίσιο που θα κρατά την Ελλάδα σε στενή επιτήρηση με «δόλωμα» την ελάφρυνση χρέους.
Εμπιστευτικό έγγραφο των υπουργών Οικονομικών της Ευρωζώνης το οποίο βρίσκεται στη διάθεσή της γερμανικής εφημερίδας Bild, προβλέπει αφενός ελαφρύνσεις του χρέους και ένα «μαξιλάρι» δισεκατομμυρίων για την Ελλάδα, αφετέρου όμως απόρρητο έγγραφο αποκαλύπτει ότι η Γερμανία προωθεί αυξημένη εποπτεία, υπό όρους ελάφρυνση χρέους, προτείνει συγκεκριμένα μέτρα για να παραμείνει η Ελλάδα στους δημοσιονομικούς και μεταρρυθμιστικούς στόχους της ετησίως, θέλει σφιχτή εποπτεία, τακτική παρακολούθηση και μηχανισμό εγκρίσεων των μέτρων ελάφρυνσης του χρέους που θα εμπλέκει και τα εθνικά κοινοβούλια των δανειστών.
Σε ό,τι αφορά το έγγραφο της ΕΕ προβλέπεται ότι:
– Τα παλαιά δάνεια από τον προσωρινό Ευρωπαϊκό Μηχανισμό Χρηματοπιστωτικής Σταθεροποίησης (EFSM) θα παραταθούν κατά τουλάχιστον τρία χρόνια και τα επιτόκια αυτών των δανείων θα μειωθούν.
– Η Ελλάδα θα λάβει περί τα πέντε δισεκατομμύρια ευρώ από τα κέρδη της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας από τα ελληνικά ομόλογα. Ως αντιστάθμισμα θα συνεχιστεί ο ενισχυμένος έλεγχος της εφαρμογής των συμφωνηθεισών με την ελληνική κυβέρνηση μεταρρυθμίσεων, ο οποίος όμως σε καμία περίπτωση δεν θα ισοδυναμεί με επιβολή κυρώσεων, όπως έλεγαν κύκλοι της Ευρωπαϊκής Ένωσης, τονίζει η γερμανική συντηρητική εφημερίδα.
– Επίσης, η Ελλάδα θα συνεχίσει να λαμβάνει δάνεια κατά την περίοδο, μετά το τρίτο σχέδιο διάσωσης, δηλαδή 15 δισ. ευρώ από το εκπνέον πρόγραμμα του Ευρωπαϊκού Μηχανισμού Στήριξης (ESM), τα οποία θα εγγυηθούν την φερεγγυότητα του ελληνικού κράτους.
Ωστόσο, το Βερολίνο θέλει να επικρατεί σε όλες τις αποφάσεις, να μην δώσει ουσιαστική ελάφρυνση του χρέους και να «δέσει» τη χώρα μας σε σφικτή επιτήρηση μετά το τέλος του προγράμματος. Όπως προκύπτει από το απόρρητο έγγραφο, θέλει επίσης να παραχωρήσει μία «υπερδόση» δανεισμού στην Ελλάδα για να εξαγοράσει μόνη της μέρος ή ολόκληρα τα δάνεια του ΔΝΤ. Και αυτό να θεωρηθεί ως ελάφρυνση χρέους, ενώ για τα δάνεια του EFSF προτείνει επιμήκυνση μόνο 3 έτη. Σύμφωνα με το «υπόμνημα- φωτιά», Γαλλία, Κομισιόν, Ιταλία, Ισπανία, καθώς και ο πρόεδρος του Eurogroup, Μάριο Σεντένο, συμφωνούν για μια σειρά από εμπροσθοβαρή και μεσοπρόθεσμα μέτρα με επιμηκύνσεις που να ξεπερνούν τα 7 έτη για τα δάνεια του EFSF, καθώς και σε κίνητρα ανά έτος, μέσω της αποδέσμευσης των κερδών από τα ελληνικά ομόλογα (SMPs και ANFAs) για να παραμένει η Αθήνα πιστή στις δεσμεύσεις της. Όλα αυτά όμως φέρεται να τα μπλοκάρει η Γερμανία και η Αγγελα Μέρκελ, η οποία φέρεται να είπε σε κλειστή συνάντηση στον Καναδά, στο περιθώριο των G7, ότι η βάση του κόμματος της δεν της δίνει περιθώρια.
Εξάλλου, σύμφωνα με έγγραφο του γερμανικού ΥΠΟΙΚ, που «διέρρευσε» στην Suddeutsche Zeitung μετά τη συνάντηση Μέρκελ – Λαγκάρντ τη Δευτέρα στο Βερολίνο, η γερμανική πλευρά είναι έτοιμη να εμφανισθεί γενναιόδωρη με τα κεφάλαια που έχουν μείνει αναξιοποίητα από το δάνειο του τρίτου μνημονίου, υπό τον όρο ότι αυτή η γενναιοδωρία θα αντισταθμισθεί με τη μείωση της επιμήκυνσης περιόδου χάριτος και λήξεων των δανείων του EFSF.
Η πρόταση προβλέπει ότι για κάθε 5 δισ. ευρώ που θα πάρει η Ελλάδα από τα αδιάθετα κονδύλια του τρίτου δανείου, προτείνεται να μειώνεται κατά δύο χρόνια η επιμήκυνση, που το 2012 είχε συμφωνηθεί ότι θα έφθανε τα 15 χρόνια, ενώ το 2017 η διατύπωση άλλαξε, με παρέμβαση Σόιμπλε, και έγινε «0 έως 15 χρόνια».
Δηλαδή, αν η Ελλάδα θελήσει να πάρει όλα τα αδιάθετα ποσά του τρίτου δανείου, ώστε να εξασφαλίσει ότι τα χρεολύσια θα είναι καλυμμένα πλήρως και χωρίς ανάγκη δανεισμού από την αγορά ομολόγων ως και το 2022, ο χρόνος της επιμήκυνσης θα μειωθεί από τα 15 στα πέντε χρόνια. Έτσι, η πληρωμή τόκων για τα δάνεια του EFSF, που με τα σημερινά δεδομένα θα προκαλέσει δυσβάστακτη επιβάρυνση στο Δημόσιο, θα αρχίσει το 2028, αντί του 2023. Ωστόσο δεν διευκρινίζεται τι θα συμβεί από το 2028 και μετά, αν δηλαδή θα υπάρξει κάποιος μηχανισμός για περαιτέρω επιμήκυνση, αν διαπιστωθεί ότι οι τόκοι των δανείων του EFSF εκτινάξουν τις δαπάνες εξυπηρέτησης του χρέους πάνω από το όριο του 15%, ή πάνω από το όριο του 20%, που έχει τεθεί για την περίοδο μετά το 2030.