Η καταναλωτική και επενδυτική δαπάνη είναι σε μεγάλο βαθμό συνάρτηση της εξέλιξης του πλούτου των νοικοκυριών, ο οποίος διακρίνεται σε χρηματοοικονομικό, δηλαδή ρευστά διαθέσιμα και κινητές αξίες (ομόλογα, μετοχές κ.λπ.), σε μη-χρηματοοικονομικό, που προσεγγίζεται κατά κύριο λόγο με τις αξίες των ακινήτων και τέλος, σε ανθρώπινο κεφάλαιο, που προσδιορίζεται ως η παρούσα αξία των προσδοκώμενων αποδοχών, σε όλη τη διάρκεια του κύκλου ζωής του ατόμου.
Με το θέμα καταπιάνεται η εβδομαδιαία οικονομική επισκόπηση της Alpha Bank. Σε αυτή σημειώνεται ότι η αύξηση των τιμών των ομολόγων και των μετοχικών τίτλων εντός του 2019, σε συνδυασμό με τις αυξημένες καταθετικές ροές και το μειούμενο ιδιωτικό χρέος ενίσχυσε το τελευταίο χρονικό διάστημα τον καθαρό χρηματοοικονομικό πλούτο των νοικοκυριών, ενώ η σημαντική άνοδος των τιμών των ακινήτων επέδρασε θετικά στην αξία του μη-χρηματοοικονομικού τους πλούτου.
Συγκεκριμένα, σύμφωνα με πρόσφατη μελέτη της Credit Suisse (The Global Wealth Report 2019), από τα μέσα του 2018 έως τα μέσα του 2019, ο πλούτος ανά ενήλικα στην Ελλάδα αυξήθηκε κατά 2,7%, σε ετήσια βάση, ενώ αντίστοιχα ο μη-χρηματοοικονομικός πλούτος αυξήθηκε κατά 1,6%. Το ανθρώπινο κεφάλαιο (lifetime human wealth) είναι δύσκολο να εκτιμηθεί αλλά είναι βέβαιο ότι ενισχύεται καθώς βελτιώνονται οι προοπτικές για την αναπτυξιακή δυναμική της χώρας και κατά συνέπεια για το μελλοντικό μέσο εισόδημα, ενώ παράλληλα, παρατηρείται μια ισχυρή δυναμική δημιουργίας νέων θέσεων εργασίας.
Σε έρευνα της Credit Suisse φαίνεται ότι ο πλούτος ανά ενήλικα ακολούθησε έντονα ανοδική πορεία μέχρι το 2007, ενώ παράλληλα, οι ετήσιοι ρυθμοί της πιστωτικής επέκτασης των νοικοκυριών ήσαν ιδιαίτερα υψηλοί, με σκοπό κυρίως τις επενδύσεις σε κατοικίες και το ποσοστό της ετήσιας αποταμίευσής τους διατηρούνταν υψηλό. Η οικονομική κρίση εξασθένησε τον πλούτο των ελληνικών νοικοκυριών από το 2008 και έπειτα, ενώ μέχρι σήμερα δεν έχουν ανακτηθεί οι απώλειες που καταγράφηκαν.
Συγκεκριμένα, το διάστημα 2007-2012, ο πλούτος ανά ενήλικα μειώθηκε σχεδόν κατά το ήμισυ (-48,4%), γεγονός που μπορεί να αποδοθεί στην πτώση των τιμών των χρεογράφων, κυρίως μετοχών και ομολόγων και στο συνδυαστικό αποτέλεσμα της υποχώρησης των τιμών των ακινήτων, αλλά και του περιορισμού της ιδιωτικής οικοδομικής δραστηριότητας. Παράλληλα, πτώση σημείωσαν οι καταθέσεις των νοικοκυριών, η οποία μάλιστα ήταν ραγδαία την τριετία 2010-2012, ενώ από το 2010 ο ετήσιος ρυθμός μεταβολής των δανείων προς τα νοικοκυριά εισήλθε σε αρνητικό έδαφος. Το 2013, ο πλούτος ανά ενήλικο άτομο στην Ελλάδα ανέκαμψε, ωστόσο προσωρινά, καθώς την επόμενη διετία, ο πλούτος μειώθηκε εκ νέου κατά 22%, με τις καταθέσεις και τις τιμές των ακινήτων να υποχωρούν περαιτέρω.
Το 2019, η ανάκαμψη του συνολικού καθαρού πλούτου μπορεί να αποδοθεί στους εξής παράγοντες:
• Την ανάκαμψη της αγοράς ακινήτων, όπως αυτή αποτυπώνεται στην άνοδο των τιμών των οικιστικών ακινήτων κατά 6,3%, σε ετήσια βάση, στο πρώτο εξάμηνο του 2019,
• την αύξηση των τιμών των ομολόγων του Ελληνικού Δημοσίου,
• την αύξηση του Γενικού Δείκτη του Χρηματιστηρίου, από τις αρχές του έτους μέχρι σήμερα, κατά 41,9%,
• την ενίσχυση των καταθέσεων των νοικοκυριών κατά €4,2 δισ., το πρώτο εννεάμηνο του 2019,
• την περαιτέρω μείωση του ιδιωτικού χρέους.
