Την εκτίμηση ότι «το μέσο εισόδημα από συντάξεις σταθερά θα υπερβαίνει το 90% του αντίστοιχου εισοδήματος του μέσου μισθού δημιουργώντας τις προϋποθέσεις για ένα αξιοπρεπές επίπεδο ζωής για κάθε ηλικιωμένο» διατυπώνει η υπουργός Εργασίας Έφη Αχτσιόγλου σε συνέντευξή της στο Αθηναϊκό Πρακτορείο Ειδήσεων «εφόσον, βέβαια, συνοδευτεί από βελτίωση του επιπέδου των αμοιβών και συνδυαστεί με πρόσθετες μεταβιβαστικές πληρωμές του κράτους από τον κοινωνικό προϋπολογισμό, πράγμα που, επίσης, αποτελεί προτεραιότητα της κυβέρνησης».
Σύμφωνα με την κυρία Αχτσιόγλου η αύξηση του κατώτατου μισθού και η βελτίωση συνολικά του διαθέσιμου εισοδήματος των εργαζομένων αποτελούν δέσμευση και σταθερή επιδίωξη της κυβέρνησης, «διότι», όπως σημειώνει, «πυρήνας της δίκαιης ανάπτυξης είναι η ενίσχυση της εργασίας».
Σύμφωνα με την κ. Αχτσιόγλου, η εμπειρία της Πορτογαλίας είναι εξαιρετικά χρήσιμη, καθώς οι προτεραιότητες στα ζητήματα της εργατικής πολιτικής είναι κοινές. Τονίζει δε ότι η προεργασία της διαδικασίας αυτής θα ξεκινήσει το προσεχές διάστημα κι εκεί θα καθοριστούν τα βήματα και το χρονοδιάγραμμά της.
«Το ζητούμενο για την κυβέρνηση είναι, επομένως, η δημιουργία ενός νέου παραγωγικού μοντέλου, με έμφαση στην ποιότητα του παραγόμενου προϊόντος, με στήριξη της καινοτομίας, η οποία συμβάλλει στην αύξηση της παραγωγικότητας της εργασίας, με αναβάθμιση της θέσης της χώρας μας στην αλυσίδα παραγωγής αξίας. Είναι, λοιπόν, ακριβώς, σε αυτό το σημείο, που εμφανίζεται η διαχωριστική κοινωνική και πολιτική μας γραμμή από τη ΝΔ που θεωρεί ότι η ανάπτυξη πρέπει να στηριχθεί στη συντριβή της εργασίας» διευκρινίζει η κ. Αχτσιόγλου.
Αναφορικά με τη διαπραγμάτευση με τους θεσμούς, η υπουργός Εργασίας θεωρεί ότι τόσο οι θεσμοί όσο και οι πολιτικές ηγεσίες της Ευρωζώνης θα κρατήσουν μία εποικοδομητική στάση και η 4η αξιολόγηση, αλλά και η συζήτηση για το μεταπρογραμματικό πλαίσιο εποπτείας και τη ρύθμιση του χρέους θα κλείσουν έγκαιρα και χωρίς ιδιαίτερα προβλήματα.
Όσον αφορά τα θέματα του υπουργείου Εργασίας, στην τέταρτη αξιολόγηση, η υπουργός Εργασίας δηλώνει ότι αυτά αφορούν, κυρίως, τεχνικά ζητήματα για το μηχανισμό μέτρησης της αντιπροσωπευτικότητας στην επέκταση των συλλογικών συμβάσεων και για το θεσμό της διαιτησίας, «προς τον οποίο να ξεκαθαρίσουμε ότι δεν αμφισβητείται η δυνατότητα μονομερούς προσφυγής, όπως όρισε και η απόφαση του ΣτΕ».
