Ο Ευρωπαϊκός μηχανισμός σταθερότητας ESM παρουσίασε στο Eurogroup τον ετήσιο απολογισμό για το 2019 και τον ειδικό απολογισμό των ελληνικών προγραμμάτων διάσωσης, στον οποίο κάνει συστάσεις προκειμένου στο μέλλον τα προγράμματα να σχεδιάζονται και να υλοποιούνται αποτελεσματικότερα.
Τον απολογισμό για τα ελληνικά προγράμματα τον έχει συντάξει ομάδα υπό τον πρώην ευρωπαίο επίτροπο Χοακίν Αλμούνια με κεντρικό συμπέρασμα ότι τα προγράμματα πέτυχαν το βασικό τους στόχο, την διατήρηση της ενότητας της Ευρωζώνης, τη σταθεροποίηση των ελληνικών δημόσιων οικονομικών και την εξασφάλιση των ελληνικών καταθέσεων αλλά έπασχαν από έλλειψη επαρκούς σχεδιασμού και λάθη στην υλοποιήση η οποία προκάλεσε σε συνδυασμό και με τις πολιτικές εξελίξεις προκάλεσαν σημαντικό οικονομικό και κοινωνικό κόστος στην Ελλάδα.
«Αν και οι συνθήκες που κλήθηκαν να αντιμετωπίσουν τα ελληνικά προγράμματα του EFSF και του ESM ήταν ιδιαίτερα δύσκολες, κατάφεραν να διατηρήσουν την ακεραιότητα της ζώνης του ευρώ, να σταθεροποιήσουν τα ελληνικά δημόσια οικονομικά και να ενισχύσουν τους θεσμούς. Τα προγράμματα προώθησαν τη χρηματοπιστωτική σταθερότητα, εξουδετερώνοντας τις εξωτερικές διαρροές και προστατεύοντας τους Έλληνες καταθέτες, αν και πολλά πολιτικά γεγονότα έκαναν την προσαρμογή πιο προσεκτική και δαπανηρή».
Η έκθεση επισημαίνει το υψηλό κόστος που κλήθηκαν να πληρώσουν οι έλληνες πολίτες:
«Τα προγράμματα βοήθησαν στην επίτευξη αυτού του στόχου και επέτρεψαν στην Ελλάδα να αποχωρήσει από την σχεδόν δεκαετία εξάρτησή της από την επίσημη χρηματοδότηση του τομέα, αλλά με σημαντικό οικονομικό και κοινωνικό κόστος».
Το γεγονός ότι τα προγράμματα δεν είχαν προηγούμενο δημιούργησε προβλήματα
«Τα προγράμματα EFSF και ESM δεν διέθεταν πλαίσιο για τη συστηματική ανάπτυξη στρατηγικών στόχων προγραμμάτων, με αποτέλεσμα ανεπαρκείς στρατηγικές. Η τεταμένη ικανότητα εφαρμογής και η έλλειψη κοινής διάγνωσης των ελληνικών προβλημάτων συνέβαλαν στην αδύναμη ιδιοκτησία και μείωσαν τις πιθανότητες μιας διαρκούς επιτυχίας».
Όσο για την ανάπτυξη, από κοινός εκπεφρασμένος στόχος των μνημονίων αποσιωπήκε από όλες τις πλευρές, καθώς δόθηκε εμφαση αλλού:
«Αν και τα προγράμματα EFSF και ESM αντιμετώπισαν τις βασικές ανάγκες χρηματοοικονομικής σταθερότητας σύμφωνα με την εντολή σταθεροποίησής τους, τα ενδιαφερόμενα μέρη συμφώνησαν σιωπηρά για ισορροπία χαμηλής ανάπτυξης στο πλαίσιο του προγράμματος ESM. Έδωσαν προτεραιότητα στα δημοσιονομικά επιτεύγματα έναντι των μεταρρυθμίσεων στην αγορά προϊόντων που ενισχύουν την ανάπτυξη, οι οποίες θα απαιτούσαν στόχευση εταιρικών συμφερόντων. Η σύνθεση της δημοσιονομικής προσαρμογής δεν συνέβαλε στην ανάπτυξη χωρίς αποκλεισμούς και δεν διέθετε μακροπρόθεσμες οικονομικές προοπτικές».