Εξετάζοντας τις σωρευτικές μεταβολές σε χρονικά διαστήματα, δηλαδή 2000-2010 και 2010-2019, διαπιστώνεται, όπως ήδη αναφέρθηκε ανωτέρω, ότι ο πλούτος ενός ενήλικου Έλληνα σχεδόν διπλασιάστηκε τη δεκαετία 2000-2010 (+91%), το 30% του οποίου απωλέσθηκε στη συνέχεια, δηλαδή μεταξύ των ετών 2010 και 2019. Στις υπόλοιπες χώρες του Ευρωπαϊκού Νότου η σωρευτική μεταβολή του πλούτου ανά ενήλικα τη δεκαετία 2000-2010, ήταν μεγαλύτερη σε σύγκριση με την Ελλάδα, καθώς στην Κύπρο ήταν ίση με 165%, στην Ιταλία με 98% και στην Πορτογαλία με 114%.
Παρά το γεγονός ότι οι εν λόγω χώρες, όπως και η Ελλάδα, ακολούθησαν προγράμματα οικονομικής προσαρμογής, εντός της τελευταίας δεκαετίας, η εικόνα που παρουσιάζουν στο διάστημα 2010-2019 είναι διαφορετική, καθώς η μείωση του καθαρού πλούτου ανά ενήλικο άτομο ήταν σχετικά περιορισμένη στην Κύπρο (-6%) και την Ιταλία (-1%), ενώ στην Πορτογαλία σημειώθηκε αύξηση ύψους 16%. Ωστόσο, αξίζει να σημειωθεί ότι τα προγράμματα προσαρμογής σε αυτές τις χώρες, ολοκληρώθηκαν νωρίτερα σε σχέση με την Ελλάδα.
Σε παγκόσμιο επίπεδο, φαίνεται ότι η τάση είναι σταθερά αυξητική, καθώς ο πλούτος ανά ενήλικα αυξήθηκε και τα δύο υπό εξέταση χρονικά διαστήματα. Σε χώρες υψηλού εισοδήματος της Ασίας και του Ειρηνικού Ωκεανού (π.χ. Αυστραλία, Ιαπωνία κ.λπ., εκτός Κίνας και Ινδίας) και στην Ευρώπη η αύξηση που έχει καταγραφεί είναι μεγαλύτερη μεταξύ 2000 και 2010, ενώ αντίθετα, στη Βόρεια Αμερική, ο πλούτος ανά ενήλικα έχει αυξηθεί αναλογικά περισσότερο από το 2010 μέχρι σήμερα.
Σύμφωνα με την έρευνα, τα τελευταία χρόνια, η αύξηση του συνολικού πλούτου προήλθε κυρίως από την αύξηση της αξίας των μη-χρηματοοικονομικών περιουσιακών στοιχείων. Η εξέλιξη αυτή ενδεχομένως συνδέεται με την επίπτωση της πολιτικής αρνητικών επιτοκίων, η οποία αφενός πιέζει σε χαμηλότερο επίπεδο το επιτόκιο των στεγαστικών δανείων σε πολλές χώρες, αφετέρου δημιουργεί κίνητρα για εναλλακτική τοποθέτηση του πλούτου σε περιουσιακά στοιχεία με ελκυστικότερες αποδόσεις, με αποτέλεσμα να ενισχύεται η ζήτηση για κατοικίες.
Για τους Ελληνες ο χρηματοοικονομικός πλούτος εξακολουθεί να έχει τη μεγαλύτερη βαρύτητα, καθώς αποτελεί το 69,2% του μικτού πλούτου, δηλαδή του αθροίσματος χρηματοοικονομικού και μη-χρηματοοικονομικού πλούτου, ποσοστό που είναι το δεύτερο υψηλότερο μεταξύ των επιλεγμένων χωρών, μετά το αντίστοιχο της Ισπανίας.
Η σύνθεση του πλούτου σε παγκόσμιο επίπεδο παρουσιάζει αντίθετη εικόνα, καθώς όπως αναφέρει η έρευνα της Credit Suisse, στα μέσα του 2019 το 55% του παγκόσμιου πλούτου αντιστοιχούσε στην αξία των χρηματοοικονομικών στοιχείων που κατέχουν τα νοικοκυριά. Τέλος, το ιδιωτικό χρέος ανά ενήλικο άτομο διαμορφώθηκε σε $13,3 χιλ. το 2019, από $21 χιλ. το 2008, γεγονός που μπορεί να αποδοθεί στον περιορισμό της χρηματοδότησης του ιδιωτικού τομέα από το τραπεζικό σύστημα, κατά τη διάρκεια της οικονομικής κρίσης στη χώρα.