Από την εποχή του PSI το 2012 – όταν έγινε η αναδιάρθρωση χρέους προς τον ιδιωτικό τομέα, ή αυτό που οι ξένοι αποκαλούν χωρίς περιστροφές «ελληνική χρεοκοπία» – η Ελληνική Δημοκρατία βγήκε στις αγορές με ομολογιακές εκδόσεις εννιά φορές: Δύο φορές πριν από το 2015 και επτά φορές μετά την υπογραφή του τελευταίου μνημονίου και ύστερα από την έξοδο από αυτό.
Η σημερινή έβδομη έξοδος ήταν η πρώτη του 2020 και η πλέον πετυχημένη από πλευράς ποσοτικών και ποιοτικών χαρακτηριστικών από τότε που οι Έλληνες άρχισαν να εξοικειώνονται με τη λέξη «σπρεντ»…
Τα βασικά
Η Ελληνική Δημοκρατία άντλησε κεφάλαια 2,5 δισ. ευρώ από προσφορές 18,8 δισ. ευρώ με επιτόκιο που θα διαμορφωθεί κάτω από το 1,9%.
Με την δημοπρασία των 15ετών ομολόγων εγκαινιάζεται επιτυχώς το δανειακό πρόγραμμα του Οργανισμού Διαχείρισης Δημοσίου Χρέους για το 2020. Ο ΟΔΔΗΧ έχει ανακοινώσει ότι σκοπεύει να δανειστεί από τις αγορές φέτος από 4 έως 8 δισ. ευρώ.
Ο σχεδιασμός που έχει εκπονηθεί στηρίζεται σε δύο βασικά σενάρια:
Το πρώτο συνδέεται με τη μείωση του αποθέματος των Εντόκων Γραμματίων των 12,6 δισ. ευρώ, και την μερική αντικατάσταση τους με πιο μακροπρόθεσμους τίτλους του Ελληνικού Δημοσίου. Το δεύτερο σενάριο λαμβάνει υπόψη πιθανές πρόωρες αποπληρωμές του χρέους του Δημόσιου κυρίως προς το ΔΝΤ.
Ο σημερινός δανεισμός δηλαδή θεωρητικά καλύπτει από μόνος του το στόχο του πρώτου σεναρίου κατά 60% και του δεύτερου σεναρίου κατά το ένα τρίτο.
Τα πρώτα συμπεράσματα
– Το νέο 15ετές ομόλογο λήγει το 2035: Για πρώτη φορά η χώρα δανείστηκε για χρονικό ορίζοντα που ξεπερνά το 2032. Ως τότε η βιωσιμότητα του χρέους είναι εξασφαλισμένη από τους Θεσμούς (καθώς οι ακαθάριστες δανειακές ανάγκες της Ελληνικής Δημοκρατίας θα παραμείνουν κάτω από 20% του ΑΕΠ), οι οποίοι τότε θα επανεξετάσουν τη βιωσιμότητα του χρέους.
Για πρώτη φορά δηλαδή οι επενδυτές αναλαμβάνουν πραγματικό ρίσκο σε ελληνικούς τίτλους χρέους (που κουρεύτηκαν λιγότερο από δέκα χρόνια πριν) στοιχηματίζοντας ότι η βιωσιμότητα θα είναι… μια χαρά και μετά το 2032.
– Το ενδιαφέρον των επενδυτών έσπασε ρεκόρ – το ποσό που συγκεντρώθηκε από προσφορές ήταν το υψηλότερο σε αυτές τις τελευταίες εκδόσεις – 7 φορές μεγαλύτερο από το ποσό που τελικά άντλησε το δημόσιο.
– Σύμφωνο με τα πιο πάνω, η τιμολόγηση του ομολόγου ήταν συμφέρουσα για το ελληνικό δημόσιο. Το mid swap + 165 μονάδες βάσης διαμορφώνει επιτόκιο 1,87% για την δεκαπενταετία, επίπεδο ρεκόρ. Χαρακτηριστικά, το προηγούμενο 15-ετές ομόλογο που είχε εκδώσει η κυβέρνηση Παπανδρέου είχε επιτόκιο υψηλότερο του 5%.
