search icon

Οικονομία

Αγορά ακινήτων – Τα στοιχεία της ΤτΕ: Συνεχίστηκε η αύξηση στις τιμές το β’ τρίμηνο – Συγκρατημένα θετικές οι προσδοκίες

Στα μεγάλα αστικά κέντρα η αύξησης στις τιμές των διαμερισμάτων - Βραχυπρόθεσμα οι τιμές εκτιμάται ότι θα συνεχίσουν την ανοδική τους τάση όσο η ζήτηση από το εξωτερικό διατηρείται ισχυρή

Η αυξητική τάση στις τιμές των οικιστικών ακινήτων συνεχίστηκε το β΄ τρίμηνο του 2024 με
μονοψήφιο ρυθμό. Αναλυτικότερα, σύμφωνα με τα στοιχεία της ΤτΕ, οι τιμές των διαμερισμάτων αυξήθηκαν το β΄ τρίμηνο του 2024 κατά 9,2% σε ετήσια βάση, με επιβραδυνόμενο ρυθμό σε σχέση με τα προηγούμενα τρίμηνα. Οι τιμές των νέων διαμερισμάτων (ηλικίας έως 5 ετών) το β΄ τρίμηνο του 2024 αυξήθηκαν με μέσο ετήσιο ρυθμό 10,7%, ενώ οι τιμές των παλαιών διαμερισμάτων κατά 8,3%.

Με διάκριση κατά γεωγραφική περιοχή, ισχυροί ετήσιοι ρυθμοί αύξησης στις τιμές των διαμερισμάτων καταγράφηκαν στα μεγάλα αστικά κέντρα και συγκεκριμένα στην Αθήνα (9,1%), στη Θεσσαλονίκη (12,1%) και σε άλλες μεγάλες πόλεις (7,3%).

Οι προσδοκίες για την ελληνική αγορά ακινήτων για το επόμενο διάστημα παραμένουν συγκρατημένα θετικές. Οι συνθήκες αυξημένου κόστους κατασκευής και υψηλών επιτοκίων επηρεάζουν αρνητικά το περιθώριο επενδυτικού κέρδους, γεγονός που ενδέχεται σταδιακά να επηρεάσει και τις τιμές της εγχώριας αγοράς, η οποία τα τελευταία έτη τροφοδοτείται σημαντικά από τις ξένες επενδύσεις.

Βραχυπρόθεσμα οι τιμές εκτιμάται ότι θα συνεχίσουν την ανοδική τους τάση όσο η ζήτηση από το εξωτερικό διατηρείται ισχυρή. Παράλληλα έχει οξυνθεί το πρόβλημα του κόστους στέγασης κατά τα τελευταία έτη, ως απόρροια της εκτεταμένης επενδυτικής εκμετάλλευσης της κατοικίας, της απόσυρσης από την αγορά ακινήτων που εξασφαλίζουν μη εξυπηρετούμενα δάνεια και προορίζονται για πλειστηριασμό καθώς και της υποτονικής δραστηριότητας στον κατασκευαστικό κλάδο για μακρά χρονική περίοδο, η οποία δεν έχει επιτρέψει την ομαλή αναπλήρωση του αποθέματος ακινήτων.

Αυτό εγείρει σημαντικά ζητήματα που πρέπει να ληφθούν υπόψη για την πιθανή λήψη πρόσθετων μέτρων από την πολιτεία. Στο πλαίσιο αυτό, πρωτοβουλίες σχετικές με την παροχή στήριξης για ανακαίνιση παλαιών κατοικιών (π.χ. πρόγραμμα “Αναβαθμίζω το Σπίτι μου”) και με την ενίσχυση της προσφοράς (π.χ. “Κοινωνική Αντιπαροχή”) αναμένεται να συμβάλουν στην αντιμετώπιση του ζητήματος μέσω της βελτίωσης του κτιριακού αποθέματος. Στην ίδια κατεύθυνση αναμένεται να συμβάλουν και οι πρωτοβουλίες για την υποστήριξη της ζήτησης από συγκεκριμένες κοινωνικές ομάδες (π.χ. πρόγραμμα “Σπίτι μου ΙΙ”) διευκολύνοντας την πρόσβασή τους στην αγορά κατοικίας.Επιπροσθέτως, επισημαίνεται ότι οι τιμές των κατοικιών στην Ελλάδα απέχουν ελάχιστα πλέον από το ιστορικό υψηλό.