Παράλληλα, η κ. Αχτσιόγλου υπογραμμίζει ότι, τις προηγούμενες ημέρες, ολοκληρώθηκε ένας κύκλος συναντήσεων με τους εθνικούς κοινωνικούς εταίρους για μία σειρά κρίσιμων ζητημάτων της αγοράς εργασίας. «Στο επίκεντρο του διαλόγου βρέθηκε η επεκτασιμότητα των κλαδικών συλλογικών συμβάσεων, που, μαζί με την αρχή της ευνοϊκότερης ρύθμισης, θα τεθούν σε ισχύ με τη λήξη του προγράμματος τον ερχόμενο Αύγουστο, όπως έχει ήδη ψηφιστεί και είναι νόμος του κράτους. Επίσης, συζητήθηκαν η λειτουργία του θεσμού της διαιτησίας και η αλλαγή της αρχιτεκτονικής του προστίμου για την αδήλωτη εργασία» προσθέτει η ίδια, ενώ σημειώνει ότι, στο πλαίσιο του πρώτου κύκλου συναντήσεων, διαπιστώθηκε ικανοποιητική σύγκλιση απόψεων, κατατέθηκαν τεχνικές προτάσεις και παρατηρήσεις από την πλευρά των κοινωνικών εταίρων, καταγράφηκαν, όμως και διαφορετικές προσεγγίσεις.
«Πιστεύουμε ότι μπορούμε με σύνθεση απόψεων και με ειλικρινή συναινετική διάθεση να έχουμε ικανοποιητικά αποτελέσματα. Στο πλαίσιο των συζητήσεων, εκφράστηκαν εκ μέρους των κοινωνικών εταίρων και οι καταρχήν θέσεις τους στο ζήτημα της αύξησης του κατώτατου μισθού με θετικές προσεγγίσεις» αναφέρει χαρακτηριστικά.
Μεταξύ άλλων, η υπουργός Εργασίας επισημαίνει ότι η αντιπροσωπευτικότητα στο πλαίσιο των συλλογικών συμβάσεων εργασίας είναι ένα μέγεθος απαραίτητο για την επέκταση μίας συλλογικής σύμβασης στο σύνολο ενός κλάδου, ενώ αποσαφηνίζει ότι η απουσία πληροφοριακών συστημάτων οδηγούσε στον έλεγχο της αντιπροσωπευτικότητας με μία χειροκίνητη και βαριά διαδικασία. Σήμερα, αυτή η διαδικασία μπορεί να γίνει με αυτοματοποιημένο και γρήγορο τρόπο.
«Η συζήτηση που διεξάγεται, αυτήν τη στιγμή, περιορίζεται αυστηρά σε τεχνικά θέματα και δεν αφορά ζητήματα ουσίας της επεκτασιμότητας των κλαδικών συλλογικών συμβάσεων» σχολιάζει η κ. Αχτσιόγλου.
Μέσω της συνέντευξής της στο ΑΠΕ-ΜΠΕ, η υπουργός Εργασίας θίγει και το μείζον θέμα της ανεργίας, λέγοντας ότι η καταπολέμηση της ανεργίας είναι ένας διαρκής στόχος. «Το ποσοστό της ανεργίας έχει μειωθεί κατά έξι μονάδες περίπου από το 2014 και έχουν δημιουργηθεί τουλάχιστον 350.000 περισσότερες θέσεις εργασίας στην περίοδο της διακυβέρνησής μας. Ασφαλώς, το έχω ξαναπεί, κανείς δεν εφησυχάζει, γνωρίζουμε καλά το μέγεθος του προβλήματος και ότι πρέπει να γίνει πολλή δουλειά ακόμη» συμπληρώνει.
«Ο βασικός πυρήνας της πολιτικής μας για την καταπολέμηση της ανεργίας στοχεύει στους μακροχρόνια ανέργους και στη νεολαία. Οι αλλαγές που έγιναν στα προγράμματα κοινωφελούς εργασίας, αποτελούν ένα σημαντικό βήμα για ανθρώπους που έχουν βρεθεί αρκετά χρόνια εκτός της αγοράς εργασίας» σημειώνει η υπουργός Εργασίας.
Το επόμενο διάστημα, όπως αναφέρει, θα ανακοινωθούν και συγκεκριμένες πρωτοβουλίες που σχετίζονται, κυρίως, με τη νεανική ανεργία. «Γνωρίζουμε βέβαια ότι τόσο η ανεργία όσο και το brain drain δεν αφορούν μόνο ένα υπουργείο. Χρειάζεται, επομένως, συντονισμός και διυπουργική συνεργασία, για να είμαστε αποτελεσματικοί. Ήδη, το υπουργείο Παιδείας έχει αναπτύξει και εφαρμόσει σειρά θετικών πρωτοβουλιών για τους νέους πτυχιούχους» δηλώνει στο ΑΠΕ-ΜΠΕ η κ. Αχτσιόγλου.
