Του Στέλιου Μορφίδη
Καταλύτης εξελίξεων γύρω από την ολοκλήρωση της διαπραγμάτευσης για το ελληνικό ζήτημα αναδεικνύεται η έκθεση Τόμσεν- Βελκουλέσκου για τη χώρα μας. Το Ταμείο μπορεί με την έκθεση που εγκρίθηκε απ’ την πλειοψηφία του ΔΣ να ανέδειξε τις διαφορές στην προσέγγιση του ελληνικού ζητήματος μεταξύ των Ευρωπαίων και του Ταμείου, φαίνεται όμως ότι δημιούργησε παράλληλα και νέο έδαφος για τη διαπραγμάτευση μίας συμφωνίας μέσω της διαφωνία μελών του ΔΣ του ΔΝΤ που τάχθηκαν υπέρ της διατήρησης του στόχου πρωτογενούς πλεονάσματος 3,5% το 2018 αλλά και μη δραστικών επιπρόσθετων των ευρωπαϊκών παρεμβάσεων στο χρέος.
Στο πλαίσιο αυτό εντύπωση προκαλεί το γεγονός ότι κατά τη χθεσινή τηλεδιάσκεψη του Ποουλ Τόμσεν με δημοσιογράφους για την παρουσίαση της έκθεσης, ο επικεφαλής του γραφείου του ΔΝΤ στην Ευρώπη επιχείρησε να σταθεί και στα σημεία που συμφωνούν οι δανειστές μεταξύ τους. Ο ίδιος μάλιστα δήλωσε ότι «βλέπει» προσέγγιση με τους Ευρωπαίους στο ζήτημα της βιωσιμότητας του χρέους. «Μιλάμε για λιγότερο φιλόδοξους στόχους για το πρωτογενές πλεόνασμα, για σημαντικά μικρότερη περίοδο. Υπάρχει περισσότερη σύμπνοια για την ανάγκη ελάφρυνσης του χρέους. Αν το συγκρίνετε με το που ήμασταν πριν από ένα έτος, υπάρχει προσέγγιση απόψεων».
Την ίδια ώρα τις τελευταίες 24 ώρες διακινούνται σενάρια για παρασκηνιακή πρωτοβουλία του Προέδρου της Κομισιόν και του Προέδρου του Eurogroup ώστε να να βρεθεί μία φόρμουλα που να περιλαμβάνει παραχωρήσεις απ’ όλες τις πλευρές και η οποία θα μπορούσε να οδηγήσει σε μία συμφωνία αυτό το μήνα. Στο πλαίσιο αυτό μάλιστα υπάρχουν αναφορές για μία τηλεδιάσκεψη που πραγματοποιήθηκε χθες, χωρίς ωστόσο να υπάρχουν άλλες σχετικές πληροφορίες. Η στόχευση, σύμφωνα με το σενάριο που διακινείται, είναι ο άμεσος προγραμματισμός συνάντησης σε επίπεδο θεσμών με συμμετοχή και της Ελλάδας με κύριο αντικείμενο την εξεύρεση μιας φόρμουλας.
Χαρακτηριστική είναι η τοποθέτηση του κ. Ντάισελμπλουμ για την έκθεση του ΔΝΤ καθώς από τη μία απορρίπτει ως υπερβολικές και άδικες τις εκτιμήσεις του Ταμείου από την άλλη όμως αναγνωρίζει όμως ως «πιθανό» το ενδεχόμενο περαιτέρω ελάφρυνσης των όρων αποπληρωμής του, «εάν απαιτηθεί» και «εάν η Ελλάδα συνεχίσει σε εποικοδομητικό δρόμο».
Μία δήλωση που ήλθε μόλις μία ημέρα μετά από εκείνην του προέδρου της ΕΚΤ Μάριο Ντράγκι που ζητούσε να περιγραφούν άμεσα τα μεσοπρόθεσμα μέτρα ελάφρυνσης του ελληνικού χρέους για να θεωρηθεί βιώσιμο, αλλιώς η ΕΚΤ δεν θα μπορεί να αγοράσει ελληνικά ομόλογα και η Ελλάδα δεν θα μπορεί να ενταχθεί στο πρόγραμμα «ποσοτικής χαλάρωσης» (QE) ώστε να βγει μετά στις αγορές και από το 3ο Μνημόνιο το 2018.
Η πρόταση
Σε κάθε περίπτωση αύριο, Πέμπτη, 9 του μηνός, το ελληνικό ζήτημα θα συζητηθεί στο Euroworking Group και εκεί αναμένεται να καταγραφεί και η στάση του εκπροσώπου του γερμανικού υπουργείου Οικονομικών που θεωρείται κρίσιμο για τη συνέχεια των διαπραγματεύσεων.
Παράλληλα αναμένεται να υπάρξουν περαιτέρω επαφές και ζυμώσεις σε υψηλό επίπεδο, ακόμα και μέσα στο παρασκευοσαββατοκύριακο. Στο πλαίσιο αυτό, σύμφωνα με πληροφορίες, η ελληνική πλευρά ετοιμάζει αντιπρόταση με νέα μέτρα που δεν θα ξεπερνάνε πάντως σε καμία περίπτωση τα 2,5 δισ. ευρώ και θα προβλέπουν μείωση αφορολογήτου περίπου στα 7.000-7.700 ευρώ.
Σκληρή γλώσσα
Σε ότι αφορά την ελληνική στάση έναντι του Ταμείου πάντως οι επιστολές Τσακαλώτου και Στουρνάρα με τις παρατηρήσεις επί της έκθεσης, που επισυνάπτονται στο τελικό κείμενο της δείχνουν την αντίθεση της Αθήνας σε σειρά ζητημάτων, όπως για παράδειγμα το τι είναι εφικτό δημοσιονομικά ή εάν χρειάζονται νέα ανακεφαλαιοποίηση τα τραπεζικά ιδρύματα. Μάλιστα η γραφή είναι τέτοια που θα έλεγε κανείς ότι κατηγορούν το Ταμείο για την αρνητική στάση του και τώρα στο 3ο Μνημόνιο, αλλά και στο παρελθόν ακόμα, όταν εμπόδιζε να ολοκληρωθεί το 2ο Μνημόνιο ή πίεζε να ανακεφαλαιοποιηθούν οι ελληνικές τράπεζες.
Η ανησυχία των επενδυτών
Σε κάθε περίπτωση πάντως οι επενδυτές ανησυχούν και πλέον εκφράζουν ανοικτά φόβους για το κίνδυνο ελληνικού «ατυχήματος» όσο παραμένει το αδιέξοδο στις διαπραγματεύσεις και εν όψει των μεγάλων αποπληρωμών ομολόγων του καλοκαιριού.
Η αβεβαιότητα αυτή καταγράφεται στην πορεία τόσο των αποδόσεων των ελληνικών ομολόγων στη δευτερογενή αγορά όσο και του κόστους ασφάλισης έναντι μίας ενδεχόμενης στάσης πληρωμών που διατηρούνται σε υψηλά επίπεδα. Σήμερα η απόδοση του διετούς κρατικού ομολόγου κινείται λίγο πάνω απ’ το 10% και του 10ετούς στο 7,85%.