Η αγορά των ακινήτων στην Ελλάδα παρουσιάζει μια αυξητική τάση τα τελευταία χρόνια, με αποτέλεσμα όχι μόνο δημιουργεί ελκυστικότερες συνθήκες επενδύσεων στην αγορά ακινήτων, αλλά και να αυξάνει το κόστος στέγασης για τα νοικοκυριά.
Οι αυξήσεις των τιμών των ακινήτων εξηγούνται εν μέρει από την ιδιαίτερα μεγάλη αύξηση στις άμεσες ξένες επενδύσεις στην αγορά ακινήτων, αλλά και την ολοένα και πιο έντονη αγορά βραχυχρόνιας μίσθωσης που αυξάνει το δυνητικό μακροχρόνιο μίσθωμα, αλλά και τις αντικειμενικές αξίες των ακινήτων.
Oι δείκτες Price-to-Rent και Price-to-Income καταγράφουν ανάκαμψη, υποδεικνύοντας αυξημένη ζήτηση για αγορά ακινήτων, αλλά και ολοένα υψηλότερο κόστος κάλυψης βασικών αναγκών στέγασης.
Η αύξηση στις τιμές αγοράς ακινήτων είναι σε παρόμοια επίπεδα με τις ποσοστιαίες αυξήσεις που παρατηρούνται στον μέσο όρο της Ευρωζώνης. Η αύξηση των τιμών των ακινήτων στην Ελλάδα συγκεντρώνεται περισσότερο σε αστικές περιοχές, ειδικά στα μεγάλα αστικά κέντρα της Αθήνας και της Θεσσαλονίκης. Σχετικά με τις τιμές των ενοικίων, παρατηρείται πολύ πιο ήπια αύξηση. Αυτό μεταφράζεται σε αύξηση του δείκτη Price-to-Rent, που υποδηλώνει μεγαλύτερες πιέσεις επενδύσεων για αγορές ακινήτων, μιας και η αγορά ενός ακινήτου δείχνει να έχει αυξημένες αποδόσεις.
Το υψηλό κόστος στέγασης, το οποίο συνοδεύεται από τα υψηλά επίπεδα πληθωρισμού και την επακόλουθη αύξηση των επιτοκίων δανεισμού με σκοπό την επιστροφή του πληθωρισμού σε φυσιολογικά επίπεδα, δημιουργεί προκλήσεις όχι μόνο στην δαπάνη των νοικοκυριών, αλλά και στην αποπληρωμή ενυπόθηκων δανείων και στη ζήτηση νέων δανείων. Περίπου το 25% των ελληνικών νοικοκυριών δαπανούν πάνω από το 40% του εισοδήματος τους για ανάγκες στέγασης, όπως επίσης και το μεγαλύτερο ποσοστό του εισοδήματος τους, ανάμεσα στα υπόλοιπα κράτη μέλη.
Το υψηλό ενεργειακό κόστος οδηγεί μεγάλο ποσοστό των νοικοκυριών σε καθυστερήσεις πληρωμών, αλλά και δημιουργεί καταναλωτικές στρεβλώσεις.