Σε ερώτηση σχετικά με τη βιωσιμότητα της πρόσφατης ασφαλιστικής μεταρρύθμισης, η υπουργός Εργασίας απαντά ότι, ήδη, η εφαρμογή της ασφαλιστικής μεταρρύθμισης, σε συνδυασμό με την αύξηση της απασχόλησης και τη μείωση της αδήλωτης εργασίας, συντείνουν στην εξάλειψη των ταμειακών ελλειμμάτων της κοινωνικής ασφάλισης, υπογραμμίζοντας ότι ο πρώτος χρόνος λειτουργίας του Ενιαίου Φορέα Κοινωνικής Ασφάλισης (ΕΦΚΑ) ολοκληρώθηκε με θετικό οικονομικό αποτέλεσμα, ύψους 777 εκατ. ευρώ, έναντι εκτιμώμενου ελλείμματος 765 εκατ. ευρώ. «Μία θετική απόκλιση, δηλαδή, της τάξης του 1,5 δισ. ευρώ. Η ίδια θετική εικόνα θα επαναληφθεί και το 2018» εκτιμά η υπουργός.
Ακολουθεί ολόκληρη η συνέντευξη της υπουργού Εργασίας Έφης Αχτσιόγλου, στην Γεωργία Μπάρλα, για το Αθηναϊκό-Μακεδονικό Πρακτορείο Ειδήσεων:
ΕΡ: Έχουν ξεκινήσει ήδη οι πρώτες συζητήσεις μεταξύ της ελληνικής κυβέρνησης και των εκπροσώπων των θεσμών για το κλείσιμο της τέταρτης αξιολόγησης. Ποια θέματα του χαρτοφυλακίου σας τέθηκαν στις συναντήσεις που είχατε με τους θεσμούς και πώς εκτιμάτε ότι θα εξελιχθεί η πορεία αυτής της διαπραγμάτευσης;
ΑΠ: Πράγματι, βρισκόμαστε πλέον στην τελική ευθεία για την ολοκλήρωση του τρίτου προγράμματος και την έξοδο από τη μνημονιακή επιτροπεία, μέχρι τον Αύγουστο του 2018. Θεωρώ ότι τόσο οι θεσμοί όσο και οι πολιτικές ηγεσίες της Ευρωζώνης θα κρατήσουν μία εποικοδομητική στάση και η 4η αξιολόγηση, αλλά και η συζήτηση για το μεταπρογραμματικό πλαίσιο εποπτείας και τη ρύθμιση του χρέους θα κλείσουν έγκαιρα και χωρίς ιδιαίτερα προβλήματα.
Όσον αφορά τα θέματα του υπουργείου Εργασίας, στην τέταρτη αξιολόγηση, αυτά αφορούν, κυρίως, τεχνικά ζητήματα για το μηχανισμό μέτρησης της αντιπροσωπευτικότητας στην επέκταση των συλλογικών συμβάσεων και για το θεσμό της διαιτησίας, προς τον οποίο να ξεκαθαρίσουμε ότι δεν αμφισβητείται η δυνατότητα μονομερούς προσφυγής, όπως όρισε και η απόφαση του ΣτΕ.
ΕΡ: Η παρούσα κυβέρνηση και εσείς προσωπικά έχετε δεσμευθεί για την αύξηση του κατώτατου μισθού. Στο πλαίσιο αυτό, πραγματοποιήσατε πρόσφατα μία επίσκεψη στην Πορτογαλία. Με ποιον τρόπο σχεδιάζετε να δρομολογήσετε την αύξηση και σε ποιο χρονικό πλαίσιο;
ΑΠ: Η αύξηση του κατώτατου μισθού και η βελτίωση συνολικά του διαθέσιμου εισοδήματος των εργαζομένων αποτελούν δέσμευση και σταθερή επιδίωξη της κυβέρνησης. Διότι πυρήνας της δίκαιης ανάπτυξης είναι η ενίσχυση της εργασίας.
Η δραστική μείωση που επιβλήθηκε με νόμο το 2012 στον κατώτατο μισθό, ήταν μία κοινή επιλογή των θεσμών και των κυβερνήσεων της περιόδου 2010-2014. Η επιλογή αυτή αντανακλούσε την ταύτισή τους στην άποψη ότι, έτσι, ενισχύεται η ανταγωνιστικότητα της οικονομίας και δημιουργείται ευνοϊκό επενδυτικό περιβάλλον. Η θέση της κυβέρνησης ήταν πάντοτε ότι αυτή η κίνηση δεν αποδείχτηκε μόνο κοινωνικά επιζήμια, αλλά ήταν ταυτόχρονα και οικονομικά αναποτελεσματική.
