© Απαγορεύεται από το δίκαιο της Πνευμ. Ιδιοκτησίας η καθ΄οιονδήποτε τρόπο παράνομη χρήση/ιδιοποίηση του παρόντος, με βαρύτατες αστικές και ποινικές κυρώσεις για τον παραβάτη
Θετική ανταπόκριση από την κυβέρνηση βρίσκουν, καταρχήν, οι προτάσεις του επιχειρηματικού κόσμου για φορολογικά κίνητρα και ταχύτερες αποσβέσεις, ειδικά σε επιχειρήσεις που φέρνουν νέες επενδύσεις με έμφαση στην τεχνολογία, προχωρούν σε προσλήψεις και δίνουν αυξήσεις σε υπαλλήλους που αποκτούν δεξιότητες, τις οποίες ζητάει η αγορά και έχει ανάγκη η χώρα. Ο διάλογος κυβέρνησης – αγοράς άνοιξε στις 13 Νοεμβρίου, με τις προτάσεις που παρουσίασε η Ελληνική Ενωση Επιχειρηματιών (ΕΕΝΕ), στο πλαίσιο της 8ης Οικονομικής Διάσκεψης για την επαναβιομηχάνιση της χώρας.
Ο υπουργός Εθνικής Οικονομίας και Οικονομικών Κωστής Χατζηδάκης χαιρέτισε την πρωτοβουλία και δήλωσε ότι οι προτάσεις θα εξεταστούν, ενώ ο υπουργός Ανάπτυξης Τάκης Θεοδωρικάκος δεσμεύτηκε να τις υποστηρίξει λέγοντας «είμαστε στην ίδια πλευρά του λόφου». Στο οικονομικό επιτελείο αξιολογούν ήδη τα περιθώρια, σε συνεννόηση με την Ευρωπαϊκή Επιτροπή, προκειμένου να τις προτεραιοποιήσουν.
Καλή αρχή έγινε ήδη, ειδικά για τη φορολογική απόσβεση νέων επενδύσεων, που οι επιχειρήσεις ζητούν να επιταχυνθεί. Το θέμα των αποσβέσεων συζητήθηκε και σε σύσκεψη στο Μέγαρο Μαξίμου για τον αναπτυξιακό νόμο την Τρίτη 19 Νοεμβρίου. Σύμφωνα με πληροφορίες του «business stories», ο πρωθυπουργός ζήτησε από τους συναρμόδιους υπουργούς να προχωρήσουν στη διαπραγμάτευση με την Κομισιόν, προκειμένου φορολογικές αποσβέσεις που χορηγούνται ως κίνητρο για νέες επενδύσεις να μη λογίζονται ως κρατική δαπάνη.
Τι σημαίνει αυτό;
Αν εξαιρεθούν τελικά οι φορολογικές αποσβέσεις από τις κρατικές δαπάνες (όπως σήμερα τις θεωρεί το ευρωπαϊκό λογιστικό σύστημα), θα εξαιρούνται και από τον νέο δημοσιονομικό κόφτη κρατικών δαπανών που για πρώτη φορά επιβάλλεται από φέτος στα κράτη της Ε.Ε.
Δεδομένο είναι ότι ο κρατικός προϋπολογισμός του 2025 μόλις κατατέθηκε στη Βουλή και δεν μπορεί να αλλάξει, καθώς η Κομισιόν έχει ήδη επικυρώσει ότι ευθυγραμμίζεται με τους κανόνες του νέου δημοσιονομικού πλαισίου.
Εξαντλώντας το ανώτατο όριο καθαρών κρατικών δαπανών, το 2025 αυτές θα φτάσουν στα 103 δισ. ευρώ στη χώρα μας. Στο πλαφόν όμως προσμετρώνται και οι φορολογικές δαπάνες, δηλαδή οι φοροελαφρύνσεις. Πέραν του ορίου αυτού, οι νέοι κανόνες δεν επιτρέπουν καμία επιπρόσθετη δαπάνη, ούτε άλλη φοροαπαλλαγή. Κατά συνέπεια, όποια πρόταση για νέα κίνητρα συζητείται, πρέπει να τεθεί προς αποτίμηση και διαβούλευση σε επόμενους προϋπολογισμούς, από το 2026 και μετά.
Αυτό αλλάζει όμως αν η Κομισιόν δεχτεί να εξαιρεθούν οι αποσβέσεις. Το επιχείρημα της Αθήνας είναι απλό: οι φορολογικές αποσβέσεις δεν προκαλούν πραγματικό κόστος στο Δημόσιο, αν αποτελούν κίνητρο για νέες επενδύσεις. Δεν φοροαπαλλάσσεται δηλαδή μια οικονομική δραστηριότητα που ήδη υπάρχει, άρα δεν χάνει το Δημόσιο έσοδα που ήδη τα είχε ή τα προϋπολόγιζε. Ισως θα έχανε αν αφορούσε υφιστάμενες δραστηριότητες και κέρδη που ήδη τα φορολογούσε. Το κίνητρο όμως αφορά δημιουργία νέας δραστηριότητας στο μέλλον. Αν δεν υπάρξει κίνητρο, ούτε επένδυση, δεν θα υπάρξουν και κέρδη από αυτήν ώστε να εισπράξει φόρους το Δημόσιο. Αρα δεν προκαλεί απώλεια και δαπάνη στο κράτος μια φοροαπαλλαγή σε κέρδη που θα υπάρξουν. Ανώτατο στέλεχος της κυβέρνησης εξηγούσε ότι «αν η Ε.Ε. δει έτσι τα πράγματα», δεν θα συνυπολογίζονται στις κρατικές δαπάνες οι αποσβέσεις για επενδύσεις. Χαλαρώνει έτσι ο κόφτης και απελευθερώνεται δημοσιονομικός χώρος να δοθούν τέτοιες φοροαπαλλαγές, χωρίς να θίγονται οι στόχοι του Προϋπολογισμού – ακόμα και του 2025 που έχει ήδη κλειδώσει.