Δείτε ΕΔΩ το δελτίο της ΤτΕ

Ειδικότερα, με βάση το δείκτη τιμών διαμερισμάτων που καταρτίζει η Τράπεζα της Ελλάδος για το σύνολο της χώρας, η υψηλότερη τιμή του δείκτη παρατηρήθηκε το γ΄ τρίμηνο 2008 (102,2) και στη συνέχεια ακολούθησε σταθερά καθοδική πορεία, μέχρι το γ΄ τρίμηνο 2017 (58,9). Έκτοτε, ο δείκτης τιμών διαμερισμάτων καταγράφει σταθερά ανοδική πορεία, ανερχόμενος σε 99,7 το β΄ τρίμηνο 2024, 2,5 μονάδες χαμηλότερα από την υψηλότερη τιμή που έχει λάβε. Αξίζει να σημειωθεί ότι o δείκτης τιμών κατοικιών για την Αθήνα διαμορφώθηκε το β΄ τρίμηνο 2024 σε 105,4 έχοντας ξεπεράσει ήδη το προηγούμενο ιστορικό υψηλό του (β΄ τρίμηνο 2008: 101,4). Αντίστοιχη είναι και η εξέλιξη του επιπέδου των ενοικίων, με το σχετικό δείκτη να διαμορφώνεται σε 103,2 με βάση τα στοιχεία του γ΄ τριμήνου 2024, έναντι 98,7 το γ΄ τρίμηνο 2023.24 Ο δείκτης ενοικίων, σε αντίθεση με το δείκτη τιμών κατοικιών, παραμένει σημαντικά χαμηλότερα από την υψηλότερη τιμή που έχει λάβει ιστορικά (124,3 το γ΄ τρίμηνο 2011).

Για την οικονομία

Η ελληνική οικονομία το πρώτο εξάμηνο του 2024 συνέχισε να αναπτύσσεται με ρυθμούς σημαντικά υψηλότερους σε σύγκριση με την ευρωζώνη, κυρίως χάρη στην αύξηση της ιδιωτικής κατανάλωσης.

Ειδικότερα σύμφωνα με τα στοιχεία της ΤτΕ, ανοδικά συνέβαλαν και οι πάγιες επενδύσεις, ιδιαίτερα αυτές που κατευθύνθηκαν σε μηχανολογικό και μεταφορικό εξοπλισμό. Οι εξαγωγές αγαθών ανέκαμψαν στο β΄ τρίμηνο, αλλά ο εξωτερικός τομέας της οικονομίας είχε συνολικά αρνητική συμβολή λόγω της μεγάλης αύξησης των εισαγωγών. Αρνητική ήταν η συμβολή της δημόσιας κατανάλωσης για δεύτερο συνεχές τρίμηνο.

Από την πλευρά της προσφοράς, θετικά συνέβαλαν οι υπηρεσίες και η βιομηχανία, ενώ αντίθετα οι κατασκευές και ο πρωτογενής τομέας είχαν αρνητική συμβολή. Oι προσδοκίες των επιχειρήσεων παρέμειναν σε υψηλό επίπεδο και το πρώτο εξάμηνο του 2024 ενώ, αντίθετα, ο δείκτης καταναλωτικής εμπιστοσύνης παρέμεινε σε χαμηλό επίπεδο. Ο Δείκτης Υπευθύνων Προμηθειών (PMI) συνεχίζει να υποδηλώνει άνοδο της ελληνικής μεταποιητικής παραγωγής, σε αντιστοιχία με τους υψηλούς ρυθμούς ανάπτυξης που καταγράφει ο Δείκτης Βιομηχανικής Παραγωγής της Ελληνικής Στατιστικής Αρχής (ΕΛΣΤΑΤ) για τους πρώτους επτά μήνες
του έτους.