Το πρόβλημα της ανταγωνιστικότητας της ελληνικής οικονομίας δεν είναι πρόβλημα υψηλού μισθολογικού κόστους. Είναι, κυρίως, αποτέλεσμα της ανυπαρξίας ενός επεξεργασμένου αναπτυξιακού σχεδίου με προτεραιότητες και ιεραρχήσεις.
Το ζητούμενο για την κυβέρνηση είναι, επομένως, η δημιουργία ενός νέου παραγωγικού μοντέλου, με έμφαση στην ποιότητα του παραγόμενου προϊόντος, με στήριξη της καινοτομίας, η οποία συμβάλλει στην αύξηση της παραγωγικότητας της εργασίας, με αναβάθμιση της θέσης της χώρας μας στην αλυσίδα παραγωγής αξίας.
Είναι, λοιπόν, ακριβώς, σε αυτό το σημείο, που εμφανίζεται η διαχωριστική κοινωνική και πολιτική μας γραμμή από τη ΝΔ που θεωρεί ότι η ανάπτυξη πρέπει να στηριχθεί στη συντριβή της εργασίας.
Η εμπειρία εξάλλου της Πορτογαλίας είναι εξαιρετικά χρήσιμη, καθώς οι προτεραιότητες στα ζητήματα της εργατικής πολιτικής είναι κοινές, ενώ δείχνει ότι μπορούμε και στη χώρα μας να σχεδιάσουμε τεκμηριωμένα και να εφαρμόσουμε, σε συνεργασία με τους παραγωγικούς φορείς και τους εργαζόμενους, μία συγκεκριμένη πορεία αύξησης του κατώτατου μισθού, μετά το τέλος της επιτροπείας.
Η προεργασία της διαδικασίας αυτής θα ξεκινήσει το προσεχές διάστημα κι εκεί θα καθοριστούν τα βήματα και το χρονοδιάγραμμά της.
ΕΡ: Εδώ και λίγες ημέρες, ξεκινήσατε έναν κύκλο διαλόγου με τους εθνικούς κοινωνικούς εταίρους. Ποια ζητήματα απασχόλησαν τις συναντήσεις σας; Επιτεύχθηκε σύγκλιση απόψεων μεταξύ του υπουργείου και των κοινωνικών εταίρων;
ΑΠ: Τις προηγούμενες ημέρες, ολοκληρώσαμε έναν κύκλο συναντήσεων με τους εθνικούς κοινωνικούς εταίρους για μία σειρά κρίσιμων ζητημάτων της αγοράς εργασίας.
Στο επίκεντρο του διαλόγου βρέθηκε η επεκτασιμότητα των κλαδικών συλλογικών συμβάσεων, που, μαζί με την αρχή της ευνοϊκότερης ρύθμισης, θα τεθούν σε ισχύ με τη λήξη του προγράμματος τον ερχόμενο Αύγουστο, όπως έχει ήδη ψηφιστεί και είναι νόμος του κράτους. Επίσης, συζητήθηκαν η λειτουργία του θεσμού της διαιτησίας και η αλλαγή της αρχιτεκτονικής του προστίμου για την αδήλωτη εργασία.
Ο κοινωνικός διάλογος θα συνεχιστεί με συνάντηση που θα έχουμε τις προσεχείς ημέρες με την Οικονομική και Κοινωνική Επιτροπή και, τέλος, με μία κοινή συνάντηση με τα προεδρεία όλων των εθνικών κοινωνικών εταίρων.
Στο πλαίσιο του πρώτου κύκλου συναντήσεων, διαπιστώθηκε ικανοποιητική σύγκλιση απόψεων, κατατέθηκαν τεχνικές προτάσεις και παρατηρήσεις από την πλευρά των κοινωνικών εταίρων, καταγράφηκαν και διαφορετικές προσεγγίσεις.
Πιστεύουμε ότι μπορούμε με σύνθεση απόψεων και με ειλικρινή συναινετική διάθεση να έχουμε ικανοποιητικά αποτελέσματα.
