© Απαγορεύεται από το δίκαιο της Πνευμ. Ιδιοκτησίας η καθ΄οιονδήποτε τρόπο παράνομη χρήση/ιδιοποίηση του παρόντος, με βαρύτατες αστικές και ποινικές κυρώσεις για τον παραβάτη
Mε φόρα από το 2019 έρχεται το 2020 για τον ελληνικό τουρισμό, με τις προσδοκίες για τη νέα χρονιά να αυξάνονται, όσο αυξάνονται και οι εισπράξεις, οι οποίες το 2019 θα ξεπεράσουν -για πρώτη φορά- τα 18 δισ. ευρώ.
Ειδοποιός διαφορά για τη χρονιά που μόλις έκλεισε -και δεν ήταν εύκολη αν ληφθεί υπόψη το «κανόνι» του τουριστικού κολοσσού της Thomas Cook στις αρχές του φθινοπώρου- ήταν η αύξηση της μέσης δαπάνης των επισκεπτών της χώρας ανά ταξίδι, η οποία εφόσον συνεχιστεί και τη νέα χρονιά «θέτει τις προϋποθέσεις για περαιτέρω άνοδο των εσόδων του ελληνικού τουρισμού για το 2020», όπως χαρακτηριστικά προβλέπει η Τράπεζα της Ελλάδος, η οποία συγκεντρώνει τα στοιχεία του ταξιδιωτικού ισοζυγίου κάθε μήνα.
Η αύξηση των εσόδων είναι και το μεγάλο ζητούμενο για τον κλάδο – και εκεί φαίνεται ότι προσβλέπουν άπαντες το 2020, μετά από μία επταετία ανόδου για τον κλάδο: από το υπουργείο Τουρισμού και τον υπουργό Χάρη Θεοχάρη, ο οποίος δηλώνει ότι θέλει να ενισχύσει τις αεροπορικές συνδέσεις με πιο μακρινούς προορισμούς, όπως η Κίνα και οι ΗΠΑ, ώστε να έρθουν στην Ελλάδα επισκέπτες που μπορούν να ξοδεύουν περισσότερα, μέχρι τους εγχώριους τουριστικούς παράγοντες και τον ίδιο τον πρόεδρο του Συνδέσμου Ελληνικών Τουριστικών Επιχειρήσεων (ΣΕΤΕ) Γιάννη Ρέτσο, που δεν έχει πάψει να επαναλαμβάνει ότι ο κλάδος δεν μπορεί να εξακολουθήσει να αναπτύσσεται στον αυτόματο πιλότο και ότι χρειάζεται να ολοκληρωθεί το δεκαετές πλάνο με στόχο τη βελτίωση της ανταγωνιστικότητας του ελληνικού τουριστικού προϊόντος, την ενίσχυση της επενδυτικής δραστηριότητας και τη σωστή διαχείριση των προορισμών.
Αυτοί που ξοδεύουν περισσότερα
Για την προσέλκυση τουριστών από πιο μακρινές αγορές, εκτός Ε.Ε., στα συν του 2020 θα πρέπει να προσμετρηθεί η εγκαινίαση νέων αεροπορικών γραμμών για τις οποίες υπεγράφησαν οι σχετικές συμφωνίες μέσα στο 2019, πέραν της ενίσχυσης των αεροπορικών συνδέσεων με ευρωπαϊκές αγορές που αποτελούν και τους κύριους αιμοδότες του ελληνικού τουρισμού.
Στις νέες συμφωνίες που εγκαινιάζονται το 2020 -ενδεικτικά- περιλαμβάνονται η γραμμή Σανγκάη – Αθήνα, Μπαχρέιν – Μύκονος, Ντόχα – Σαντορίνη, ενώ ένα από τα μεγάλα στοιχήματα, που μένει να φανεί στην πράξη αν θα κερδηθεί, είναι το αν μπορεί να πιαστεί ο στόχος που έχει θέσει ο κ. Θεοχάρης για την προσέλκυση 500.000 επισκεπτών από την κινεζική αγορά έως το 2021. Η επέκταση της κινεζικής Juneyao Airlines στην Αθήνα και η πιο έντονη παρουσία, τα τελευταία δύο χρόνια, της Air China με το δρομολόγιο Αθήνα – Πεκίνο εκτιμάται ότι θα αυξήσουν τους Κινέζους τουρίστες στη χώρα μας, η οποία αποσπά πολύ μικρό μερίδιο από την ευρωπαϊκή πίτα. Και αυτό γιατί ο αριθμός των Κινέζων τουριστών στην Ελλάδα, που εκτιμάται ότι ξοδεύουν περισσότερα από 1.000 ευρώ ανά ταξίδι, διαμορφώνεται αυτή τη στιγμή μόλις λίγο πάνω από τις 130.000 σε ετήσια βάση, όταν οι επισκέπτες από τις δύο πρώτες αγορές εισερχόμενου τουρισμού στην Ελλάδα (Γερμανία και Ηνωμένο Βασίλειο) ξεπέρασαν στο δεκάμηνο του 2019 τα 3,9 και 3,4 εκατομμύρια ταξιδιώτες αντίστοιχα.
