Του Δημήτρη Παφίλα
Σε μια περίοδο όπου ξένα funds προσφέρουν στις τράπεζες μόλις 7 λεπτά για 1 ευρώ σε καταναλωτικά δάνεια, στα επιχειρηματικά δάνεια δεν μπορεί να ολοκληρωθεί καμία συμφωνία καταρχήν εξαιτίας της υψηλής φορολογίας. Δεκάδες επιχειρήσεις με την βοήθεια χρηματοοικονομικών συμβούλων απευθύνονται σε ξένα και ελληνικά funds, ωστόσο η χρηματοδότηση σκοντάφτει από την αρχή στους υψηλούς φόρους.
Σύμφωνα με πηγές, ένα μόνο fund έχει δεχθεί 30-40 επιχειρηματικά πλάνα, τα οποία έχουν απόδοση 7-9% προ φόρων. Όπως είναι φυσικό όλα απορρίπτονται αφού δεν υπάρχει κανένα κίνητρο χρηματοδότησης όταν τα προσδοκώμενα κέρδη δεν θα είναι απλώς μηδενικά, αλλά αρνητικά! Με άλλα λόγια, καμία δουλειά δεν πρόκειται να προχωρήσει στην Ελλάδα όταν οι φόροι που απαιτούνται – ακόμη και για νέα επένδυση – κυμαίνονται στο 30-40%. Αντίθετα, σε χώρες όπως Ιρλανδία, Σκωτία, Ηνωμένο Βασίλειο, οι νέες επιχειρήσεις λαμβάνουν επιδοτήσεις και επιστροφές όταν πρόκειται για νέα επένδυση. Για παράδειγμα, σε οποιαδήποτε νέα επένδυση, επιστρέφεται ως και το 30% των εξόδων της επένδυσης (εξοπλισμοί, μισθοί).
Ξεκινώντας από αυτό το χάντικαπ, οι ελληνικές επιχειρήσεις δεν μπορούν να βρουν χρηματοδότηση και μοιραία, είτε στρέφονται για φορολογική έδρα στο εξωτερικό, είτε οδηγούνται σε σταδιακό οικονομικό μαρασμό. Το δεύτερο σημείο εμπλοκής για τις επιχειρήσεις – μικρομεσαίες στο μεγαλύτερο μέρος – είναι ότι, πρέπει να εξασφαλίσουν και την σύμφωνη γνώμη των τραπεζών για το σχέδιο τους. Εδώ οι τραπεζίτες στυλώνουν τα πόδια αφού κανείς δεν μπορεί να υπογράψει αλλαγή των όρων της δανειακής σύμβασης, καθώς δεν έχει συνταχθεί ακόμη το νομοθετικό πλαίσιο απαλλαγής των τραπεζικών στελεχών. Μπροστά σ’ αυτό το αδιέξοδο αρκετοί απο τους επιχειρηματίες προσανατολίζονται ακόμη και στις πτωχεύσεις των εταιρειών τους, όταν οι τράπεζες δεν δέχονται μια συμφωνία τους μ ένα τρίτο φορέα χρηματοδότησης (funds).
Σύμφωνα με ξένους διαχειριστές, πολλοί ιδιοκτήτες που έχουν εξασφαλίσει την συμμετοχή ξένων επενδυτών αποστέλλουν εξώδικα προς τις τράπεζες και τους προειδοποιούν για τις ευθύνες που αναλαμβάνουν στην περίπτωση πτώχευσης των εταιρειών.