Στο πλαίσιο των συζητήσεων, εκφράστηκαν εκ μέρους των κοινωνικών εταίρων και οι καταρχήν θέσεις τους στο ζήτημα της αύξησης του κατώτατου μισθού με θετικές προσεγγίσεις.
ΕΡ: Σύμφωνα με δηλώσεις σας, έχει ήδη νομοθετηθεί η επαναφορά των δύο βασικών αρχών των συλλογικών διαπραγματεύσεων με την έξοδο από το πρόγραμμα, τον ερχόμενο Αύγουστο. Πώς εξελίσσεται η διαπραγμάτευση σχετικά με το μηχανισμό αντιπροσωπευτικότητας;
ΑΠ: Η αντιπροσωπευτικότητα στο πλαίσιο των συλλογικών συμβάσεων εργασίας είναι ένα μέγεθος απαραίτητο για την επέκταση μίας συλλογικής σύμβασης στο σύνολο ενός κλάδου.
Οι επιχειρήσεις που αντιπροσωπεύουν οι εργοδοτικές οργανώσεις οι οποίες συνυπογράφουν μία συλλογική σύμβαση, θα πρέπει να απασχολούν το 50%+1 των εργαζομένων του κλάδου, ώστε η σύμβαση να επεκταθεί στο σύνολο των επιχειρήσεων.
Επιτρέψτε μου εδώ να υπενθυμίσω ότι δεν αναφερόμαστε σε κάποια επιπλέον υποχρέωση, αλλά, ακριβώς, στην ίδια ρύθμιση που ίσχυε και πριν την αναστολή των βασικών αρχών των συλλογικών διαπραγματεύσεων.
Η απουσία πληροφοριακών συστημάτων οδηγούσε στον έλεγχο της αντιπροσωπευτικότητας με μία χειροκίνητη και βαριά διαδικασία. Σήμερα, αυτή η διαδικασία μπορεί να γίνει με αυτοματοποιημένο και γρήγορο τρόπο.
Η συζήτηση που διεξάγεται, αυτήν τη στιγμή, περιορίζεται αυστηρά σε τεχνικά θέματα και δεν αφορά ζητήματα ουσίας της επεκτασιμότητας των κλαδικών συλλογικών συμβάσεων.
ΕΡ: Με βάση στατιστικά στοιχεία, που, κατά καιρούς, δημοσιεύονται, προκύπτει ότι οι νέοι και οι γυναίκες παρουσιάζουν αυξημένα ποσοστά ανεργίας. Ποιες πρωτοβουλίες σκοπεύετε να αναλάβετε για την ανάσχεση του brain drain (διαρροή εγκεφάλων) και την ενίσχυση της γυναικείας απασχόλησης;
ΑΠ: Η καταπολέμηση της ανεργίας είναι ένας διαρκής στόχος. Το ποσοστό της ανεργίας έχει μειωθεί κατά έξι μονάδες περίπου από το 2014 και έχουν δημιουργηθεί τουλάχιστον 350.000 περισσότερες θέσεις εργασίας στην περίοδο της διακυβέρνησής μας.
Ασφαλώς, το έχω ξαναπεί, κανείς δεν εφησυχάζει, γνωρίζουμε καλά το μέγεθος του προβλήματος και ότι πρέπει να γίνει πολλή δουλειά ακόμη και, ειδικά, για τις κατηγορίες στις οποίες αναφέρεστε.
Ο βασικός πυρήνας της πολιτικής μας για την καταπολέμηση της ανεργίας στοχεύει στους μακροχρόνια ανέργους και στη νεολαία. Οι αλλαγές που έγιναν στα προγράμματα κοινωφελούς εργασίας, αποτελούν ένα σημαντικό βήμα για ανθρώπους που έχουν βρεθεί αρκετά χρόνια εκτός της αγοράς εργασίας.
Το επόμενο διάστημα, θα ανακοινωθούν και συγκεκριμένες πρωτοβουλίες που σχετίζονται, κυρίως, με τη νεανική ανεργία. Γνωρίζουμε βέβαια ότι τόσο η ανεργία όσο και το brain drain δεν αφορούν μόνο ένα υπουργείο. Χρειάζεται, επομένως, συντονισμός και διυπουργική συνεργασία, για να είμαστε αποτελεσματικοί. Ήδη, το υπουργείο Παιδείας έχει αναπτύξει και εφαρμόσει σειρά θετικών πρωτοβουλιών για τους νέους πτυχιούχους.
