Μετά από 5 μήνες εντυπωσιακής ανάκαμψης, τον περασμένο Δεκέμβριο η καταναλωτική εμπιστοσύνη στη χώρα μας όχι απλώς σημείωσε νέο ιστορικό υψηλό αλλά για πρώτη φορά την τελευταία 11ετία ξεπέρασε τον μέσο όρο τόσο της ευρωζώνης όσο και ολόκληρης της Ευρωπαϊκής Ένωσης, όπως προκύπτει από την τελευταία έρευνα οικονομικής συγκυρίας του Ιδρύματος Οικονομικών και Βιομηχανικών Ερευνών (ΙΟΒΕ). Η εξέλιξη αυτή αναδεικνύει τη σημαντική βελτίωση στα οικονομικά αλλά και στην ψυχολογία των ελληνικών νοικοκυριών μετά τις πρόσφατες εκλογές και τον σχηματισμό αυτοδύναμης κυβέρνησης από τη Νέα Δημοκρατία.
Σύμφωνα με το ΙΟΒΕ, ο δείκτης καταναλωτικής εμπιστοσύνης διαμορφώθηκε τον Δεκέμβριο του 2019 στις -6,2 μονάδες, έναντι μέσο όρου -8,1 μονάδων στην ευρωζώνη και -7 μονάδων στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Έτσι, οι Έλληνες βρίσκονται πλέον εκτός της πρώτης δεκάδας των πιο απαισιόδοξων Ευρωπαίων, καταλαμβάνοντας τη 12η θέση (δύο θέσεις χαμηλότερα σε σχέση με τον Νοέμβριο), ενώ ένα χρόνο νωρίτερα κατατάσσονταν πρώτοι.
Η αλματώδης βελτίωση του δείκτη καταναλωτικής εμπιστοσύνης ξεκίνησε τον περασμένο Ιούλιο, με φόντο το αποτέλεσμα της εθνικής κάλπης. Ο δείκτης ανέβηκε στις -20,2 μονάδες από -27,8 τον Ιούνιο. Η ανοδική πορεία συνεχίστηκε με ακόμα μεγαλύτερη ένταση τους επόμενους μήνες: -8,2 μονάδες τον Αύγουστο, -6,8 τον Σεπτέμβριο, -8,4 τον Οκτώβριο και ξανά -6,8 τον Νοέμβριο, για να φθάσουμε στις -6,2 μονάδες τον τελευταίο μήνα του 2019. Η επίδοση αυτή συνοδεύτηκε από ανάκαμψη του Δείκτη Οικονομικού Κλίματος στις 109,5 μονάδες (από 107 τον Νοέμβριο), με αποτέλεσμα να βρεθεί τον τελευταίο μήνα της περυσινής χρονιάς στο υψηλότερο επίπεδο από τον Νοέμβριο του 2007.
«Από τον Σεπτέμβριο η καταναλωτική εμπιστοσύνη κυμαίνεται σταθερά σε μέγιστα επίπεδα των τελευταίων 19 ετών. Ενισχυτικά στις προσδοκίες των πολιτών μάλλον επενέργησε η συζητούμενη στον δημόσιο διάλογο πραγματοποίηση περαιτέρω φοροελαφρύνσεων φέτος και ο περιορισμός φόρων που δεν περιλαμβανόταν στον Προϋπολογισμό του 2020, όπως η νέα μείωση του ΕΝΦΙΑ και η μείωση της ειδικής εισφοράς αλληλεγγύης, που θα ενισχύσουν τα εισοδήματά τους», σχολιάζουν οι αναλυτές του ΙΟΒΕ. Επισημαίνουν ακόμα ότι «μια σειρά από δείκτες της ελληνικής οικονομίας εξακολουθούν να κινούνται ανοδικά, παρά την επιδείνωση του εξωτερικού περιβάλλοντος και τα σημεία έντασης στη γεωγραφική περιοχή μας».
Το ποσοστό των νοικοκυριών που εκτίμησαν ότι υπήρξε ελαφρά ή αισθητή επιδείνωση της οικονομικής τους κατάστασης περιορίστηκε σημαντικά τον περασμένο Δεκέμβριο, υποχωρώντας στο 23% από 28% τον προηγούμενο μήνα. Παράλληλα, μικρή βελτίωση θεωρεί πως επήλθε το 11%, έναντι 9% τον Νοέμβριο.
Το ποσοστό των καταναλωτών που δηλώνει ότι «μόλις τα βγάζει πέρα» μειώθηκε τον τελευταίο μήνα του 2019 στο 60% (από 62% τον Νοέμβριο), ενώ παράλληλα υποχώρησε ελαφρά στο 11% (από 12%) το ποσοστό όσων αναφέρουν ότι αντλούν από τις αποταμιεύσεις τους. Σταθερά κοντά στο 9%-10% παραμένουν όσοι δηλώνουν ότι «έχουν χρεωθεί».
Η αναλογία των νοικοκυριών που προβλέπουν σταθερότητα για την οικονομική κατάσταση της χώρας παρουσίασε σημαντική αύξηση τον Δεκέμβριο του 2019, φθάνοντας το 27%, από 23% τον Νοέμβριο. Οριακή αύξηση από το 17% στο 18% κατεγράφη στην αναλογία των καταναλωτών που προβλέπουν ελαφρά ή αισθητή επιδείνωση της οικονομικής κατάστασης της χώρας.
