«Το οικονομικό και κοινωνικό χάσμα μεταξύ των κρατών-μελών βαθαίνει όλο και περισσότερο, με τον κίνδυνο διάσπασης και αποδόμησης του ευρωπαϊκού οικοδομήματος να ενδυναμώνεται καθημερινά» εκτιμά σε άρθρο του στη γερμανική Handelsblatt ο αντιπρόεδρος του Ευρ. Κοινοβουλίου και ευρωβουλευτής του ΣΥΡΙΖΑ, Δημήτρης Παπαδημούλης.
Ο κ. Παπαδημούλης εκτιμά ότι «η Ευρωπαϊκή ηγεσία – και κυρίως το Συμβούλιο – αδυνατεί να διαχειριστεί τις πολιτικές που η ίδια επέλεξε να εφαρμόσει, που δεν είναι άλλες από την κατάλληλη αξιοποίηση του περίφημου «πακέτου Γιούνκερ», την καταπολέμηση της ανεργίας, την αύξηση στοχευμένων επενδύσεων σε παραγωγικούς τομείς, ιδιαίτερα των χωρών που έχουν πληγεί από την οικονομική κρίση και τις πολιτικές λιτότητας».
Παράλληλα, σημειώνει ότι «σε αυτήν την κρίσιμη καμπή, μετά την απόφαση για Brexit, με τα υπαρξιακά διλήμματα για το μέλλον της Ευρώπης να κλονίζουν τους πολίτες της, όλες οι δημοκρατικές και προοδευτικές πολιτικές δυνάμεις που πιστεύουν στην Ευρωπαϊκή Ενοποίηση οφείλουν να εντατικοποιήσουν τις προσπάθειες για να βγει η Ένωση από το τέλμα που βρίσκεται».
Αναφερόμενος στην πρόσφατη συνάντηση των ηγετών του ευρωπαϊκού Νότου στην Αθήνα, τονίζει ότι «η συνάντηση δεν έγινε για να διχάσει την Ευρώπη, αλλά αντίθετα για να συμβάλει με συγκεκριμένες προτάσεις σε μια ουσιαστική ενοποίηση της ΕΕ. Να προτείνει “εργαλεία” που μπορούν να συμβάλουν σε ό,τι βρίσκεται σήμερα υπό αίρεση: η βιώσιμη ανάπτυξη, οι πολιτικές συνοχής, η σημαντική αύξηση της απασχόλησης, η ενίσχυση της διαφάνειας και της δημοκρατικής νομιμοποίησης και λογοδοσίας των ευρωπαϊκών θεσμών, η ενεργότερη συμμετοχή των πολιτών στη διαδικασία λήψης αποφάσεων».
Ο κ. Παπαδημούλης υποστηρίζει ότι «ένας από τους βασικότερους πυλώνες της σημερινής οικονομικής πολιτικής στην ΕΕ και την Ευρωζώνη, είναι το Σύμφωνο Σταθερότητας και Ανάπτυξης» και πως «η έξυπνη, ελαστική εφαρμογή του, καθώς και ο διάλογος για την αναθεώρησή του καθίσταται αναγκαία για να υπηρετηθεί πιο αποτελεσματικά ο στόχος μιας διατηρήσιμης και πιο ισχυρής ανάπτυξης».
Σχετικά με την ελληνική οικονομία, εκτιμά παρουσιάζει σημάδια σταθεροποίησης και βελτίωσης, το ίδιο και τα δημόσια οικονομικά , υπογραμμίζοντας ότι «η κυβέρνηση επιχειρεί να προωθήσει δύο βασικά ζητήματα που άπτονται του ευρύτερου προβληματισμού για το οικονομικό και πολιτικό μέλλον της Ευρώπης. Το πρώτο ζήτημα αφορά στην συγκεκριμενοποίηση το συντομότερο δυνατόν των άμεσων και μεσοπρόθεσμων μέτρων για ελάφρυνση του δημόσιου χρέους που έχει ήδη αποφασίσει το Eurogroup στις 25 Μαΐου, προκειμένου η ελληνική οικονομία να καταφέρει να σταθεροποιηθεί σε γερές βάσεις και οι επενδυτές να νιώσουν μεγαλύτερη ασφάλεια και να ενισχυθούν οι επενδύσεις. Το δεύτερο αφορά στην αναγνώριση από τους θεσμούς της ανάγκης για ρεαλιστικά πρωτογενή πλεονάσματα μετά το τέλος του προγράμματος το 2018, ζήτημα το οποίο συνδέεται με την εξασφάλιση μιας βιώσιμης και μακρόπνοης ανάπτυξης και την αξιοποίηση των πλεονασμάτων για την ενδυνάμωση της οικονομίας και της αγοράς».