Τις θέσεις του ΣΕΒ για τις συλλογικές συμβάσεις, την υποχρεωτική διαιτησία, τον κατώτατο μισθό και το φορολογικό αποσαφηνίζει ο γενικός διευθυντής του Συνδέσμου, ‘Ακης Σκέρτσος, σε συνέντευξη που παραχώρησε προς το ΑΠΕ – ΜΠΕ.
Ο κ. Σκέρτσος σημειώνει ότι δεν υπήρξε καμία υπαναχώρηση του Συνδέσμου σε ό,τι αφορά τις κλαδικές συμβάσεις και τις ομαδικές απολύσεις, επισημαίνει ότι «οι επιχειρήσεις πρέπει να έχουν το δικαίωμα να επιλέξουν ανάμεσα σε μια κλαδική ή μια επιχειρησιακή σύμβαση» ενώ ζητά επανεξέταση, μέσα από οργανωμένο διάλογο, του τρόπου με τον οποίο λειτουργεί η διαιτησία. Απορρίπτει τη θέση ότι ο ΣΕΒ συντάσσεται με το ΔΝΤ ενώ για το αφορολόγητο σημειώνει ότι το 53% του πληθυσμού δεν πληρώνει ούτε 1 ευρώ φόρο εισοδήματος, οπότε οι υπόλοιποι επιβαρύνονται υπέρμετρα και αναγκάζονται να καταφεύγουν είτε στην παραοικονομία είτε στην αλλαγή φορολογικής έδρας.
Ο γενικός διευθυντής του ΣΕΒ μιλά εξάλλου για βάσιμες ελπίδες ότι η οικονομία έχει μπει σε τροχιά ανάπτυξης ενώ χαρακτηρίζει την αποκατάσταση της αξιοπιστίας της χώρας ως κλειδί για την προσέλκυση σοβαρών επενδύσεων.
Η συνέντευξη στο ΑΠΕ – ΜΠΕ έχει ως εξής:
Ερ. Στο πλαίσιο του διαλόγου για τα εργασιακά, δημιουργήθηκε η εντύπωση ότι ο ΣΕΒ υπαναχώρησε από τις θέσεις του αναφορικά με την επεκτασιμότητα των κλαδικών συμβάσεων και τις ομαδικές απολύσεις. Τι συνέβη και ποιες είναι οι θέσεις του Συνδέσμου για τα θέματα αυτά;
Καμία υπαναχώρηση. Το πλαίσιο στο οποίο συμφώνησαν οι κοινωνικοί εταίροι ήταν γενικό ώστε δύσκολα να προκύπτει διαφωνία επί των κοινά αποδεκτών αρχών που έθετε. Ακριβώς γι’ αυτό το λόγο θεωρήσαμε σκόπιμο να παρουσιάσουμε αναλυτικά τις πάγιες και γνωστές θέσεις μας για τα ειδικότερα ζητήματα της διαπραγμάτευσης, ώστε να μην υπάρχουν παρερμηνείες αλλά και για να είμαστε πραγματικά συνεπείς και διαφανείς απέναντι στις αρχές που εκπροσωπούμε για μια σύγχρονη, ευέλικτη και ασφαλή αγορά εργασίας.
Το βασικό μήνυμα που θέλω να υπογραμμίσω είναι το πόσο ανεδαφικό είναι να επιδιώκουμε σήμερα εν έτει 2016 μια ολική επαναφορά στο προ του 2009 ρυθμιστικό πλαίσιο της αγοράς εργασίας, το οποίο κατά την προσφιλή ελληνική πρακτική ήταν υπερρυθμισμένο. Αν τα πάντα λειτουργούσαν τόσο καλά στην αγορά εργασίας μέχρι το ξέσπασμα της κρίσης γιατί είχαμε και τότε υψηλή ανεργία νέων και γυναικών, αδήλωτη εργασία και εισφοροδιαφυγή; Η «ζούγκλα» στην αγορά εργασίας δεν είναι πρόσφατο φαινόμενο και σίγουρα δεν αφορά τη λειτουργία των οργανωμένων επιχειρήσεων.