Αναλυτικότερα, το ακαθάριστο εγχώριο προϊόν (ΑΕΠ) αυξήθηκε κατά 2,2% το πρώτο εξάμηνο του 2024 σε ετήσια βάση, λόγω κυρίως της αύξησης της τελικής ζήτησης, καθώς οι καθαρές εξαγωγές είχαν αρνητική συμβολή. Η ιδιωτική κατανάλωση κατέγραψε υψηλότερο ρυθμό το πρώτο εξάμηνο του 2024 (2,0%, από 1,5% την αντίστοιχη περίοδο του 2023), λόγω της σημαντικής ανάκαμψης των λιανικών πωλήσεων. Η ιδιωτική ζήτηση υποστηρίχθηκε εν μέρει από την αύξηση του διαθέσιμου εισοδήματος, καθώς το ονομαστικό διαθέσιμο εισόδημα των νοικοκυριών και των μη κερδοσκοπικών ιδρυμάτων που εξυπηρετούν τα νοικοκυριά (ΜΚΙΕΝ) αυξήθηκε κατά 1,1% το α΄ τρίμηνο του 2024, ενώ το εισόδημα από εξαρτημένη εργασία κατέγραψε υψηλότερη άνοδο (κατά 2,7%). Αντίθετα, η δημόσια κατανάλωση σημείωσε σημαντική υποχώρηση κατά -4,4%.

Οι επενδύσεις συνέχισαν να αυξάνονται το πρώτο εξάμηνο του 2024 με ρυθμό υψηλότερο από την οικονομική δραστηριότητα. Πιο συγκεκριμένα, ο ακαθάριστος σχηματισμός πάγιου κεφαλαίου αυξήθηκε κατά 3,5% το πρώτο εξάμηνο του 2024, έναντι 8,8% την αντίστοιχη περίοδο του 2023. Η επιβράδυνση αυτή οφείλεται στη μείωση των επενδύσεων σε “κατοικίες”, οι οποίες μειώθηκαν κατά -10,5% το πρώτο εξάμηνο του 2024 έναντι αύξησης 47,1% την αντίστοιχη περίοδο του 2023. Αντίθετα, άνοδο παρουσίασαν οι επενδύσεις σε “μηχανολογικό εξοπλισμό και οπλικά συστήματα” κατά 11,9% και σε “μεταφορικό εξοπλισμό” κατά 10,6%. Τέλος, μικρότερη άνοδο σημείωσαν οι επενδύσεις σε “άλλες κατασκευές” κατά 4,9%, σε “εξοπλισμό τεχνολογίας πληροφορικής και επικοινωνιών” κατά 0,2% και σε “άλλα προϊόντα” κατά 1,1%.

Η συνεισφορά των καθαρών εξαγωγών το πρώτο εξάμηνο του 2024 ήταν αρνητική (-3,1%), λόγω της αύξησης των εισαγωγών και της μείωσης των εξαγωγών. Όσον αφορά τις εισαγωγές, η άνοδός τους κατά 6,4% οφείλεται στην αύξηση των εισαγωγών τόσο αγαθών όσο και υπηρεσιών. Από την άλλη πλευρά η κατά 0,9% μείωση των εξαγωγών αποδίδεται στην υποχώρηση των εξαγωγών αγαθών, καθώς σημειώθηκε αύξηση στις εξαγωγές υπηρεσιών.