Από την άλλη μεριά, αυξανόμενος βαίνει ο αριθμός των Αμερικανών επισκεπτών στην Ελλάδα, οι οποίοι επίσης ξοδεύουν περισσότερα και μένουν για μεγαλύτερο χρονικό διάστημα. Με βάση τις εκτιμήσεις του υπουργείου Τουρισμού, το 2019 οι Αμερικανοί τουρίστες αναμένεται να ξεπεράσουν το 1,2 εκατομμύριο (1,1 εκατομμύριο στο δεκάμηνο του 2019), έχοντας ήδη από το αμέσως προηγούμενο έτος αγγίξει επίπεδα-ρεκόρ, στο 1,07 εκατομμύριο. Εξ ου και οι επαφές που πραγματοποιούνται για την προσθήκη δρομολογίων με απευθείας αεροπορική σύνδεση καθ’ όλη τη διάρκεια του έτους, πέραν της σύνδεσης που έχει η Emirates ήδη από το 2017 στο δρομολόγιο Ντουμπάι – Αθήνα – Νέα Υόρκη. Επισημαίνεται εδώ ότι ο εισερχόμενος τουρισμός από τις ΗΠΑ έχει καταγράψει εντυπωσιακή άνοδο την περίοδο 2016-2018 κατά 40,9%, από τις 779.000 επισκέπτες το 2016 σε σχεδόν 1,1 εκατομμύριο το 2018.
Με βάση τα στοιχεία από το Ινστιτούτο του ΣΕΤΕ (INSETE) όσον αφορά το πόσα ξοδεύουν οι Αμερικανοί τουρίστες στην Ελλάδα, η Μέση κατά Κεφαλή Δαπάνη (ΜΚΔ) για την αμερικανική αγορά το 2018 ανέρχεται σε 947,7 ευρώ, υψηλότερη κατά 82,4% από την ΜΚΔ που καταγράφεται στο σύνολο της χώρας από όλες τις εθνικότητες,και αντιστοιχεί στα 519,6 ευρώ. Η Μέση Ημερήσια Δαπάνη των τουριστών από τις ΗΠΑ το 2018 ήταν υψηλότερη κατά 29,3% από αυτή που καταγράφεται στο σύνολο της χώρας, φτάνοντας τα 89,1 ευρώ έναντι 69 ευρώ που είναι συνολικά. Αναφορικά με τη Μέση Διάρκεια Παραμονής, σύμφωνα με την επεξεργασία από τον ΣΕΤΕ, οι τουρίστες από τις ΗΠΑ διέμειναν το 2018 κατά μέσο όρο στην Ελλάδα 10,6 ημέρες (41,1% υψηλότερα από τον μέσο όρο της χώρας, 7,5 ημέρες).
Σημειωτέον ότι Κινέζοι και Αμερικανοί είναι αυτοί που ξοδεύουν περισσότερα στη χώρα μας και για ψώνια, όπως προκύπτει από τα στοιχεία της Global Blue για τις αγορές Tax Free. Με βάση τα επίσημα στοιχεία για το εννεάμηνο του 2019, το σύνολο των συναλλαγών αυξήθηκε κατά 22% και η αξία αγορών σημείωσε άνοδο 29% σε σχέση με το εννεάμηνο του 2018. Κορυφαία εθνικότητα στις αγορές στη χώρα μας παραμένουν οι Κινέζοι με 31% και ακολουθούν οι Αμερικανοί με 14% και οι Ισραηλινοί με 6%. Οσον αφορά τους τελευταίους, η Ελλάδα συγκαταλέγεται στους πλέον δημοφιλείς προορισμούς και, σύμφωνα με το υπουργείο Τουρισμού, υπολογίζεται ότι το 2019 θα ξεπεράσουν τις 700.000.
Τα νούμερα των εσόδων
Συνολικά ως προς τα νούμερα του 2019 για τον ελληνικό τουρισμό, αν και τα επίσημα της ΤτΕ αφορούν την περίοδο Ιανουαρίου – Οκτωβρίου, όπου οι ταξιδιωτικές εισπράξεις ξεπέρασαν τα 17,5 δισ. ευρώ, οι εκτιμήσεις ανεβάζουν τον πήχη σε επίπεδα άνω των 18 δισ. ευρώ. Με βάση τις αφίξεις στα ελληνικά αεροδρόμια για το τελευταίο δίμηνο του έτους, υπολογίζεται ότι τα έσοδα για την περίοδο Νοεμβρίου – Δεκεμβρίου θα κυμανθούν σε επίπεδα άνω των 600 εκατ. ευρώ.
