Των Κωστή Χ. Πλάντζου, Aργύρη Παπαστάθη
Δεσμεύσεις για την πιο σκληρή λιτότητα στην Ευρώπη, με αναιμική ανάπτυξη, αλλά και θηριώδη πρωτογενή πλεονάσματα έως και 8 δισ. ευρώ (σχεδόν 4,5% του ΑΕΠ) μέχρι το 2022 λανσάρει η κυβέρνηση στους δανειστές και τις αγορές με το νέο Μεσοπρόθεσμο Πρόγραμμα που έφερε για ψήφιση στη Βουλή.
Στην πραγματικότητα, όμως, η λιτότητα είναι ακόμα μεγαλύτερη από αυτή που έδειχναν οι πρώτες πληροφορίες για το νέο Μεσοπρόθεσμο. Και αυτό διότι:
1. Για να μπορεί η κυβέρνηση να βάζει κάθε χρόνο στην ατζέντα της τις παροχές (όπως το κοινωνικό μέρισμα και τα δημοσιονομικά αντίμετρα) τα μέτρα λιτότητας πρέπει να ξεπερνάνε τουλάχιστον κατά μισό δισ. ευρώ τον στόχο στα πλεονάσματα (περίπου 0,2%-0,3% του ΑΕΠ επιπλέον). Με άλλα λόγια, η εφάπαξ παροχή 13ης σύνταξης που η κυβέρνηση επιδιώκει να δίνει κάθε Δεκέμβριο από το υπερπλεόνασμα θα κοστίζει πανάκριβα σε όλους κάθε χρόνο.
2. Η διεθνής αβεβαιότητα (λόγω Ιταλίας, αύξησης των τιμών των καυσίμων και περιορισμού του φθηνού χρήματος) ψαλιδίζει ακόμα περισσότερο τις προβλέψεις για ρυθμούς ανάπτυξης 2% που προβλέπει η κυβέρνηση, ενώ και στις Βρυξέλλες μιλούν ήδη για χαμηλότερη ανάπτυξη, της τάξεως του 1,9% φέτος και 1,7% για το 2019.
Προμοτάρουν τη λιτότητα στις αγορές
Στο βασικό σενάριο με το οποίο συντάχθηκε το νέο Μεσοπρόθεσμο τα πρωτογενή πλεονάσματα θα φτάνουν περίπου τα 6,5-7 δισ. ευρώ κάθε χρόνο, αφού είναι δεδομένη η δέσμευση που έχει αναλάβει η Αθήνα να μην πέσουν έως το 2022 κάτω από το 3,5% του ΑΕΠ.
Οι αισιόδοξες προβλέψεις για υψηλά πλεονάσματα έχουν στόχο το άμεσο κλείσιμο της διαπραγμάτευσης και την επιστροφή στις αγορές, οι οποίες όμως κατακρημνίζονται λόγω Ιταλίας. Ηδη στην Αθήνα μεταθέτουν κάθε σκέψη για έκδοση ομολόγων από Σεπτέμβριο και μετά, αποδεχόμενοι ότι αδυνατούν πλήρως να επηρεάσουν τις εξελίξεις. Από πού θα προέλθει η τεράστια εξοικονόμηση αυτή κάθε χρόνο; Κατά το ήμισυ τουλάχιστον ή και παραπάνω, από τις περικοπές των συντάξεων βάσει του νόμου Κατρούγκαλου. Αρμόδιες πηγές του οικονομικού επιτελείου υποστήριζαν ότι παρά τα λεγόμενα περί του αντιθέτου η εφαρμογή των περικοπών στις συντάξεις φαντάζει μονόδρομος -και για όλες τις κυβερνήσεις στο μέλλον (εκτός κι αν ανατραπεί δικαστικά)- επειδή όπως εξηγούσαν:
■ Η όποια ελάφρυνση χρέους πάρει η Αθήνα κατά πάσα πιθανότητα θα δίνεται υπό όρους για τα επόμενα τουλάχιστον 30 χρόνια. Στο υπουργείο Οικονομικών προεξοφλούν ότι το Ασφαλιστικό θα ελέγχεται έστω και ανά πενταετία μετά το 2022 ή και το 2030 ακόμα.
■ Οι εξοικονομήσεις από τον νόμο Κατρούγκαλου εκτείνονται πολύ πέραν του 2022. Και αυτό γιατί σε 5-7 χρόνια η υψηλότερη σύνταξη δεν θα ξεπερνά τα 1.000 ευρώ (με δεδομένη και την εφαρμογή ρήτρας μηδενικού ελλείμματος στις επικουρικές), ενώ η διαφορά μέσου μισθού και μέσης σύνταξης θα είναι πολύ μεγάλη (ούτε 50% αναπλήρωση σε σχέση με τον τελικό μισθό), με αποτέλεσμα περισσότεροι να θέλουν να παραμείνουν παραπάνω στην εργασία τους γιατί δεν θα μπορούν να ζουν από τη σύνταξη. Ακόμη όμως και όσοι συνταξιούχοι δουν αύξηση συντάξεων με τον νέο υπολογισμό, θα τη λαμβάνουν σταδιακά σε βάθος πενταετίας – κάτι που σημαίνει ίσως και ότι κάποιοι δεν θα προλάβουν να την εισπράξουν ολόκληρη.
Με φόντο την Ιταλία
Παρά τα υψηλά πρωτογενή πλεονάσματα που υπόσχεται το νέο Μεσοπρόθεσμο, η Ελλάδα δεν θα βρίσκει εύκολα καθαρό διάδρομο για έξοδο στις αγορές όσο θα μαίνεται η κρίση στην Ιταλία και την Ευρωζώνη. Και αυτό γιατί φέτος μόνο η Ιταλία πρέπει να αποπληρώσει τοκοχρεολύσια 215 δισ. ευρώ, ενώ το 2019 να αναχρηματοδοτήσει και άλλα 282 δισ. ευρώ, χωρίς να υπολογίζονται καν οι ανάγκες κάλυψης για πρόσθετα νέα ελλείμματα που παράγονται ήδη ή θα δημιουργηθούν στο μέλλον όσο η κατάσταση κινείται εκτός ελέγχου. Μόνο από το 2020 φαίνεται να υποχωρούν οι ανάγκες άντλησης από τις χρηματαγορές -στα 234,850 δισ. ευρώ με βάση τα σημερινά δεδομένα-, που και πάλι όμως παραμένουν πολύ υψηλότερα από τα φετινά επίπεδα.