Από την πλευρά της προσφοράς, η συνολική ακαθάριστη προστιθέμενη αξία αυξήθηκε κατά 1,4% το πρώτο εξάμηνο του 2024. Σε κλαδικό επίπεδο, άνοδο σημείωσαν η “βιομηχανία” κατά 7,5%, οι “επαγγελματικές, επιστημονικές και τεχνικές δραστηριότητες, διοικητικές και υποστηρικτικές δραστηριότητες” κατά 1,1% και το “χονδρικό και λιανικό εμπόριο, επισκευές οχημάτων και μοτοσικλετών, μεταφορά και αποθήκευση, υπηρεσίες παροχής καταλύματος και υπηρεσίες εστίασης” κατά 0,7%. Αντίθετα, ο πρωτογενής τομέας σημείωσε σημαντική υποχώρηση κατά -8,7%, οι “κατασκευές” κατά -0,9%, η “δημόσια διοίκηση και άμυνα, υποχρεωτική κοινωνική ασφάλιση, εκπαίδευση, δραστηριότητες σχετικές με την ανθρώπινη υγεία και την κοινωνική μέριμνα” κατά -0,4% και οι “τέχνες, διασκέδαση και ψυχαγωγία” κατά -0,2%.

Το έλλειμμα του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών διαμορφώθηκε σε 8,6 δισ. ευρώ την περίοδο Ιανουαρίου – Ιουλίου 2024, αυξημένο σε σχέση με την αντίστοιχη περίοδο του 2023 (7,3 δισ. ευρώ), λόγω της ταυτόχρονης μείωσης των εξαγωγών και αύξησης των εισαγωγών. Το πλεόνασμα του ισοζυγίου υπηρεσιών διευρύνθηκε, λόγω της βελτίωσης πρωτίστως του ισοζυγίου ταξιδιωτικών υπηρεσιών και δευτερευόντως του ισοζυγίου μεταφορών. Το έλλειμμα του ισοζυγίου πρωτογενών εισοδημάτων σημείωσε άνοδο σε σχέση με την αντίστοιχη περίοδο του 2023, κυρίως λόγω της μείωσης των καθαρών εισπράξεων από λοιπά πρωτογενή εισοδήματα.

Αγορά εργασίας

Η αγορά εργασίας κατέγραψε περαιτέρω βελτίωση το πρώτο εξάμηνο του 2024. Πιο συγκεκριμένα, η συνολική απασχόληση αυξήθηκε κατά 2,0%, η μισθωτή απασχόληση κατά 1,4%, ενώ οι αυτοαπασχολούμενοι κατά 2,6%. Το ποσοστό ανεργίας μειώθηκε στο 10,9% από 11,5% το πρώτο εξάμηνο του 2023. Σημαντική βελτίωση σημείωσε το ποσοστό ανεργίας τόσο για τις γυναίκες (13,7% από 15,0% το πρώτο εξάμηνο του 2023) όσο και για τους νέους 20-29 ετών (19,4% από 21,4% το πρώτο εξάμηνο του 2023). Παράλληλα, το ποσοστό των μακροχρόνια ανέργων υποχώρησε στο 5,7% από 6,5% το πρώτο εξάμηνο του 2023.

Εντούτοις, η στενότητα στην αγορά εργασίας εντείνεται, καθώς το ποσοστό κενών θέσεων αυξάνεται σταθερά κατά τα τελευταία 13 τρίμηνα, ιδιαίτερα στους κλάδους των κατασκευών, της μεταποίησης, του εμπορίου και του τουρισμού. Το πρώτο εξάμηνο του 2024 οι αμοιβές ανά μισθωτό κινήθηκαν ανοδικά κατά 5,2% έναντι 5,4% την αντίστοιχη περίοδο του 2023, εντούτοις δεν έχει προκαλέσει κάποια σημαντική επιδείνωση στην ανταγωνιστικότητα της ελληνικής οικονομίας, καθώς το μοναδιαίο κόστος εργασίας κυμάνθηκε σε ελαφρώς χαμηλότερα επίπεδα σε
σχέση με τον μέσο όρο της ευρωζώνης. Αντίστοιχα, ο Δείκτης Μισθολογικού Κόστους σημείωσε άνοδο κατά 8,1%, αντικατοπτρίζοντας σε μεγάλο βαθμό και την αύξηση του κατώτατου μισθού κατά 6,4% που σημειώθηκε τον Απρίλιο του 2024.