«Η ανοδική πορεία της τουριστικής ζήτησης, και ιδιαίτερα των ταξιδιωτικών εσόδων, συνεχίζεται τα τελευταία έτη, συμβάλλοντας σημαντικά στη δημιουργία νέων θέσεων απασχόλησης και στη ρευστότητα νοικοκυριών και επιχειρήσεων», αναφέρουν σχετικά οι αναλυτές της ΤτΕ και συνεχίζουν: «Η επέκταση και ποιοτική αναβάθμιση του ξενοδοχειακού δυναμικού και η σχετικά συντηρητική τιμολογιακή πολιτική τα τελευταία χρόνια συντείνουν στην εκτίμηση ότι ο τουριστικός κλάδος είναι σε θέση, υπό προϋποθέσεις, να διευρύνει περαιτέρω την ανταγωνιστικότητά του στην αγορά της Μεσογείου. Σύμφωνα με τα διαθέσιμα στοιχεία της έρευνας συνόρων της Τραπέζης της Ελλάδος, μέσα στο 2019 οι ταξιδιωτικές εισπράξεις από τις παραδοσιακές αγορές της ζώνης του ευρώ σημείωσαν αύξηση, με εξαίρεση τη Γερμανία, ενώ σημειώθηκε μεγάλη άνοδος τόσο στις εισπράξεις όσο και στις αφίξεις από χώρες εκτός της ζώνης του ευρώ, όπως το Ηνωμένο Βασίλειο, οι ΗΠΑ και η Ρωσία».
Η ΤτΕ αναφέρει ότι ο ρυθμός ανόδου των αφίξεων μη κατοίκων ταξιδιωτών έχει επιβραδυνθεί την περίοδο Ιανουαρίου – Οκτωβρίου 2019 σε σχέση με το ίδιο διάστημα του προηγούμενου έτους (3,7% έναντι 10,8%).
Ωστόσο, έχει αυξηθεί σημαντικά, κατά 9,3%, η μέση δαπάνη ανά ταξίδι, η οποία αποτέλεσε την κινητήρια δύναμη της ανόδου των ταξιδιωτικών εισπράξεων την περίοδο Ιανουαρίου – Οκτωβρίου 2019, φτάνοντας συνολικά τα 17,53 δισ. ευρώ (13,1%). Πιο συγκεκριμένα, στο δεκάμηνο του 2019 η μέση δαπάνη ανά ταξίδι έφτασε τα 575 ευρώ, αν και το τελικό νούμερο για το σύνολο του έτους θα κυμανθεί χαμηλότερα, δεδομένου ότι το τελευταίο δίμηνο του έτους -λόγω χειμώνα- οι τιμές κυμαίνονται σε χαμηλότερα επίπεδα έναντι της υψηλής περιόδου των καλοκαιρινών μηνών.
Κατά τη διάρκεια της τελευταίας οκταετίας, η δαπάνη ξεκίνησε να πέφτει από το 2012 και μετά, από τα 616 τότε στα 552 ευρώ το 2014, σε επίπεδα κάτω των 500 ευρώ το 2016, για να σταθεροποιηθεί τελικά πέριξ των 486 ευρώ το 2018 και να αυξηθεί εκ νέου το 2019. Πτωτική ήταν και η πορεία της μέσης διάρκειας παραμονής, από τις 8,4 διανυκτερεύσεις το 2012 στις 7 το 2018.
«Εφόσον η τάση αύξησης των εισπράξεων διατηρηθεί, παράλληλα με τη διατήρηση του ρυθμού ανόδου των αφίξεων, τα έσοδα από τον τουρισμό αναμένεται να είναι αυξημένα για το 2019 και το 2020. Επομένως, θα πρέπει να δοθεί μεγαλύτερη έμφαση στην περαιτέρω βελτίωση της ποιότητας του τουριστικού προϊόντος, στη βιώσιμη ανάπτυξη και την καινοτομία με σκοπό την προσέλκυση τουριστών υψηλότερου εισοδηματικού επιπέδου», καταλήγει η ΤτΕ.
Η ανάλυσή της επικαλείται και τις εκτιμήσεις του Παγκόσμιου Συμβουλίου Ταξιδίων και Τουρισμού (World Travel & Tourism Council – WTTC), προβλέποντας ότι η άμεση συμβολή του τουρισμού στο ΑΕΠ της Ελλάδας θα αυξηθεί κατά 3,5% ετησίως κατά μέσο όρο (έναντι 2,3% στο σύνολο της Ε.Ε.), φτάνοντας στο 9,1% του ΑΕΠ το 2028. Κατά την τελευταία δεκαετία, η συμβολή των ταξιδιωτικών εισπράξεων στο ΑΕΠ της Ελλάδας βαίνει αυξανόμενη, φτάνοντας από 4,3% το 2010 σε 8,7% το 2018, όταν το αντίστοιχο ποσοστό για τις χώρες της Ευρωζώνης για το 2018 είναι 2,5%.