Παράλληλα, τον Δεκέμβριο κατεγράφη το δεύτερο υψηλότερο ποσοστό αποταμίευσης τον τελευταίο ένα χρόνο. Το 19% των καταναλωτών δήλωσαν ότι αποταμιεύουν λίγο ή πολύ, έναντι 16% τον προηγούμενο μήνα και 14% τον Δεκέμβριο του 2018. Η αμέσως καλύτερη επίδοση είχε σημειωθεί τον Οκτώβριο του 2019 και ήταν το 22%. Παρόλα αυτά, η αποταμίευση παραμένει άπιαστο όνειρο για το 77% των πολιτών, το οποίο θεωρεί απίθανο να αποταμιεύσει το επόμενο 12μηνο. Το αντίστοιχο ποσοστό τον Νοέμβριο ήταν 79%. Αρκετά ή πολύ πιθανή θεωρεί την αποταμίευση τους προσεχείς 12 μήνες το 22% των ερωτηθέντων τον Δεκέμβριο, έναντι 19% τον προηγούμενο μήνα.
Σύμφωνα με την έρευνα, που πραγματοποιήθηκε σε αντιπροσωπευτικό δείγμα 1.500 καταναλωτών, βελτίωση υπήρξε τον τελευταίο μήνα του 2019 στην πρόθεση των καταναλωτών για περισσότερες μείζονες αγορές (επίπλων, ηλεκτρικών συσκευών κ.λπ.). Το 12% των νοικοκυριών (έναντι 8% τον Νοέμβριο) προβλέπει ότι θα κάνει λίγο περισσότερες τέτοιες αγορές, ενώ σχεδόν αμετάβλητες προβλέπει ότι θα παραμείνουν οι μείζονες αγορές του το 49% (από 50% τον προηγούμενο μήνα). Εκείνοι που δηλώνουν ότι θα προβούν σε λίγο λιγότερες ή πολύ λιγότερες μείζονες αγορές περιορίστηκαν στο 37% του συνόλου από 40% τον Νοέμβριο.
Οριακή μείωση κατεγράφη τον Δεκέμβριο στο ποσοστό των νοικοκυριών που περιμένουν ελαφρά ή αισθητή επιδείνωση της οικονομικής τους κατάστασης τους προσεχείς 12 μήνες: από 19% τον Νοέμβριο υποχώρησε στο 18%. Ωστόσο, το ποσοστό των καταναλωτών που προβλέπουν μικρή βελτίωση της οικονομικής κατάστασης του νοικοκυριού τους περιορίστηκε στο 22% τον Δεκέμβριο από 26% ένα μήνα νωρίτερα.
Η έρευνα καταγράφει επίσης τον Δεκέμβριο μία θετική και μία αρνητική τάση:
– Aφενός, εκφράζεται ελαφρώς μεγαλύτερη αισιοδοξία για μείωση του πληθωρισμού τους προσεχείς 12 μήνες. Οι καταναλωτές που περιμένουν άνοδο τιμών με τον ίδιο ή ταχύτερο ρυθμό περιορίστηκαν στο 20% από 22% τον Νοέμβριο, ενώ το 43% (από 44% τον προηγούμενο μήνα) αναμένει σταθερότητα.
– Αφετέρου, καταγράφεται άλμα του ποσοστού πολιτών που προβλέπουν μικρή ή αισθητή άνοδο της ανεργίας το επόμενο 12μηνο στο 26% από 19% τον Νοέμβριο. Η αναλογία των νοικοκυριών που προβλέπουν ελαφρά μείωσή της παρέμεινε ουσιαστικά σταθερή στο 40% (από 41% τον Νοέμβριο).
Οι απαισιόδοξοι και τα θετικά πρόσημα
Τον Δεκέμβριο στην κορυφή της πεντάδας των πλέον απαισιόδοξων Ευρωπαίων συνέχισαν να βρίσκονται οι Βούλγαροι, με -21,7 μονάδες (από -22,7 μονάδες τον Νοέμβριο). Την 5η θέση κατέλαβαν οι Βέλγοι (-11,1 μονάδες από -12). Οι μέσοι ευρωπαϊκοί δείκτες διαμορφώθηκαν στις -7 μονάδες (από -6,7) για την Ευρωπαϊκή Ένωση και στις -8,1 μονάδες (από -7,2) για την ευρωζώνη.
Ανοδική τάση σημειώθηκε τον τελευταίο μήνα του 2019 σε 19 χώρες, ενώ θετικό πρόσημο διατηρούν πλέον 4 χώρες: Λιθουανία, Μάλτα, Δανία και Πολωνία. Όπως διευκρινίζει το ΙΟΒΕ, η αλλαγή της σύνθεσης του δείκτη είχε ως αποτέλεσμα ορισμένες χώρες που είχαν σταθερά θετικό πρόσημο τα τελευταία χρόνια, όπως η Σουηδία, να έχουν πλέον αρνητικό πρόσημο και το αντίστροφο.