ΕΡ: Κρίνετε ότι η πρόσφατη ασφαλιστική μεταρρύθμιση είναι βιώσιμη; Εντάσσονται στα σχέδια του υπουργείου Εργασίας διορθωτικές παρεμβάσεις;
ΑΠ: Γνωρίζουμε καταρχάς ότι οι συνταξιούχοι έχουν υποστεί σημαντικές μειώσεις των εισοδημάτων τους κατά την περίοδο της κρίσης. Οι μειώσεις αυτές είναι αποτέλεσμα και της επιβολής μίας σκληρής δημοσιονομικής προσαρμογής και των υψηλών στόχων για πρωτογενή πλεονάσματα, που αποτέλεσαν και τον πυρήνα της πολιτικής διαχείρισης της κρίσης στην Ελλάδα.
Η παρούσα κυβέρνηση με τη διαπραγμάτευση του 2015 πέτυχε τη μείωση αυτών των στόχων, οι οποίοι, όμως, παραμένουν υψηλοί, πράγμα που επηρεάζει άμεσα και τη συνταξιοδοτική δαπάνη. Από τη δική μας πλευρά, κάναμε ό,τι περνούσε από το χέρι μας, για να περιορίσουμε την επιβάρυνση των ασφαλισμένων και των συνταξιούχων και την ίδια στιγμή να διασφαλίσουμε τη βιωσιμότητα του συστήματος, που ήταν βαθιά ελλειμματικό και βρισκόταν στα όρια της κατάρρευσης.
Η ασφαλιστική μεταρρύθμιση του 2016 διασφαλίζει τη μακροπρόθεσμη οικονομική βιωσιμότητα του ασφαλιστικού συστήματος και απορροφά τον αντίκτυπο των δυσμενών δημογραφικών εξελίξεων. Υλοποιεί τις αρχές της ισονομίας και της κοινωνικής δικαιοσύνης, δεδομένων ασφαλώς των δημοσιονομικών περιορισμών.
Σύμφωνα με την πρόσφατη αναλογιστική προβολή της Εθνικής Αναλογιστικής Αρχής, η συνολική συνταξιοδοτική δαπάνη εκτιμάται ότι θα διαμορφωθεί σε 12,9% του ΑΕΠ το 2040, όταν ο μέσος όρος της Ε.Ε. το 2040 έχει προβλεφθεί να είναι στο 13% του ΑΕΠ.
Ήδη, η εφαρμογή της ασφαλιστικής μεταρρύθμισης, σε συνδυασμό με την αύξηση της απασχόλησης και τη μείωση της αδήλωτης εργασίας, συντείνουν στην εξάλειψη των ταμειακών ελλειμμάτων της κοινωνικής ασφάλισης.
Ο πρώτος χρόνος λειτουργίας του ΕΦΚΑ ολοκληρώθηκε με θετικό οικονομικό αποτέλεσμα, ύψους 777 εκατ. ευρώ, έναντι εκτιμώμενου ελλείμματος 765 εκατ. ευρώ. Μία θετική απόκλιση, δηλαδή, της τάξης του 1,5 δισ. ευρώ. Η ίδια θετική εικόνα θα επαναληφθεί και το 2018.
Παράλληλα, το μέσο εισόδημα από συντάξεις εκτιμάται ότι σταθερά θα υπερβαίνει το 90% του αντίστοιχου εισοδήματος του μέσου μισθού, δημιουργώντας τις προϋποθέσεις για ένα αξιοπρεπές επίπεδο ζωής για κάθε ηλικιωμένο, εφόσον, βέβαια, συνοδευτεί από βελτίωση του επιπέδου των αμοιβών και συνδυαστεί με πρόσθετες μεταβιβαστικές πληρωμές του κράτους από τον κοινωνικό προϋπολογισμό, πράγμα που, επίσης, αποτελεί προτεραιότητα της κυβέρνησης.
Η βελτίωση της πορείας της οικονομίας και του ρυθμού ανάπτυξης θα επηρεάσουν θετικά τα οικονομικά δεδομένα και του κοινωνικοασφαλιστικού συστήματος, επιτρέποντάς μας τις διορθωτικές παρεμβάσεις.