Του Κωστή Πλάντζου
Έντονη δυσφορία προκαλεί στην κυβέρνηση η πρόβλεψη του ΔΝΤ ότι δεν υπάρχει -ούτε πρόκειται να υπάρξει μέχρι το 2023- «υπερπλεόνασμα» για διανομή παροχών και μέτρα κοινωνικής πολιτικής. Το Ταμείο προβλέπει πρωτογενές πλεόνασμα που ποτέ δεν ξεπερνά το 3,5% του ΑΕΠ, που είναι το όριο πάνω από το οποίο προκύπτει δημοσιονομικός «χώρος» για παροχές. Στην επιστολή του μάλιστα, η οποία συνοδεύει την Έκθεση του άρθρου 4 για την Ελλάδα, ο εκπρόσωπος της χώρας μας στο ΔΝΤ κύριος Μιχάλης Ψαλιδόπουλος μεταφέρει την ενόχληση των ελληνικών αρχών επειδή «δεν προβλέπεται καθόλου πρόσθετος χώρος από το 2019 ως το 2022» («no additional space is projected from 2019 to 2022»).
Ακόμα χειρότερα όμως, το ΔΝΤ έχει ενσωματώσει ως δεδομένες στις προβλέψεις του τις περικοπές συντάξεων και αφορολογήτου για το 2019-2020. Την ίδια στιγμή όμως, δεν υπολογίζει καν στο βασικό σενάριο το ότι μπορεί να εφαρμοστούν τα «θετικά αντίμετρα» που έχει προψηφίσει η Βουλή («while the underlying baseline includes the one-sided implementation of the pre-legislated package»)!
Από την άλλη το ΔΝΤ απαντά ως εξής, με την έκθεση που δημοσιοποίησε –βασιζόμενο και σε όσα τους είπε ο κύριος Ευκλείδης Τσακαλώτος σε συναντήσεις που είχαν με υπουργούς και επιτελείς μεταξύ 23-29 Ιουνίου:
– «Το κλιμάκιο του ΔΝΤ επανέλαβε την άποψή του ότι οι υψηλές δεσμεύσεις για πρωτογενή πλεονάσματα είναι επιζήμιες για την ανάπτυξη, αλλά χαιρετίζουν την δέσμευση της κυβέρνησης για την πλήρη εφαρμογή της δέσμης μέτρων για τη δημοσιονομική επανεξισορρόπηση (2019-2019), αναγνωρίζοντας ότι πρόκειται για μια πολιτική πρόκληση». Περιγράφει μάλιστα ότι «το 2019, οι δαπάνες για στοχευμένα μέτρα κοινωνικής προστασίας και οι επενδύσεις θα αυξηθούν κατά 1% του ΑΕΠ, καθώς θα χρηματοδοτηθούν από μια ισόποση μείωση 1% του ΑΕΠ στις συντάξεις (μέσω της αναπροσαρμογής)» ενώ «το 2020, οι φορολογικοί συντελεστές για τα εισοδήματα θα μειωθούν κατά 1% του ΑΕΠ, μέτρο που θα χρηματοδοτηθεί μέσω της διεύρυνσης της διελυυρνσης της φορολογικής βάσεις και της μείωσης του αφορολογήτου».
Με άλλα λόγια, το ΔΝΤ λέει «κακώς δεσμευτήκατε» για τόσο υψηλά πρωτογενή πλεονάσματα αλλά «μπράβο» που δεσμεύεστε ότι θα εφαρμόσετε τα μέτρα των περικοπών των συντάξεων και του αφορολογήτου (1% του ΑΕΠ ετησίως) για να βρείτε χρήματα για σε κοινωνικές παροχές και φοροελαφρύνσεις για όσους πληρώνουν πολλά σε φόρους.
– Ως προς τα άλλα αντίμετρα (συσσίτια στα σχολεία κλπ) «οι ελληνικές αρχές επιβεβαίωσαν ότι θα εφαρμόσουν πλήρως την προ-νομοθετημένη και φιλική προς την ανάπτυξη δέσμη δημοσιονομικών μέτρων για το 2019 και το 2020, αλλά η ακριβής σύνθεση των επεκτατικών μέτρων είναι ακόμη υπό αξιολόγηση».
Δηλαδή δεν είναι σίγουρες οι παροχές και τα θετικά αντίμετρα, παρότι έχουν ψηφιστεί και ανακοινωθεί ότι θα εφαρμοστούν ταυτόχρονα με τις σκληρές περικοπές.
– «Εξέφρασαν επίσης την άποψή τους (οι ελληνικές αρχές) ότι θα υπάρξει επιπλέον δημοσιονομικός χώρος για επεκτατικά μέτρα. Σχεδιάζουν πρόσθετο δημοσιονομικό χώρο γύρω 0,4% του ΑΕΠ το 2019 (που ανεβαίνει στο 1,7% του ΑΕΠ το 2022), αλλά θα επανεξετάσει την εκτίμηση αυτή κατά την προετοιμασία του Προϋπολογισμού του 2019 αργότερα φέτος».
Δηλαδή το υπερπλεόνασμα που προβλέπει η κυβέρνηση προβλέπεται να μειωθεί τον Οκτώβριο ή Νοέμβριο, πριν ψηφιστεί ο νέος Προϋπολογισμός του 2019.
– «Εάν υπάρχει διαθέσιμος χώρος», αναφέρει η Έκθεση, «οι αρχές θα δώσουν προτεραιότητα στην μείωση της φορολογική επιβάρυνση το 2019 και το 2020, ενώ τα επόμενα χρόνια θα διατεθεί δημοσιονομικός χώρος μεταξύ της περαιτέρω μείωσης της φορολογικής επιβάρυνσης και της αύξησης των κοινωνικών δαπανών».
Άρα παροχές προβλέπονται μόνον μετά το 2021, εφόσον έως τότε θα γίνονται μόνον φοροελαφρύνσεις για όσους σήμερα πληρώνουν πολλά (επιχειρήσεις και ό,τι απέμεινσε από την μεσαία τάξη).
Επί της ουσίας, λίγο πριν φύγουν όλοι για διακοπές -και πριν τις “φιέστες” του Αυγούστου- το ΔΝΤ δηλώνει «παρόν» και στέλνει και μήνυμα στις αγορές ότι παροχολογία στην Ελλάδα δεν επιτρέπεται.
Επιπλέον, αν και δεν χαρακτηρίζει πια ως «εξαιρετικά μη βιώσιμο» το ελληνικό χρέος, μετά την Συμφωνία του Eurogroup το θεωρεί «μεσοπρόθεσμα» βιώσιμο και προβλέπει ότι μπορεί να χρειαστεί νέα παρέμβαση από τους ευρωπαίους εταίρους και δανειστές μετά το 2032 («δείχνοντας» ιδιαίτερα το 2038). Με τα δεδομένα αυτά όμως, δημιουργεί ανησυχίες ακόμα και για το αν η Ελλάδα μπορεί να βγάλει ένα 15ετές ή 20ετές ομόλογο που θα λήγει από το 2033 ή το 2038 και μετά.