Ο πληθωρισμός, όπως μετρείται από τον Εναρμονισμένο Δείκτη Τιμών Καταναλωτή (ΕνΔΤΚ), σημειώνει σημαντική αποκλιμάκωση, αν και παραμένει σε σχετικά υψηλό επίπεδο, καθώς το εννεάμηνο του 2024 διαμορφώθηκε στο 3,0% έναντι 4,4% την αντίστοιχη περίοδο του 2023. Ωστόσο, ο γενικός δείκτης χωρίς την ενέργεια κατέγραψε υψηλούς ρυθμούς, λόγω των ανοδικών πιέσεων τόσο στα διατροφικά αγαθά όσο και στα βιομηχανικά αγαθά και τις υπηρεσίες. Σύμφωνα με πιο πρόσφατες εκτιμήσεις της Τράπεζας της Ελλάδος, ο ρυθμός αύξησης του πραγματικού ΑΕΠ αναμένεται να διαμορφωθεί σε 2,2% το 2024 και 2,5% το 2025. Ο πληθωρισμός εκτιμάται ότι θα διαμορφωθεί σε 2,9% το 2024 και 2,2% το 2025. Οι κίνδυνοι που περιβάλλουν τις προβλέψεις της Τράπεζας της Ελλάδος για την ανάπτυξη είναι κυρίως καθοδικοί και αφορούν:

(α) τυχόν επιδείνωση του ρυθμού ανάπτυξης της ευρωζώνης σε συνδυασμό με τις γεωπολιτικές κρίσεις στην Ουκρανία και τη Μέση Ανατολή και τις επιπτώσεις τους στο διεθνές οικονομικό περιβάλλον, (β) την πρόσφατη αύξηση στις τιμές του ηλεκτρικού ρεύματος, που θα ενισχύσει περαιτέρω τον πληθωρισμό, (γ) χαμηλότερο του αναμενομένου ρυθμό εφαρμογής των δράσεων του NextGenerationEU (NGEU), (δ) ενδεχόμενες φυσικές καταστροφές λόγω της κλιματικής κρίσης και (ε) τυχόν καθυστερήσεις στην υλοποίηση μεταρρυθμίσεων.

Νοικοκυριά

Ο ετήσιος ρυθμός μεταβολής της χρηματοδότησης των νοικοκυριών από τα εγχώρια Νομισματικά και Χρηματοπιστωτικά Ιδρύματα (ΝΧΙ) παρέμεινε αρνητικός το 2024 (Αύγουστος 2024: -0,7%,). Αναλυτικότερα, ο ετήσιος ρυθμός μεταβολής των στεγαστικών δανείων παρέμεινε αρνητικός (Αύγουστος 2024: -2,7%), ενώ από το Μάρτιο του 2022 ο ετήσιος ρυθμός μεταβολής για τα καταναλωτικά δάνεια έχει γίνει θετικός (Αύγουστος 2024: 5,8%). Σύμφωνα με τα αποτελέσματα της Έρευνας Τραπεζικών Χορηγήσεων, η ζήτηση για στεγαστικά δάνεια μειώθηκε το γ΄ τρίμηνο του 2024 μετά από το πρώτο εξάμηνο του 2024 στο οποίο είχε μείνει σταθερή. Αντιθέτως, τα πιστωτικά ιδρύματα ανέφεραν ότι η ζήτηση καταναλωτικών και λοιπών δανείων παρέμεινε σχεδόν αμετάβλητη το γ΄ τρίμηνο του 2024. Από την πλευρά της προσφοράς, οι συνολικοί όροι και προϋποθέσεις χορήγησης νέων δανείων καθώς και τα πιστοδοτικά κριτήρια για δάνεια προς νοικοκυριά παρέμειναν αμετάβλητα το γ΄ τρίμηνο του 2024. Αμετάβλητο παρέμεινε και το ποσοστό απόρριψης τόσο των στεγαστικών όσο και των καταναλωτικών και λοιπών δανείων.

