Τα σημεία σύγκλισης, με σκοπό την αποτροπή κλιμάκωσης της οικονομικής κρίσης και τη διάσωση της Ευρωζώνης, επιχειρούν να συνθέσουν Γαλλία και Γερμανία, μετά την τελευταία, δραματική, Σύνοδο Κορυφής, όπου η Ιταλία άσκησε βέτο -αφού δεν υπήρξε απόφαση για την έκδοση ευρωομολόγου– το οποίο είχε ως αποτέλεσμα, οι Ευρωπαίοι ηγέτες να «πετάξουν το μπαλάκι», λήψης αποφάσεων, στο γήπεδο του Eurogroup της ερχόμενης εβδομάδας.
Οι δύο πλευρές επιχειρούν να λειάνουν τις διαφορές που υπάρχουν, με σημαντικότερη την έκδοση ευρωομολόγου, αφού το Βερολίνο είναι κάθετα αρνητικό, σε αντίθεση με το Παρίσι, κάτι το οποίο διαφάνηκε και από τις σημερινές δηλώσεις του Γερμανού υπουργού Οικονομικών Όλαφ Σολτς, ο οποίος υποστήριξε ότι δεν προτίθεται να εγκρίνει τα λεγόμενα ομόλογα κορωνοϊού στην τηλεδιάσκεψη των υπουργών Οικονομικών της Eυρωζώνης την ερχόμενη Τρίτη.
Οι δύο πλευρές συγκλίνουν στη χρήση της προληπτικής πιστωτικής γραμμής του Ευρωπαϊκού Μηχανισμού Σταθερότητας (ESM) χωρίς ωστόσο να βάζουν στο τραπέζι απαιτητικούς όρους.
Η γερμανική πλευρά φαίνεται να υποστηρίζει ότι σε περίπτωση που χρειαστεί, θα επιστρατευθεί ο ESM «ως δίχτυ ασφαλείας για τα κράτη-μέλη των οποίων η χρηματοοικονομική ισχύς θα μπορούσε να αμφισβητηθεί». Όπως φαίνεται είναι σύμφωνη να γίνει χρήση όλης της ευελιξίας που παρέχει το καταστατικό του Μηχανισμού «για να αποφύγουμε στο βαθμό του εφικτού την αυστηρή μακροοικονομική αιρεσιμότητα» στην παροχή της πιστωτικής γραμμής. Η γερμανική πλευρά φαίνεται να δέχεται ότι οι όροι που θα τεθούν δεν θα είναι ατομικοί για κάθε χώρα αλλά για όλες της χώρες της ζώνης του ευρώ, ενώ επιμένει στο 2% του ΑΕΠ της κάθε χώρας ως ανώτατο όριο των προγραμμάτων.
Από την άλλη το γαλλικό σχέδιο αναφέρεται και αυτό σε ένα είδος μνημονίου το οποίο ωστόσο δεν θα στιγματίσει καμία χώρα. Το σχέδιο της Γαλλίας σημειώνει ότι το συνολικό μέγεθος «πρέπει να είναι αρκετά μεγάλο», φτάνοντας «τουλάχιστον το 2% του ΑΕΠ της Ευρωζώνης» (περίπου 240 δισ. ευρώ). Η διάρκεια των δανείων «πρέπει να φτάνει ως τα 10 έτη».
Αναφορικά με την Ευρωπαϊκή Επενδυτική Τράπεζα, η Γερμανία προτείνει «πόρους εγγύησης πιστώσεων» ως και 50 δισ. για τη στήριξη μικρομεσαίων επιχειρήσεων. Για την υλοποίηση του συγκεκριμένου προγράμματος, πέρα από τις εγγυήσεις του κοινοτικού προϋπολογισμού, η γερμανική πλευρά δηλώνει έτοιμη «να εξετάσει επιπρόσθετες διμερείς εγγυήσεις προς την ΕΤΕπ αν κριθούν αναγκαίες».
Παράλληλα η Γαλλία φαίνεται να προτείνει, μέσω ενός ταμείου εγγυήσεων 25 δισ. ευρώ, να κινητοποιήσει δανειακούς πόρους ύψους 200 και πλέον δισ. ευρώ, για «μικρομεσαίες, μεσαίου μεγέθους και μεγάλες επιχειρήσεις».
Σχετικά με το Ταμείο θα είναι υπό τη διαχείριση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, «θα εκδίδει ομόλογα με την κοινή και εις ολόκληρον εγγύηση των κρατών-μελών της Ε.Ε.». Τα κριτήρια για τη χρηματοδότηση χωρών από το συγκεκριμένο ταμείο «πρέπει να αντανακλούν την οικονομική ζημιά που έχουν υποστεί ως αποτέλεσμα του ξεσπάσματος του Covid-19».
Στα σχέδια των δύο χωρών φαίνεται πως έχει μπει και το SURE, το σχέδιο που εξήγγειλε η πρόεδρος της Κομισιόν Ούρσουλα φον ντε Λέιεν και έχει να κάνει με την αποφυγή απολύσεων από τις ευρωπαϊκές επιχειρήσεις, όπου σε αυτό το σημείο η προσέγγιση είναι διαφορετική.
Οι Γερμανοί σημειώνουν ότι θα εξετάσουν το σχέδιο της Επιτροπής με σκοπό «να ληφθεί η απόφαση επ’ αυτού κατά τη διάρκεια της γερμανικής προεδρίας του Συμβουλίου», ενώ οι Γάλλοι αναφέρονται σε ένα πρόγραμμα που μοιάζει πολύ με αυτό της Κομισιόν – αλλά κάνουν αναφορά και στη μονιμοποίηση ενός τέτοιου μηχανισμού, βάσει του άρθρου 175 της ΣΛΕΕ (όπου οι πόροι θα χορηγούνται ως μεταβιβάσεις, όχι ως δάνεια).