Η πρόσφατη απόφαση της ηγεσίας της Κίνας να άρει τους περιορισμούς και μετά από περίπου 1.100 ημέρες να διακόψει την πολιτική της «μηδενικής ανοχής», δημιουργεί αναμφίβολα μια νέα συνθήκη στο παγκόσμιο οικονομικό γίγνεσθαι, όπως αναφέρεται σε έκθεση της Alpha Bank για τη διεθνή ανάπτυξη.
Τα τρία χρόνια περιοριστικής πολιτικής, υπενθυμίζεται στο σχετικό report, έπληξαν την οικονομία της Κίνας, δημιουργώντας προβλήματα τόσο στα νοικοκυριά και τις επιχειρήσεις, όσο και στις παγκόσμιες αλυσίδες αξίας. Τώρα, η ταχεία εξάπλωση του Covid, με την επανεκκίνηση της οικονομικής δραστηριότητας, έχει στερήσει εργαζόμενους και πελάτες από τις επιχειρήσεις.
Οι υπεύθυνοι χάραξης πολιτικής αντιμετωπίζουν μια τεράστια πρόκληση, τη διατήρηση των γραμμών παραγωγής σε λειτουργία, ενώ περισσότεροι από 37 εκατ. άνθρωποι ημερησίως προσβάλλονται από Covid και πολλές επιχειρήσεις έχουν αναστείλει τη λειτουργία τους, λόγω του περιορισμένου διαθέσιμου εργατικού δυναμικού.
Η οικονομία της Κίνας παρουσίασε μεγάλη ανθεκτικότητα, αφού κατάφερε να παρουσιάσει θετικό ρυθμό ανάπτυξης το 2020, της τάξης του 2,2%, παρά την παγκόσμια αβεβαιότητα, ενώ οι αναθεωρημένες προβλέψεις για το 2023 εκτιμούν ρυθμό ανάπτυξης πέριξ του 5%.
Βέβαια, στο πρώτο τρίμηνο του 2023, αναμένεται ιδιαιτέρως ασταθές, με αναστολή της δραστηριότητας πολλών επιχειρήσεων, εξαιτίας των μολύνσεων, δημιουργώντας προσωρινό αρνητικό αντίκτυπο στην Κίνα και μετέπειτα στο σύνολο της παγκόσμιας οικονομίας. Όμως, από το δεύτερο τρίμηνο του έτους, αναμένεται μια δυναμική ανάκαμψη της οικονομίας, με κινητήριο μοχλό την ενίσχυση της ιδιωτικής κατανάλωσης και τις επενδύσεις, που άλλωστε αποτελούν τους παράγοντες με τη μεγαλύτερη συνεισφορά στη διαμόρφωση του ΑΕΠ.
Κατά την περίοδο της πανδημίας, πολλές επιχειρήσεις αναγκάστηκαν να περιορίσουν το προσωπικό τους, με αποτέλεσμα πολλοί εργαζόμενοι να χάσουν την εργασία τους, ενώ και οι εναπομείναντες αύξησαν τις αποταμιεύσεις τους, περιορίζοντας την κατανάλωση και τα ταξίδια αναψυχής στο εξωτερικό, εξαιτίας κυρίως του κλίματος αβεβαιότητας που υπήρχε στην αγορά. Αυτή η συμπεριφορά αναμένεται να αλλάξει άρδην τους επόμενους μήνες, με τις εκτιμήσεις να αναφέρουν ετήσια αύξηση της κατανάλωσης που κυμαίνεται από 8% έως 12%, το 2023.
Η καταναλωτική ανάκαμψη στην Κίνα μπορεί να έχει παράπλευρες απώλειες για άλλες οικονομίες, αφού θα οδηγήσει σε αύξηση της παγκόσμιας ζήτησης, σε μια περίοδο όπου οι εφοδιαστικές αλυσίδες δεν έχουν ομαλοποιηθεί πλήρως και ως εκ τούτου αναμένεται να πιέσει περαιτέρω τις τιμές. Ο αντίκτυπος ενός τέτοιου σεναρίου θα έκρουε των κώδωνα του κινδύνου στις κεντρικές τράπεζες για διατήρηση της αυστηρής νομισματικής πολιτικής, για μεγαλύτερο διάστημα από το αναμενόμενο, με στόχο την αποφυγή της μετακύλισης της αύξησης των τιμών στους καταναλωτές.