Γι’ αυτό και στεκόμαστε κριτικά απέναντι στην προσπάθεια επαναφοράς στρεβλώσεων στην αγορά εργασίας που θα χειροτερεύσουν περαιτέρω τις προοπτικές για την απασχόληση. Χρειαζόμαστε ένα πλαίσιο εργασιακών σχέσεων που να δίνει χωρίς αγκυλώσεις την δυνατότητα στις υγιείς επιχειρήσεις να είναι ανταγωνιστικές στις διεθνείς αγορές και στις πιο αδύναμες να μπορούν να διατηρούνται στη ζωή. Από την άλλη πλευρά, να πούμε ότι χωρίς εντατικοποίηση των προσπαθειών για την πραγματική απελευθέρωση των αγορών προϊόντων και υπηρεσιών, οι ρυθμίσεις στην αγορά εργασίας από μόνες τους δεν πρόκειται να φέρουν ουσιαστική καλυτέρευση και θα διατηρηθούν τα κοινωνικά αδιέξοδα, που προκαλεί η υψηλή ανεργία.
Ερ. Τι προτείνετε για την υποχρεωτική διαιτησία και τον κατώτατο μισθό;
Στα κράτη-μέλη της ΕυρωπαϊκήςΈνωσηςδεν υπάρχει ο θεσμός της μονομερούς προσφυγής στη διαιτησία. Αυτή η ελληνική πρωτοτυπία ακυρώνει στην ουσία τον κοινωνικό διάλογο και τις συλλογικές διαπραγματεύσεις καθώς ιστορικά έχει αποδειχθεί ότι στο πλαίσιο του συνδικαλιστικού ανταγωνισμού λειτουργεί σαν αντικίνητρο για την επίτευξη συμβιβασμών στο τραπέζι των διαπραγματεύσεων.
Προτείνουμε, λοιπόν, να επανεξετάσουμε τον τρόπο με τον οποίο λειτουργεί η διαδικασία της διαιτησίας μέσα από έναν οργανωμένο κοινωνικό διάλογο μεταξύ Πολιτείας, εργαζομένων και εργοδοτών. Όσον αφορά στον κατώτατο μισθό θεωρούμε πως οι επιχειρήσεις πρέπει να έχουν το δικαίωμα να επιλέξουν ανάμεσα σε μια κλαδική ή μια επιχειρησιακή σύμβαση. Αυτό το δικαίωμα θα πρέπει να τους το αναγνωρίσουμε. Είναι παράλογο να νομίζει κανείς ότι εάν δεν υπερισχύσουν οι κλαδικές συλλογικές συμβάσεις, τότε όλες οι επιχειρήσεις του κλάδου θα επιλέξουν τον εθνικό κατώτατο μισθό. Εταιρείες που πηγαίνουν καλά θα θέλουν να προσλάβουν ή/και να συγκρατήσουν το προσωπικό πληρώνοντας παραπάνω από το ελάχιστο. Αλλά εταιρείες που δεν πηγαίνουν καλά, θα πρέπει να μπορούν να επιβιώσουν. Αυτός είναι ο λόγος που θεωρούμε ότι πρέπει να υπερισχύουν οι επιχειρησιακές συμβάσεις όπου υπάρχουν, χωρίς να ακυρώνουμε τις κλαδικές.
Ερ. Σας κατηγορούν ότι συντάσσεστε με τις θέσεις του ΔΝΤ τόσο στα εργασιακά όσο και στο φορολογικό και ειδικότερα στο ζήτημα της μείωσης του αφορολόγητου ορίου. Τι απαντάτε;
Πρόκειται για σκόπιμη στοχοποίηση από αυτές που παγίως αγνοούν την ουσία των επιχειρημάτων και των σοβαρών προβλημάτων που καλούμαστε να αντιμετωπίσουμε ως οικονομία. Έχουμε ασκήσει κριτική σε λάθη, παραλείψεις και εμμονές του ΔΝΤ επανειλημμένα, όπως, π.χ. η χλιαρή στάση που επιδεικνύει στην πάταξη της φοροδιαφυγής μέσω της εκτεταμένης χρήσης ηλεκτρονικών συναλλαγών και ηλεκτρονικής τιμολόγησης ή η προτεραιότητα που δίνει σε θέματα της αγοράς εργασίας, όπως π.χ. τα lockouts ή οι ομαδικές απολύσεις, που δεν απασχολούν σοβαρά τις ελληνικές επιχειρήσεις. Από την άλλη οι θέσεις π.χ. του ΔΝΤ για γενναία μείωση χρέους ή για τις επιπτώσεις της υπερφορολόγησης στην οικονομία φυσικά μας βρίσκουν σύμφωνους.