«Η δημοσιονομική εξυγίανση υπονόμευσε τον ρυθμό ανάπτυξης που ήταν απαραίτητος για μία σημαντική μείωση του λόγου χρέους προς ΑΕΠ. Η μελλοντική συγκρατημένη ανάπτυξη, οι δημοσιονομικές ανισορροπίες και οι αυξήσεις των επιτοκίων θα μπορούσαν να αποτελέσουν κίνδυνο για τη μακροπρόθεσμη βιωσιμότητα της Ελλάδας», αναφέρει η έκθεση που υπενθυμίζει ότι το Eurogroup δεσμεύτηκε να επανεξετάσει την κατάσταση το 2032 για να εκτιμήσει εάν απαιτείται περαιτέρω προσαρμογή των δανείων του EFSF ή του ESM”.
Η ομάδα προβαίνει σε 5 συστάσεις για το μέλλον:
Τα προγράμματα θα πρέπει να καθορίζουν σαφώς απο΄την αρχή τους μακροπρόθεσμους στρατηγικούς στόχους.
Ο ESM θα πρέπει αναβαθμίσει τις δυνατότητές του και να αναπτύξει τη δυνατότητα καθοδήγησης υψηλού επιπέδου για το σχεδιασμό ανάλογων προγραμμάτων.
Πρέπει να βελτιωθεί η διακυβέρνηση του προγράμματος και να καθοριστούν σαφείς οδηγίες για τα θεσμικά όργανα.
Τα θεσμικά όργανα με την υποστήριξη των εθνικών αρχών πρέπει να συντονίζουν αποτελεσματικότερα τις φάσεις προετοιμασίας και εφαρμογής ενός προγράμματος.
Απαιτείται ένα ισχυρό, συνεκτικό πλαίσιο εποπτείας και παρακολούθησης μετά το πρόγραμμα για τη διασφάλιση του αποτελέσματος και της θέσης του ESM ως πιστωτή.
Έτήσια Έκθεση ESM
Στην ετήσια έκθεση για το 2019 και στο τμήμα που αφορά την Ελλάδα ο ESM εξετάζει τις συνέπειες της πανδημίας στην Ελληνική οικονομία και τις επιπτώσεις τους.
«Η πανδημία αναμένεται να έχει σημαντικό αντίκτυπο στην ανάπτυξη του τρέχοντος έτους, η οποία, αν παραταθεί, θα μπορούσε να έχει πιθανές δευτερογενείς επιπτώσεις στον ελληνικό τραπεζικό τομέα», αναφέρει η έκθεση.
«Το δημοσιονομικό αποτέλεσμα του 2020 θα επηρεαστεί επίσης από το πανδημικό σοκ, λόγω των χαμηλότερων φορολογικών εσόδων και των μεγαλύτερων από το αναμενόμενο δαπανών». Επισημαίνει ότι παρά την συντονισμένη ανταπόκριση των κρατικών αρχών στην Ελλάδα και σε όλο τον κόσμο για τη διατήρηση θέσεων εργασίας και για τη στήριξη εργαζομένων, επιχειρήσεων και οικογενειών, η αβεβαιότητα σχετικά με το μέγεθος και τη διάρκεια του πανδημικού σοκ παραμένει αυξημένη.
Επισημαίνει επίσης πως “μετά από μια δεκαετία προσαρμογής, η οικονομική ανάκαμψη σταθεροποιήθηκε το 2019”, ενώ “η Ελλάδα πέτυχε τον δημοσιονομικό της στόχο για πέμπτη συνεχή χρονιά και ενίσχυσε την πρόσβασή της στις αγορές”. «Η συνέχιση του μεταρρυθμιστικού έργου θα εδραιώσει τα επιτεύγματα του οικονομικού και χρηματοπιστωτικού τομέα», αναφέρει. Σημειώνει ωστόσο ότι στο κομμάτι των ιδιωτικών επενδύσεων η Ελλάδα είναι πίσω, παρά τα όποια θετικά βήματα έχουν γίνει.