Κίνδυνος επιτοκίου για τα νοικοκύρια

Η αύξηση των βασικών επιτοκίων της ΕΚΤ από τον Ιούλιο του 2022 έως το Σεπτέμβριο του 2023 σωρευτικά κατά 450 μονάδες βάσης επηρέασε σταδιακά τα εγχώρια τραπεζικά επιτόκια. Το μέσο επιτόκιο στα υφιστάμενα υπόλοιπα των δανείων προς τα νοικοκυριά αυξήθηκε κατά 229 μονάδες βάσης (Αύγουστος 2024: 6,17%, Ιούνιος 2022: 3,88%), με τη μέγιστη τιμή του να παρατηρείται τον Απρίλιο του 2024 με 6,20% (232 μονάδες βάσης υψηλότερα από ό,τι τον Ιούνιο του 2022) αντανακλώντας την αυστηροποίηση της νομισματικής πολιτικής στη ζώνη του ευρώ.

Η αύξηση ήταν πιο αισθητή στα μακροπρόθεσμα στεγαστικά δάνεια που αποτελούν το μεγαλύτερο τμήμα των στεγαστικών δανείων. Η προσδοκία αλλαγής της κατεύθυνσης της νομισματικής πολιτικής και οι πρόσφατες μειώσεις των βασικών επιτοκίων της ΕΚΤ (25 μονάδες βάσης τον Ιούνιο, 25 μονάδες βάσης το Σεπτέμβριο και 25 μονάδες βάσης τον Οκτώβριο του 2024) έχουν ήδη αρχίσει να αντανακλώνται στα επιτόκια των δανείων.

Συγκεκριμένα, το μέσο επιτόκιο στα υφιστάμενα υπόλοιπα στεγαστικών δανείων με διάρκεια άνω των πέντε ετών μειώθηκε κατά 8μονάδες βάσης στο χρονικό διάστημα Απριλίου-Αυγούστου 2024, μετά από τη συνολική αύξηση 241 μονάδων βάσης σε σύγκριση με τον Ιούνιο του 2022 (Αύγουστος 2024: 4,32%, Απρίλιος 2024: 4,40%, Ιούνιος 2022: 1,99%), ενώ στα στεγαστικά δάνεια με διάρκεια από ένα έως πέντε έτη, που αποτελούν το μεγαλύτερο τμήμα, παρέμεινε σταθερό το διάστημα Απριλίου-Αυγούστου 2024, αυξημένο κατά 160 μονάδες βάσης σε σχέση με τον Ιούνιο του 2022 (Απρίλιος-Αύγουστος 2024: 5,46%, Ιούνιος 2022: 3,86%). Κατ’ αντιστοιχία, η μεταβολή στο μέσο επιτόκιο στα υφιστάμενα υπόλοιπα των καταναλωτικών και λοιπών δανείων προς τα νοικοκυριά μειώθηκε κατά 14 μονάδες βάσης την περίοδο Απριλίου-Αυγούστου 2024 για δάνεια με διάρκεια έως ένα έτος, μειώθηκε κατά 1 μονάδα βάσης για τα δάνεια με διάρκεια άνω του ενός έτους και έως πέντε έτη, ενώ αυξήθηκε κατά 4 μονάδες βάσης για τα δάνεια με διάρκεια άνω των πέντε ετών.

Οι δαπάνες για τόκους στεγαστικών δανείων ως ποσοστό του ακαθάριστου διαθέσιμου εισοδήματος των νοικοκυριών παρέμειναν σταθερές το πρώτο εξάμηνο του 2024 μετά τη σημαντική αύξηση που είχαν παρουσιάσει το 2023 εξαιτίας της ανόδου των επιτοκίων των υφιστάμενων δανείων. Οι δαπάνες για τόκους καταναλωτικών και λοιπών δανείων ως ποσοστό του ακαθάριστου διαθέσιμου εισοδήματος των νοικοκυριών παρέμειναν σχεδόν αμετάβλητες τόσο το 2023 όσο και το πρώτο εξάμηνο του 2024. Τέλος, το μέσο ετήσιο υπόλοιπο των δανείων προς τα νοικοκυριά ως ποσοστό του ακαθάριστου διαθέσιμου εισοδήματός τους μειώθηκε περαιτέρω χάρη στη μείωση του μέσου υπολοίπου των δανείων προς τα νοικοκυριά και στην αύξηση του ακαθάριστου διαθέσιμου εισοδήματος των νοικοκυριών.