Σε κάθε περίπτωση, η ασπρόμαυρη προσέγγιση που κατατάσσει αυτομάτως το ΔΝΤ στους «κακούς» δεν έχει βοηθήσει διαχρονικά την εθνική προσπάθεια για έξοδο από την κρίση. Οφείλαμε εξαρχής να χτίσουμε σχέσεις εμπιστοσύνης με όλους τους εταίρους μας για να βγούμε μια ώρα αρχύτερα από τα προγράμματα. Αυτό δεν συνέβη με τις γνωστές σε όλους παρενέργειες.
Ερ. Θεωρείτε ότι πρέπει να φορολογηθούν περαιτέρω οι χαμηλόμισθοι και χαμηλοσυνταξιούχοι;
Το σωστό ερώτημα στο οποίο θα έπρεπε να κληθούν να απαντήσουν κόμματα και θεσμοί είναι το εξής: ποιες ομάδες του πληθυσμού βρίσκονται σήμερα κάτω από το όριο της φτώχειας και ποιες έχουν πληγεί περισσότερο από την κρίση και τα μέτρα περιστολής δαπανών; Αυτός θα έπρεπε να είναι ο οδηγός μας για τη χάραξη οικονομικής και κοινωνικής πολιτικής και όχι συνήθη στερεότυπα ή κριτήρια πελατειακής λογικής.
Στην Ελλάδα το 53% του πληθυσμού δεν πληρώνει ούτε 1 ευρώ φόρο εισοδήματος, οπότε οι υπόλοιποι επιβαρύνονται υπέρμετρα. Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι πολλοί συμπολίτες μας έχουν χαμηλό εισόδημα και η φορολογική τους επιβάρυνση δεν μπορεί παρά να είναι ελάχιστη. Υπάρχουν όμως πάρα πολλοί που φοροδιαφεύγουν, επιλέγοντας να δηλώνουν εισόδημα στο ύψος του αφορολόγητου. Τα σχετικά στοιχεία, ιδιαίτερα για τις μικρές επιχειρήσεις, τους αυτοαπασχολούμενους και τους ελεύθερους επαγγελματίες είναι αποκαλυπτικά.
Οι υπέρμετροι φόροι και οι νέες υψηλές ασφαλιστικές εισφορές αναγκάζουν πολλούς εργαζόμενους και εργοδότες να καταφεύγουν είτε στην παραοικονομία είτε στην αλλαγή φορολογικής έδρας. Δημιουργούμε δηλαδή ένα περιβάλλον οικονομικής απαξίωσης της χώρας. Αυτό θέλουμε να πετύχουμε;
Ερ. Η πλειονότητα των μελετών και εκτιμήσεων αναφέρει ότι προϋπόθεση για την ανάπτυξη είναι η αύξηση των ιδιωτικών επενδύσεων. Ποιες είναι οι προϋποθέσεις για να επιτευχθεί ο στόχος;
Η αποκατάσταση της αξιοπιστίας της χώρας μας έναντι αγορών και επενδυτών είναι το κλειδί για την προσέλκυση σοβαρών επενδύσεων. Και η ανάκτηση της αξιοπιστίας μας περνάει μέσα από τη συνετή και συνεπή διαχείριση των δημόσιων οικονομικών βάσει των δεσμεύσεων που έχουμε αναλάβει και την εμπροσθοβαρή υλοποίηση σαρωτικών αλλαγών στο κράτος και την οικονομία που απελευθερώνουν αναπτυξιακές δυνατότητες και καταργούν προνόμια.
Ερ. Ποιες είναι οι προβλέψεις σας για το 2017; Εκτιμάτε ότι θα υπάρξει ανάπτυξη της τάξης το 2,7 % σύμφωνα με τις προβλέψεις;
Τα στοιχεία του τρίτου τριμήνου μας δίνουν βάσιμες ελπίδες ότι η οικονομία έχει μπει ξανά σε τροχιά ανάπτυξης, μετά από δύο χρόνια. Σε καμία περίπτωση δεν πρέπει κυβέρνηση και θεσμοί να υπονομεύσουν αυτό το κλίμα με κινήσεις που θα ανοίξουν ένα νέο κύκλο πολιτικής αστάθειας. Θα ήταν καταστροφικό για όλους.