Τι σηματοδοτεί η έκδοση
Οι θεσμικοί επενδυτές είχαν μείνει για πολλά χρόνια μακρυά από τις ελληνικές εκδόσεις, με βασική αιτιολογία την πολιτική αβεβαιότητα. Κάποιοι μάλιστα είχαν καεί, καθώς ομόλογα που είχαν αγοράσει με προοπτική ανόδου, έχασαν την αξία τους στον επόμενο πολιτικό κλυδωνισμό και μάλιστα για καιρό – πριν τελικά ανακάμψουν.
Τώρα όμως οι επενδυτές επιστρέφουν με μεγαλύτερη αυτοπεποίθηση.
Η μεγάλη συμμετοχή στην τελευταία έκδοση είναι ένδειξη ότι η πρώτη περίοδος της δοκιμασίας Μητσοτάκη από τις διεθνείς αγορές έχει ολοκληρωθεί με επιτυχία: οι επενδυτές έχουν πειστεί από τα πρώτα δείγματα για τη μεταρρυθμιστική αποφασιστικότητα της κυβέρνησης, τόσο ώστε να βάλουν στην άκρη τις απογοητεύσεις του παρελθόντος.
Ωστόσο υπάρχει και κάτι ακόμα.
Σε συνδυασμό με την ενθουσιώδη αναβάθμιση από τη Fitch, η συμμετοχή των διεθνών θεσμικών στη τελευταία έκδοση επιβεβαιώνει ότι πλέον μια κρίσιμη μάζα προεξοφλεί ότι το αξιόχρεο της Ελληνικής Δημοκρατίας θα ανέλθει σε “επενδυτική βαθμίδα” μέσα στον επόμενο χρόνο.
Η προσδοκία αναβάθμισης της Ελλάδας σε επενδυτική βαθμίδα, και η προεξόφληση ουσιαστικών μεταρρυθμίσειων έχει τη σημασία της γιατί η Ελλάδα αποκτά “θετικό στόρι” και σε συνδυασμό με τις καλές αποδόσεις (σε ένα διεθνές τοπίο μηδενικών αποδόσεων) γίνεται απο τις πλέον ελκυστικές τοποθετήσεις στον πλανήτη, σε μια συγκυρία που παραδοσιακές ελκυστικοι προορισμοί όπως οι αναδυόμενες χώρες, δημιουργούν ανασφάλεια τελευταία και διώχνουν τους θεσμικούς.
Οι παραπάνω παράμετροι δημιουργούν ένα μομέντουμ που θα δούμε και στη συνέχεια, καθώς οι διεθνείς επενδυτές θα σπεύσουν να επωφεληθούν από τις αποδόσεις που δίνουν τα ελληνικά ομόλογα – είτε κρατικά είτε εταιρικά – καθώς θα έχουν τη βεβαιότητα ότι του χρόνου θα έχουν και τη στήριξη της ΕΚΤ που θα τα εντάξει αυτόματα στα προγράμματα ποσοτικής χαλάρωσης, μόλις εκπληρωθεί η προϋπόθεση της επενδυτικής βαθμίδας.
Όλα αυτά ανοίγουν το δρόμο – και την όρεξη – για νέες εκδόσεις τόσο από τον δημόσιο όσο και από τον ιδιωτικό τομέα. Ξεκινάει δηλαδή συντονισμένα ένα άνοιγμα της Ελληνικής οικονομίας στις διεθνείς αγορές κεφαλαίου που πλέον προσφέρουν φθηνότερα δανεικά για επενδύσεις. Εναπόκειται στην ελληνική οικονομία και πολιτική να αξιοποιήσει τη θετική συγκυρία με συνέπεια και διάρκεια.