Κίνδυνος εισοδήματος για τα  νοικοκυριά

Η εξέλιξη του διαθέσιμου εισοδήματος των νοικοκυριών αποτελεί βασικό προσδιοριστικό παράγοντα για την ευχέρεια εξυπηρέτησης των δανειακών τους υποχρεώσεων. Σύμφωνα με τα στοιχεία των τριμηνιαίων μη χρηματοοικονομικών λογαριασμών των θεσμικών τομέων που καταρτίζει η Ελληνική Στατιστική Αρχή (ΕΛΣΤΑΤ), το ονομαστικό διαθέσιμο εισόδημα των νοικοκυριών αυξήθηκε κατά 1,1% το α΄ τρίμηνο του 2024, ενώ το πραγματικό διαθέσιμο εισόδημα μειώθηκε κατά 2,2% ως συνέπεια του πληθωρισμού. Η αύξηση του ονομαστικού διαθέσιμου εισοδήματος των νοικοκυριών την εν λόγω περίοδο αποδίδεται κυρίως στη θετική συμβολή του εισοδήματος των αυτοαπασχολουμένων, καθώς και του εισοδήματος εξαρτημένης εργασίας.

Περαιτέρω, κατά τη διάρκεια του 2024 η αγορά εργασίας εξακολούθησε να παρουσιάζει βελτίωση. Ειδικότερα, το ποσοστό ανεργίας τον Αύγουστο του 2024 διαμορφώθηκε σε 9,5% σε σύγκριση με 11,4% τον Αύγουστο του 2023. Αξιοσημείωτη είναι η βελτίωση του ποσοστού ανεργίας των γυναικών (Αύγουστος 2024: 11,6%, Αύγουστος 2023: 15,1%) και του ποσοστού ανεργίας των νέων ηλικίας έως 24 ετών, αν και εξακολουθεί να παραμένει υψηλό (Αύγουστος 2024: 19,4%, Αύγουστος 2023: 28,3%)

Για τις επιχειρήσεις

Το πρώτο εξάμηνο του 2024 οι ελληνικές επιχειρήσεις κατέγραψαν αυξημένα έσοδα σε σχέση με το πρώτο εξάμηνο του 2023. Σύμφωνα με τα στοιχεία της Ελληνικής Στατιστικής Αρχής (ΕΛΣΤΑΤ) ο κύκλος εργασιών
για το σύνολο των επιχειρήσεων και δραστηριοτήτων της οικονομίας ανήλθε σε 220,2 δισ. ευρώ, αυξημένος κατά 3,8% σε σχέση με το πρώτο εξάμηνο το 2023 .

Η μεγαλύτερη ποσοστιαία αύξηση του κύκλου εργασιών, σε σχέση με το πρώτο εξάμηνο 2023, καταγράφηκε για επιχειρήσεις του τομέα “Κατασκευές” (17,1%), ενώ τη μεγαλύτερη μείωση παρουσίασαν οι επιχειρήσεις του
τομέα “Παροχή Ηλεκτρικού Ρεύματος, Φυσικού Αερίου, Ατμού και Κλιματισμού” (27%), αντανακλώντας την περαιτέρω αποκλιμάκωση των τιμών της ενέργειας. Ο κύκλος εργασιών για τον τομέα “Χονδρικό και Λιανικό Εμπόριο, Επισκευή Μηχανοκίνητων Οχημάτων και Μοτοσυκλετών”, που αποτελεί περισσότερο από το 1/3 του κύκλου εργασιών για το σύνολο των επιχειρήσεων, αυξήθηκε κατά 3%. Περιορισμένη αύξηση (1,3%) κατέγραψε ο κύκλος εργασιών των επιχειρήσεων του τομέα “Μεταποίηση”, ο οποίος αποτελεί περισσότερο από το 1/5 του συνολικού κύκλου εργασιών της οικονομίας.