Ποια μέτρα προκρίνονται
Το σημαντικότερο είναι ότι ο διάλογος κυβέρνησης – αγοράς μόλις ξεκίνησε. Και πρώτη φορά ύστερα από δεκαετίες αποβιομηχάνισης, μνημονίων και διαδοχικών κρίσεων στο επίκεντρο έρχεται η συζήτηση για βιομηχανική φορολογική πολιτική στην Ελλάδα. Την ώρα μάλιστα που η Ευρώπη μιλά για ανάγκη στρατηγικής αυτονομίας, ειδικά μετά την πανδημία, ενώ Κίνα και ΗΠΑ ανασχεδιάζουν τη δική τους φορολογική πολιτική για τις βιομηχανίες τους. Η μελέτη του ΙΟΒΕ αποδεικνύει ότι με τα μέτρα αυτά μπορεί η Ελλάδα να αποκτήσει βιομηχανία με έμφαση στην τεχνολογία, αλλά και ανθρώπινο δυναμικό με ψηφιακές δεξιότητες στις οποίες πάσχει.
Οι 4 αλλαγές
Οι 4 αλλαγές που προτείνει ο επιχειρηματικός κόσμος και αποτιμά η κυβέρνηση είναι:
1/ Συντομότερη απόσβεση παγίων μηχανολογικού εξοπλισμού: σήμερα η απόσβεση στην Ελλάδα απαιτεί μία δεκαετία να ολοκληρωθεί. Η επιχείρηση περιμένει 10 χρόνια για να έχει τη φορολογική ωφέλεια της επένδυσής της. Οι τεχνολογίες όμως αλλάζουν κάθε 3-4 χρόνια και οι συνθήκες απαιτούν να δαπανά συνεχώς νέα κεφάλαια, χωρίς να έχει αποσβέσει τα προηγούμενα, ενώ θα χρειαστεί και άλλη μία δεκαετία για τα επόμενα!
2/ Πλήρης απαλλαγή από φόρους και εισφορές για εργοδότες και εργαζομένους στις αυξήσεις μισθών που θα δίνουν επιχειρήσεις σε υπαλλήλους, εφόσον αυτοί πιστοποιημένα επιμορφώνονται και αποκτούν ή αναβαθμίζουν δεξιότητες που έχει ανάγκη η αγορά. Ακούγεται τολμηρό, αλλά, όπως στις αποσβέσεις που αφορούν μελλοντικές επενδύσεις, το ΙΟΒΕ τεκμηριώνει ότι το Δημόσιο δεν χάνει από τη φοροαπαλλαγή γιατί δεν αφορά υφιστάμενα, αλλά μελλοντικά εισοδήματα (αυξήσεις) που δεν θα προκύψουν αν πρώτα ο εργαζόμενος δεν εκπαιδευτεί ώστε να αποκτήσει σύγχρονες και ψηφιακές δεξιότητες.
3/ Χαμηλός φόρος 10% (αντί 22%) αν η επιχείρηση αυξάνει πολύ τα κέρδη της. Το 10% αφορά το μέρος των κερδών που υπερβαίνει τον μέσο όρο περασμένων ετών (π.χ. τριετίας) αλλά και την ονομαστική αύξηση του ΑΕΠ. Θα ενισχύσει ταχέως αναπτυσσόμενες ελληνικές εταιρείες να επανεπενδύουν συνεχώς περισσότερα κέρδη τους, αλλά θα προσελκύσει εταιρείες και κεφάλαια από το εξωτερικό σε κλάδους όπου η Ελλάδα μπορεί να πρωταγωνιστήσει.
4/ Σταδιακή μείωση της προκαταβολής φόρου 80% στις εταιρείες σε βάθος χρόνων. Η προκαταβολή θεωρείται «προληπτική» φορολόγηση και επιβάλλεται αυτόματα προκαλώντας αιφνίδιο φορολογικό βάρος για κάθε επιπλέον ευρώ κέρδους (39,6% αντί 22%)! Δεν εφαρμόζεται σχεδόν πουθενά στον κόσμο, αφού και στις ΗΠΑ όπου επιβάλλεται η ίδια η επιχείρηση προϋπολογίζει τα κέρδη της επόμενης χρονιάς στα οποία θα φορολογηθεί. Στο Γενικό Λογιστήριο του Κράτους εκτιμούν όμως ότι κάθε 10 μονάδες μείωσης (από 80% σε 70%) στοιχίζουν 200-250 εκατ. ετησίως. Η μελέτη του ΙΟΒΕ, αντιθέτως, υπολογίζει ότι το όποιο κόστος υπερκαλύπτεται από τα οφέλη των φοροελαφρύνσεων, που όλα μαζί μπορεί να φτάνουν στα 16 δισ. ευρώ σε βάθος δεκαετίας. Οι εκπρόσωποι της αγοράς επιμένουν, πάντως, να γίνει μια αρχή, «έστω και με 2 μονάδες μείωση τον χρόνο».
Διαβάστε ακόμη
Τι αλλάζει στα ενοίκια με το «Ψηφιακό Τέλος Συναλλαγής»
Ρεύμα: Αυξήσεις από 7% έως 63% στην τιμή ηλεκτρικής ενέργειας τον Δεκέμβριο
Pudong Shipping Week: Ελλάδα και Κίνα ελέγχουν το 50% των θαλάσσιων μεταφορών (pics)
Για όλες τις υπόλοιπες ειδήσεις της επικαιρότητας μπορείτε να επισκεφτείτε το Πρώτο Θέμα