Επιπλέον, τονίζει η Alpha Bank, η επανεκκίνηση της οικονομικής δραστηριότητας στην Κίνα θα αυξήσει τις ανάγκες των νοικοκυριών και των επιχειρήσεων για ενέργεια. Η κατανάλωση πετρελαίου και φυσικού αερίου εκτιμάται ότι θα επανακάμψει στα προπανδημικά επίπεδα, με αποτέλεσμα να περιορίσει σημαντικά την προσφερόμενη ποσότητα φυσικού αερίου στην Ευρώπη, πιέζοντας ανοδικά τις τιμές, λόγω του ανταγωνισμού για την εξασφάλιση των αναγκαίων προμηθειών. Αποτελεί άλλωστε κοινή παραδοχή, ότι η μειωμένη κατανάλωση φυσικού αερίου στην Κίνα επέτρεψε στην Ευρώπη να αυξήσει την προμήθειά του από άλλες αγορές, ώστε να αντισταθμίσει την διακοπή φυσικού αερίου από την Ρωσία.
Η Ευρώπη, όπως και οι ΗΠΑ, ενδεχομένως να αποκομίσουν τα μικρότερα οφέλη ή ακόμα να έχουν και απώλειες από το «άνοιγμα» της Κίνας, ενώ οι γειτονικές της χώρες αναμένεται να αποκομίσουν κέρδη, κυρίως λόγω της αύξησης του εμπορίου και του τουρισμού.
Συμπερασματικά, η επανεκκίνηση της κινεζικής οικονομίας, με την εκτεταμένη διασπορά των μολύνσεων, προμηνύει ένα δύσκολο ξεκίνημα. Οι εκτιμήσεις, όμως, για το σύνολο του έτους είναι ενθαρρυντικές, ειδικά, αν αναλογιστούμε ότι η Κίνα αναμένεται να συνεισφέρει άνω των 2/3 στην παγκόσμια ανάπτυξη το 2023 (OECD, Economic Outlook November 2022). Μάλιστα, αν επιταχυνθούν και οι αναγκαίες διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις, κυρίως στην αγορά εργασίας, θα δοθεί η δυνατότητα στην Κίνα για ακόμη υψηλότερους ρυθμούς ανάπτυξης.
Αυτή η ανάπτυξη, όμως, μπορεί να έχει αρνητικές, δευτερογενείς επιπτώσεις στην παγκόσμια οικονομία και δη την ευρωπαϊκή, αφού αναμφισβήτητα η τελευταία επωφελήθηκε από την περιορισμένη κινητικότητα στην Κίνα το προηγούμενο διάστημα και τις μειωμένες ανάγκες για ενέργεια, κατορθώνοντας έτσι να καλύψει το μεγαλύτερο μέρος των ενεργειακών της αναγκών για το 2022.
Οι εξελίξεις στην παγκόσμια οικονομία
- ΗΠΑ: Σύμφωνα με δηλώσεις ανώτατων αξιωματούχων του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου, το 2023 αναμένεται να είναι ένα δύσκολο έτος για το μεγαλύτερο μέρος της παγκόσμιας οικονομίας. Πιο συγκεκριμένα, για τις ΗΠΑ εκτιμάται ότι ο πληθωρισμός δεν έχει κορυφωθεί ακόμα και, ως εκ τούτου, προτάθηκε στην Ομοσπονδιακή Τράπεζα των ΗΠΑ (FED) να συνεχίσει τη σύσφιγξη της νομισματικής πολιτικής. Τα τελευταία διαθέσιμα στοιχεία για την αγορά εργασίας επιβεβαιώνουν τις ανησυχίες, με την αμερικανική οικονομία να συνεχίζει να προσθέτει νέες θέσεις εργασίας τον Δεκέμβριο (223 χιλ.), ενώ το ποσοστό της ανεργίας μειώθηκε στο 3,5% από 3,7%.
- Ευρωζώνη: Το 2023 θα είναι ένα έτος προκλήσεων, αφού παραμένουν οι αβεβαιότητες, εξαιτίας της ενεργειακής κρίσης και των γεωπολιτικών εξελίξεων. Τα πρόσφατα δημοσιευμένα στοιχεία για τον πληθωρισμό στη ΖτΕ από την Eurostat είναι ενθαρρυντικά, αφού ο πληθωρισμός μειώθηκε, για δεύτερο συνεχόμενο μήνα, στο 9,2% τον Δεκέμβριο. Από την άλλη πλευρά, ανησυχητικά είναι τα μηνύματα από την αύξηση του πυρήνα του πληθωρισμού στο 5,2% που υποδηλώνει ότι ο πληθωρισμός θα διατηρηθεί σε υψηλά επίπεδα (Γράφημα 3). Προς αυτή την κατεύθυνση είναι και τα στοιχεία που ανακοινώθηκαν για την αγορά εργασίας στη Γερμανία, με το ποσοστό της ανεργίας να παραμένει σε χαμηλά επίπεδα 5,5%, ενώ μειώθηκε ο αριθμός των ανέργων κατά 13.000.