Αναλύοντας τα τριμηνιαία στοιχεία της ΕΛΣΤΑΤ, ο κύκλος εργασιών το α΄ τρίμηνο 2024 ανήλθε σε 100,8 δισ ευρώ, αυξημένος κατά 1,5% σε σχέση με το α΄ τρίμηνο 2023. Τη μεγαλύτερη αύξηση στον κύκλο εργασιών το α΄ τρίμηνο 2024 παρουσίασαν οι επιχειρήσεις του τομέα “Διοικητικές και Υποστηρικτικές Δραστηριότητες”, κατά 20,0%, ενώ τη μεγαλύτερη μείωση παρουσίασαν οι επιχειρήσεις του τομέα “Παροχή Ηλεκτρικού Ρεύματος, Φυσικού Αερίου, Ατμού και Κλιματισμού” κατά 33,5%. Αντίστοιχα για το β΄ τρίμηνο 2024 ο κύκλος εργασιών ανήλθε σε 119,4 δισ. ευρώ, σημειώνοντας αύξηση 5,7% σε σχέση με το β΄ τρίμηνο 2023.

Η μεγαλύτερη αύξηση στον κύκλο εργασιών το β΄ τρίμηνο 2024 σε σύγκριση με το β΄ τρίμηνο 2023 καταγράφηκε στις επιχειρήσεις του τομέα “Κατασκευές”, κατά 16,6%, ενώ τη μεγαλύτερη μείωση παρουσίασαν οι επιχειρήσεις του τομέα “Παροχή Ηλεκτρικού Ρεύματος, Φυσικού Αερίου, Ατμού και Κλιματισμού” κατά 19,8%. Το α΄ τρίμηνο του 2024 η κερδοφορία των ελληνικών μη χρηματοοικονομικών επιχειρήσεων υποχώρησε σε σχέση με την αντίστοιχη περίοδο του 2023. Συγκεκριμένα, σύμφωνα με στοιχεία της ΕΛΣΤΑΤ, το ακαθάριστο λειτουργικό πλεόνασμα των μη χρηματοπιστωτικών επιχειρήσεων αυξήθηκε κατά 2,7% το α΄ τρίμηνο του 2024 (έναντι αύξησης κατά 7,3% την αντίστοιχη περίοδο του 2023). Το καθαρό λειτουργικό πλεόνασμα υποχώρησε κατά 4,4% το α΄ τρίμηνο του 2024 (έναντι αύξησης κατά 4,2% την αντίστοιχη περίοδο του 2023). Ως εκ τούτου, το α΄ τρίμηνο του 2024 η απόδοση του επιχειρηματικού τομέα σε όρους λειτουργικών κερδών – όπως εκφράζεται από το μερίδιο καθαρού κέρδους, δηλαδή το λόγο του καθαρού λειτουργικού πλεονάσματος προς την καθαρή προστιθέμενη αξία – υποχώρησε σε 35,1% έναντι 37% την αντίστοιχη περίοδο του 2023, παραμένοντας ωστόσο σημαντικά υψηλότερο από το μέσο όρο της προ της πανδημίας τριετίας 2017-2019 (28,1%).

Διαβάστε ακόμη

Goldman Sachs: Χαμηλώνει τον πήχη για τις ελληνικές τραπεζικές μετοχές (γραφήματα)

Η οικογένεια Τσάκου βρήκε την Ιθάκη της – Τουριστικό project 85 εκατ. στο νησί του Οδυσσέα

Στην ελληνική αγορά ο όμιλος SmartRental – Στρατηγική συμφωνία με την DKG Development (pics)

Για όλες τις υπόλοιπες ειδήσεις της επικαιρότητας μπορείτε να επισκεφτείτε το Πρώτο Θέμα

Exit mobile version