- Παγκόσμια Οικονομία: Στην Κίνα, η απόφαση να αρθεί η πολιτική της μηδενικής ανοχής εκτιμάται ότι θα έχει αρνητικό αντίκτυπο στην κινεζική οικονομία, το πρώτο τρίμηνο, ωστόσο, στο σύνολο του έτους, παρουσιάζει αναπτυξιακές προοπτικές, πέριξ του 5%, Από την άλλη πλευρά, η οικονομία του Ηνωμένου Βασιλείου αναμένεται να παρουσιάσει συρρίκνωση το 2023 άνω του 1%, σύμφωνα με τις τελευταίες εκτιμήσεις, ενώ η Κεντρική Τράπεζα της Αγγλίας (BoE) εκτιμάται ότι θα συνεχίσει την αυστηρή νομισματική πολιτική, αυξάνοντας περαιτέρω τα επιτόκια στις επόμενες συνεδριάσεις. Τέλος, στον Καναδά, το ποσοστό της ανεργίας συνεχίζει την καθοδική του πορεία, αφού, σύμφωνα με τα στοιχεία του Δεκεμβρίου, μειώθηκε στο 5% από 5,1%.
Οι συναλλαγματικές ισοτιμίες και οι αγορές ομολόγων
Σύμφωνα με τα στοιχεία του Χρηματιστηρίου του Σικάγου, οι συνολικές καθαρές τοποθετήσεις (αγορές μείον πωλήσεις) στην ισοτιμία του ευρώ με το δολάριο διατηρήθηκαν θετικές, την εβδομάδα που έληξε στις 3 Ιανουαρίου. Οι θετικές θέσεις (υπέρ του ευρώ, ‟long”) μειώθηκαν κατά 16.247 συμβόλαια, με αποτέλεσμα οι συνολικές καθαρές θέσεις να διαμορφωθούν στα 129.915 συμβόλαια από 146.162 συμβόλαια, την προηγούμενη εβδομάδα.
Ανοδικά κινείται το ευρώ έναντι του δολαρίου, με την ισοτιμία στις 12 Ιανουαρίου να βρίσκεται στο 1,075 €/$, σε υψηλό επτά μηνών. Οι δηλώσεις αξιωματούχων για συνέχιση της αυστηρής νομισματικής πολιτικής από την FED, καθώς και τα νέα στοιχεία για τον πληθωρισμό στην Ευρωζώνη έχουν ενισχύσει το ευρώ έναντι των κυριότερων νομισμάτων, στις τελευταίες συνεδριάσεις.
Σημαντική μείωση των αποδόσεων καταγράφεται στην ομολογιακή αγορά των ΗΠΑ, με την απόδοση του 10ετούς ομολόγου να ανέρχεται στο 3,51% στις 12 Ιανουαρίου, ενώ το 2ετές υψηλότερα στο 4,21% . Στην Ευρωζώνη παρατηρούμε σημαντική μείωση στις αποδόσεις των ομολόγων, λόγω των δημοσιευμένων στοιχείων για τον πληθωρισμό, καθώς και των δηλώσεων για καλύτερη πορεία της γερμανικής οικονομίας.
Χαρακτηριστικά, η απόδοση του 10ετούς γερμανικού ομολόγου ανήλθε στο 2,15%, στις 12 Ιανουαρίου, συμπαρασύροντας τις χώρες της Ευρωζώνης. Τέλος, η διαφορά απόδοσης μεταξύ του 10ετούς ομολόγου της Ελλάδας και του 10ετούς ομολόγου της Γερμανίας (spread) παραμένει υψηλή στις 191 μονάδες βάσης (μ.β.), του 10ετούς πορτογαλικού ομολόγου στις 89 μ.β., ενώ του 10ετούς ιταλικού ομολόγου στις 181 μ.β.
Διαβάστε επίσης
Ευάγγελος Παπαευαγγέλου: Οι χρυσοί τζίροι στα ακριβά ακίνητα και η νέα εταιρεία (pics)